Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Οι δήθεν ύβρεις κατά του Ελληνισμού την Κυριακή της Ορθοδοξίας++++

 Η Αγία μας Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία καθόρισε, ως όφειλε, επακριβώς τα όρια της αλήθειας και της πλάνης, διότι πιστεύει ότι η αλήθεια είναι συνώνυμη με τη σωτηρία. Οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων περιχαρακώνουν την βιβλική αλήθεια και την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας, ώστε να αποτελούν την αλάνθαστη πυξίδα πλεύσης του νοητού σκάφους της ως τα έσχατα της ιστορίας. 


    Μελετώντας με προσοχή το «Συνοδικό» Της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, το οποίο διαβάζεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας στους ναούς, κατά την τελετή της περιφοράς των Ιερών Εικόνων, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα τη μέριμνα των Πατέρων να καθαρθεί η πίστη της Εκκλησίας από περιρρέουσες ιδέες του παρελθόντος, τις οποίες κάποιοι αναμίγνυαν με την διδασκαλία Της, με στόχο να επικρατεί σύγχυση στους πιστούς.

      Κάποιοι, όμως περίεργοι τύποι, τα τελευταία χρόνια, που αρέσκονται να παριστάνουν τους «ελληναράδες», ασκούν σκληρή κριτική κατά των «όρων» της αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ότι δήθεν μέσω αυτών …υβρίζεται ο Ελληνισμός, επειδή απορρίπτονται από αυτή ορισμένες δοξασίες των αρχαίων προγόνων μας ως αντίθετες με τη χριστιανική διδασκαλία! Δεν κάνουν όμως τον κόπο να μελετήσουν, τι είδους δοξασίες είναι αυτές και την αντιφατικότητα και το ξεπερασμένο τους, ακόμη και στην αρχαία Ελλάδα.

       Αναφέρουμε ως παραδείγματα τις δοξασίες της προΰπαρξης των ψυχών καιτης αϊδιότητας του κόσμου, τις οποίες η πλειοψηφία των αρχαίων σοφών (π.χ. σοφιστές, επικούρειοι, κλπ) τις απέρριπτε, αν και είχαν διατυπωθεί από μεγάλους σοφούς (π.χ. Πλάτων). Την ύπαρξη και κατά συνέπεια την προΰπαρξη της ψυχής την είχαν απορρίψει οι περισσότεροι των αρχαίων φιλοσόφων. Η δοξασία περί της αιωνιότητας του υλικού κόσμου, αν και είχε διατυπωθεί από ορισμένους φιλοσόφους (υλοζωιστές), εν τούτοις την απέρριψαν πάμπολλοι άλλοι σοφοί, όπως οι νεοπλατωνικοί, διότι ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση με την πίστη τους στο «Ένα», την πρωταρχική, κατ’ αυτούς,«άυλη» αρχή του κόσμου!Έστω επίσης οι  αρχαιοελληνικές πίστεις στην ειμαρμένη καθώς και η πίστη στη «θεότητα» των άστρων των στωικών, όχι μόνο απορρίφτηκαν από την πλειοψηφία των αρχαίων σοφών, αλλά πολεμήθηκαν με σφοδρότητα από τους ατομικούς φιλοσόφους, τον Αναξαγόρα, τον Καρνεάδη, τον Ίππαρχο, κ.α.

      Αφού λοιπόν οι θεωρίες αυτές ήταν απορριπτέες από άλλους σοφούς της αρχαίας Ελλάδος, γιατί να τις υιοθετήσει η Εκκλησία, αφού οι δοξασίες αυτές ήταν αντίθετες  με τη διδασκαλία Της; Ας μην ξεχνάμε επίσης πως υπάρχουν διδάγματα, δοξασίες και θεσμοί των αρχαίων προγόνων μας απόλυτα απαράδεκτες, όπως λ.χ. ο θεσμός της δουλείας, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, η κοινοκτημοσύνη των γυναικών (Πλάτων), η «ιερή πορνεία», οι φρικτές ανθρωποθυσίες καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και ως τον 4ο μ. Χ. αιώνα, κ.α. τα οποία κρινόμενα με το πνεύμα του Χριστιανισμού και με τη σημερινή πραγματικότητα, είναι σαφώς αποβλητέα. Υπήρχε περίπτωση να υιοθετήσει κάτι τέτοια η Εκκλησία, για να μη θεωρηθεί «υβρίστρια» των Ελλήνων; Και για ποιο λόγο άλλωστε να το κάνει, αφού ήλθε να απελευθερώσει καθολικά τον άνθρωπο από τη δεισιδαιμονία και την κακοδαιμονία του προχριστιανικού κόσμου και όχι να τον διαιωνίσει!

Αλλά αν θέλουν να αποκαλέσουν κάποιους υβριστές των Ελλήνων, ας αρχίσουν από τους αρχαίους Έλληνες σοφούς, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είχαν απορρίψει ό, τι θεωρούν οι σύγχρονοι «αρχαιολάτρες» ως «ελληνικό». Ας αρχίσουν από τους ίδιους τους σοφούς, οι οποίοι απέρριπταν τις απόψεις άλλων σοφών. Ας αποκαλέσουν  πρώτα υβριστές των Ελλήνων τους σοφιστές και τους επικούρειους, οι οποίοι δεν δέχονταν και πολεμούσαν το ιδεοκρατικό σύστημα του Πλάτωνος. Ας αποκαλέσουν πρώτα τον Πλάτωνα (427-347 π. Χ.)υβριστή της Ελλάδος, διότι θεωρούσε μόνες πραγματικότητες τις αρχετυπικές ιδέες, τον δε υλικό κόσμο δήθεν αιώνιο των υλοζωιστών ως μη πραγματικό, ως αντικατοπτρισμό του ιδεατού κόσμου, ως «φάσμα των ιδεών»!

     Ας αποκαλέσουν υβριστές των Ελλήνων τους σοφούς και επιστήμονες (σχεδόν στο σύνολό τους), οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με τα σκοταδιστικά διδάγματα της αρχαίαςθρησκείας και τις δεισιδαιμονίες των ιερέων και καταδιώχτηκαν άγρια από αυτούς. Είναι άλλωστε γνωστό, πως περισσότεροι από πεντακόσιοι γνωστοί σοφοί και επιστήμονες βρήκαν τραγικό θάνατο κατά τις εκκαθαρίσεις, που έκανε το ιερατείο, μέσω της πολιτικής εξουσίας, μόνο στην Αθήνα, με τις φρικτές «δίκες περί αθεΐας»!

     Ας αποκαλέσουν το Σωκράτη (469-399 π. Χ.) υβριστή των Ελλήνων, επειδή δίδασκε «καινά δαιμόνια», δηλαδή αλλότρια θρησκευτική πίστη από την κρατούσα, τη δήθεν ελληνική, και γ’ αυτό τον σκότωσαν. Ας αποκαλέσουν τον Αριστοτέλη (384-322 π. Χ.) υβριστή των Ελλήνων, οοποίος θέλοντας να στηλιτεύσει τις δεισιδαίμονες πρακτικές του ιερατείου, και να αναιρέσει την πίστη στους ανύπαρκτους «θεούς» της αρχαίας θρησκείας, αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα και να καταφύγει στην Χαλκίδα, προκειμένου να γλυτώσει τη ζωή του. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον μεγάλο Αίσωπο (6ος π. Χ. αιών), ο οποίος κατάγγειλε την απάτη της αρχαίας θρησκείας και την πρακτική των απατεώνων ιερέων του δελφικού «ιερού», και οι οποίοι τον δολοφόνησαν στον ανίερο εκείνο τόπο. Ας αποκαλέσουν υβριστές της Ελλήνων τον ελευθερόφρονα Αλκιβιάδη, τους ρήτορες Λεωγόρα και Ανδοκίδη και τον μεγάλο κυνικό φιλόσοφο Διογένη, (5ος π. Χ. αιών), οι οποίοι διακωμώδησαν τα γελοία πνευματιστικά ελευσίνια μυστήρια.

      Ας αποκαλέσουν υβριστές των Ελλήνων τονΠυθαγόρα (580-490 π. Χ.) και τους μαθητές του, οι οποίοι εξαιτίας του φόβου τους από τους ιερείς και των οργάνων τους, δημιούργησαν μυστική σχολή, όπου δίδασκαν δόγματα αντίθετα με τα κρατούντα και τους οποίους οι ιερείς έκαψαν ζωντανούς στον Κρότωνα το 430 π. Χ.!

    Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων το σοφιστήΠρωταγόρα ( 480-411 π. Χ.), ο οποίος δίδασκε ότι το πραγματικό θείον είναι άγνωστο στους ανθρώπους και πως οι «θεοί» της αρχαίας θρησκείας ήταν ανύπαρκτοι, και γι’ αυτό τον καταδίωξαν άγρια οι ιερείς και έκαψαν τα «αιρετικά» βιβλία του στην αγορά της Αθήνας. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον Αναξαγόρα (490-427 π. Χ.), ο οποίος δίδασκε ότι ο υλικός κόσμος δεν είναι αιώνιος, αλλά ποίημα του Νου, και τα άστρα δεν είναι θεοί, αλλά διάπυρες μάζες, και ο οποίος παραλίγο να χάσει τη ζωή του από το αθηναϊκό ιερατείο και το δεισιδαίμονα όχλο. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον Ξενοφάνη (570-480 π. Χ.), ο οποίος μίλησε για τον ένα Θεό και αρνήθηκε, την χονδροειδή ειδωλολατρία, τον ανόητο πολυθεϊσμό και το γελοίο ανθρωπομορφισμό της αρχαίας θρησκείας. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον Επίκουρο (341-270 π. Χ.), ο οποίος αρνήθηκε την ύπαρξη των «θεών» της αρχαίας θρησκείας και του όχλου και τη μεταθανάτια ζωή, το βασίλειο του Πλούτωνα στον Άδη, Νήσους Μακάρων κλπ. Ας αποκαλέσουν υβριστή των Ελλήνων τον Ευήμερο (2ος αιών π. Χ.), ο οποίος χαρακτήρισε τους «θεούς» της αρχαίας θρησκείας, ωςκάποιους επιφανείς ανθρώπους της παλιάς εποχής, τους οποίους θεοποίησαν οι απατεώνες ιερείς και επέβαλαν τη λατρεία τους στους αμαθείς όχλους για να τους εκμεταλλεύονται.

    Ας αποκαλέσουν, τέλος, υβριστή των Ελλήνων το ίνδαλμά τους, τον παρανοϊκό Ιουλιανό (361-363 μ. Χ.), ο οποίος απαγόρευε τη διδασκαλία στα σχολεία των έργων  αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών, όσων είχαν γράψει εναντίον της αρχαίας θρησκείας, καίγοντας με μανία τα έργα τους! Δείτε άλλωστε τι είχε γράψει σε επιστολή του ο άθλιος εκείνος «εστεμμένος φιλόσοφος»: «ας μη φτάνει στην ακοή επικούρειος ή πυρρώνειος λόγος. Τώρα αλήθεια, οι θεοί (σ.σ. μέσω αυτού) καλά έκαναν και κατέστρεψαν τα έργα τους, ευτυχώς που τα βιβλία τους χάθηκαν» (Ιουλ.Επιστ.89β, Προς αρχιερέα Θεόδωρο, 301c)!

     Ασφαλώς θα τρίζουν τα τιμημένα κόκκαλα όλων των αρχαίων σοφών προγόνων μας, από την ακατανόητη «υπεράσπισή» τους από τους σύγχρονους «αρχαιολάτρες», οι οποίοι ήξεραν να βιώνουν το σεβασμό προς τους άλλους, έστω και αν διαφωνούσαν μαζί τους, ξέχωρα από τους σκοταδιστές ιερείς, τα παράσιτα της θρησκείας και τον δεισιδαίμονα και αμαθή όχλο! Θα τρίζουν τα κόκαλά τους από αγανάκτηση διότι τους ταυτίζουν οι σύγχρονοι «αρχαιολάτρες» με τους σκοτεινούς παράγοντες της αρχαίας θρησκείας και με τον χυδαίο και θρησκομανή όχλο, ο οποίος ποτέ δε μπόρεσε να δημιουργήσει πολιτισμό και καταδίωκε την αντίθετη γνώμη!  Θα τρίζουν από αγανάκτηση τα κόκαλά τους, διότι κάποιοι φανατικοί, αμαθείς και εμπαθείς σύγχρονοι «αρχαιολάτρες» έχρισαν τους εαυτούς τους όψιμους τιμητές και υπερασπιστές τους, μη γνωρίζοντας οι δύστυχοι ότι ο διαχρονικός ελληνικός πολιτισμός, από τα βάθη της ιστορίας, ως τα σήμερα, είναι σύνθεση και όχι δογματική μονολιθικότητα!

      Οι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ως γνήσιοι Έλληνες (στην καταγωγή, στη σκέψη και στη νοοτροπία) και εν προκειμένω οι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, σκέφτηκαν και έπραξαν ελληνικά, εκφραζόμενοι σύμφωνα με τα πιστεύω τους ελεύθερα, απέκλεισαν κάποιες ιδέες από την επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας, οι οποίες δε συμφωνούσαν με Αυτήν. Σκέφτηκαν και έπραξαν όπως οι φημισμένοι πρόγονοί τους, οι οποίοι ήταν εκλεκτικοί, και όπως κάνουν οι Έλληνες στη διαχρονική μορφή του Ελληνισμού. Έπραξαν ό, τι έπρατταν οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί, οι οποίοι απέρριπταν ό, τι δε συμφωνούσε με τις δικές τους απόψεις. Τι το πιο φυσικό για πολιτισμένους, ορθά και ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους;

     Θλιβερή εξαίρεση στη μακραίωνη παράδοσή μας είναι οι σύγχρονοι αρχαιόπληκτοι «αρχαιολάτρες» και άλλοι θιασώτες της θολής κουλτούρας, οι οποίοι πάσχουν από ανίατο μονισμό για την αρχαία Ελλάδα. Λες και οι αρχαίοι τους «διόρισαν αγροφύλακες» στα αθάνατα διαχρονικά τους κτήματα, τα οποία είναι κτήματα όλου του πολιτισμένου κόσμου και περισσότερο ημών των απογόνων τους! Υβριστής των αρχαίων προγόνων μας δεν είναι η Εκκλησία με τον απόλυτα δικαιολογημένο εκλεκτισμό Της, αλλά πραγματικοί υβριστές είναι όσοι βρίζουν τον διαχρονικό Ελληνισμό, όσοι αρνούνται την ιστορική ενότητά του και τον περιορίζουν χρονικά κατά τη δική τους υποκειμενική εκτίμηση. Εν προκειμένω, πραγματικοί και μάλιστα άθλιοι υβριστές είναι όσοι βρίζουν, με τη γνωστή υστερία, την πίστη εκατομμυρίων νεοελλήνων, οι οποίοι σε πείσμα των υβριστών τους,βιώνουν το ελληνικό ιδεώδες ασύγκριτα γνησιότερα από εκείνους με την ορθόδοξη πίστη τους.

 Σε αντίθεση με όλους τους σύγχρονους εικονοκλάστες του πραγματικού και διαχρονικού Ελληνισμού, μηδέ των «αρχαιολατρών» εξαιρουμένων, εμείς ως ορθόδοξοι χριστιανοί, μετέχουμε της αλήθειας και ταυτόχρονα, ως έλληνες, μετέχουμε του ωραίου. Χάρη σ’ αυτές τις δύο σταθερές διαφέρουμε από όλους όσους έχουν μονοσήμαντες πίστεις και αναγάγουν τον μονισμό σε μονολιθικό δόγμα. Για τούτο έχουμε το προβάδισμα στην αληθινή πρόοδο και τον παγκόσμιο πολιτισμό και αναγκάζουμε τους άλλους να μας ακολουθούν! Ο εκλεκτισμός μας είναι το μεγάλομας μυστικό για το ότι η Εκκλησία μας θριαμβεύει εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια και  μαζί Της θριαμβεύει και το γνήσιο ελληνικό πνεύμα, το οποίο χωρίς Αυτή θα ήταν χαμένο, ίσως χωρίς ανάμνηση, κάπου στα έσχατα της αρχαιότητας, όταν ο  Χριστιανισμός βρήκε να ψυχορραγείτον Ελληνισμό και τον ανάστησε από το βέβαιο θάνατό του!

     Κατά συνέπεια θα συνεχίσουμε, ως Χριστιανοί και ως Έλληνες, την αδιαίρετη διαχρονική μας παράδοση, να είμαστε εκλεκτικοί, εφαρμόζοντας το λόγο του Μ. Βασίλειου: «Οι μέλισσες δεν πετάνε σε όλα τα λουλούδια με τον ίδιο τρόπο. Κι όπου καθίσουν, δεν κοιτάνε να τα πάρουν όλα. Παίρνουν μονάχα όσο χρειάζεται στη δουλειά τους και το υπόλοιπο το παρατούν και φεύγουν. Έτσι κι εμείς, αν είμαστε φρόνιμοι. Θα πάρουμε απ’ αυτά τα κείμενα ο, τι συγγενεύει με την αλήθεια και μας χρειάζεται και τα υπόλοιπα θα τα αφήσουμε πίσω μας» (Μ. Βασιλείου:Προςτους Νέους, όπως αν εξ ελλην­ι­κών ωφελοίντο λόγων»! Αυτός ο εκλεκτισμός μας είναι, και θα είναι, η ειδοποιός διαφορά μας με τους μονιστές και μονολιθικούς υβριστές μας,ως δήθεν υβριστές των Ελλήνων. Έχουμε ευτυχώς την ικανότητα να παίρνουμε ό, τι εκλεκτό και ωφέλιμο από το ανθρώπινο πνεύμα και να απορρίπτουμε ό, τι σαθρό και βλαβερό για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό, αδιαφορώντας για τους κακόηχους γρυλλισμούς των επικριτών μας!

 (ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ, Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος)

 

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

ΗΤΑΝ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΟ;

 



ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ
Ελληνορθόδοξη παράδοση: ρίζωμα και προοπτική

Για να αποφύγουμε τη σύγχυση την οποία προκαλεί η έλλειψη ορισμού της θεοκρατίας στους περισσότερους συγγραφείς, προτείνουμε τέσσερα κριτήρια με τα όποια μπορεί να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο βαθμός θεοκρατίας σε ένα κράτος:

1) Ταύτιση πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας στο ίδιο πρόσωπο.
2) Επιβολή θρησκευτικών κανόνων στο σύνολο της νομοθεσίας.
3) Άσκηση της δημόσιας διοίκησης από θρησκευτικούς λειτουργούς.
4) Έλεγχος της εκπαίδευσης από τη θρησκευτική ιεραρχία.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το «Βυζάντιο» δεν ικανοποιεί ούτε ένα απ' αυτά τα τέσσερα κριτήρια ενός θεοκρατικού κράτους. Ας τα δούμε με τη σειρά.

1)                  Το ότι ο «Πάπας» και ο «Καίσαρας» ήταν διαφορετικά πρόσωπα είναι φυσικά γνωστό. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχε απόλυτη εξουσία πάνω σε όλες τις λειτουργίες της δημόσιας ζωής. Με άλλα λόγια, κανένας Χομεϊνί δεν κυβέρνησε ποτέ από τον Πατριαρχικό θρόνο πάνω σε όλο το κράτος. Επιπλέον κανένας επίσκοπος δεν ηγήθηκε ποτέ οποιουδήποτε στρατιωτικού τάγματος σε πολεμικές συγκρούσεις, όπως ήταν ο κανόνας στη Δύση.

    2) Στο χώρο του Δικαίου, το «Βυζάντιο» συνέχισε τη μεγάλη Ρωμαϊκή παράδοση. Βασικός άξονας της νομοθεσίας σε όλη τη μακραίωνη ιστορία του παρέμεινε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, όπως το είχε κωδικοποιήσει ο Ιουστιανός. Σ' αυτό προστέθηκαν κατά καιρούς τροποποιήσεις τις όποιες επέβαλαν οι νέες κοινωνικές συνθήκες και η επίδραση του Χριστιανισμού. Έτσι η τελική σύνθεση ήταν μία πολύ πιο ανθρωπιστική εκδοχή του αρχαίου Ρωμαϊκού Δικαίου. Όλα αυτά πάντως άνηκαν στην κοσμική (μη εκκλησιαστική) σφαίρα του κράτους. Οι νομικές σχολές και τα δικαστήρια δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία, και οπωσδήποτε οι δικαστές δεν ήταν επίσκοποι, όπως συνέβαινε την ίδια εποχή στη Δύση. (Οι επίσκοποι μπορούσαν να είναι δικαστές σε ορισμένες περιπτώσεις, αν το ζητούσε ο κατηγορούμενος, αλλά αυτό αποτελούσε μια ανθρωπιστική παραχώρηση πού δεν αλλάζει την ουσία της κατά βάση κοσμικής δικαιοσύνης).

    3) Η αδιατάρακτη πολιτιστική συνέχεια του «Βυζαντίου» είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει πάντοτε μια μορφωμένη γραφειοκρατία πού χειριζόταν τις κρατικές υποθέσεις. Αντίθετα, στη Δύση, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο, από τον 6ο αιώνα εμφανίζεται ένα τεράστιο κενό στην Παιδεία. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα της παρακμής των γραμμάτων στη Δύση είναι ότι δεν υπάρχουν πια μορφωμένοι μη εκκλησιαστικοί άνδρες για να επανδρώσουν τις στοιχειώδεις διοικητικές ανάγκες των νέων βαρβαρικών κρατών. Έτσι, από τον 7ο αιώνα, η Δυτική Ευρώπη βασίζεται αποκλειστικά πλέον σε κληρικούς για τις διπλωματικές, διοικητικές και εκπαιδευτικές λειτουργίες της.

Ήδη στην αυλή του Καρλομάγνου (τέλη 8ου αιώνα) όλοι σχεδόν οι γνωστοί λόγιοι, με εξαίρεση τον Einhard, είναι κληρικοί (Αλκουίνος, Παύλος Διάκονος, Πέτρος Διάκονος, Paulinus, κ.λπ.). Πρόκειται για μια εξέλιξη με κολοσσιαίες συνέπειες στη δυτική Ιστορία. Όχι μόνον επειδή διατηρήθηκε επί 1.000 χρόνια και σφράγισε το χαρακτήρα της Δύσης, αλλά και επειδή προκάλεσε τελικά ένα άγριο άντικληρικαλιστικό πνεύμα το όποιο ξέσπασε στα χρόνια του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτή ή αντίδραση έχει διαμορφώσει τη σημερινή στάση του δυτικοευρωπαίου απέναντι στο Χριστιανισμό. Ο δυτικοευρωπαίος θα ήταν πολύ διαφορετικός άνθρωπος, αν δεν κουβαλούσε μέσα του αιώνες καταπίεσης από τη μονοπωλιακή θέση της Λατινικής Εκκλησίας στη δημόσια ζωή. Όλα αυτά είναι, βέβαια, εντελώς άγνωστα στους Ρωμηούς, αφού ο κοσμικός χαρακτήρας της ρωμαϊκής διοίκησης αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό του «Βυζαντίου» σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του. Γι' αυτό, άλλωστε, και άντικληρικαλιστικά μηνύματα δεν είχαν ποτέ επιτυχία στο χώρο μας[1].

        4) Σε ό,τι άφορα την εκπαίδευση μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τύπους σχολείων στο «Βυζάντιο»: τα δημόσια, τα ιδιωτικά και τα μοναστηριακά. Στα τελευταία επιτρεπόταν να φοιτούν μόνον παιδιά πού είχαν αφιερωθεί στο μοναχισμό. Μάλιστα, ή Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας (το 451) απαγόρευσε ρητά τη φοίτηση λαϊκών σ' αυτά τα σχολεία, και, απ' ό,τι φαίνεται, αυτός ο κανόνας εφαρμοζόταν χωρίς εξαίρεση[2]. Η πλειοψηφία λοιπόν των προγόνων μας της Ρωμανίας μορφωνόταν σε κοσμικά σχολεία σε αντίθεση με το τι συνέβαινε στη Δύση την ίδια εποχή. Όπως είναι γνωστό, στη Δύση, για πολλούς αιώνες, η πλήρης κατάρρευση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού είχε ως συνέπεια την ανάδειξη της Εκκλησίας σε αποκλειστικό φορέα της Εκπαίδευσης. Η μόνη μόρφωση πού μπορούσε να πάρει κανείς ήταν αύτη την οποία παρείχαν τα μοναστήρια.

     Αντίθετα, στο «Βυζάντιο» ή εκπαίδευση ήταν κυρίως προσκολλημένη στην κλασική παράδοση. Υποχρεωτικό ανάγνωσμα, μαζί με την Αγία Γραφή, ήταν ο Όμηρος, τον όποιον όλοι οι μαθητές μάθαιναν απέξω και τον εξηγούσαν λέξη προς λέξη[3]. Ό Ψελλός καυχιέται ότι από πολύ μικρός ήξερε ολόκληρη την Ιλιάδα απέξω[4]. Ή Άννα Κομνηνή αναφέρει εξηνταέξι φορές στίχους του Όμηρου στην «Αλεξιάδα» της, συχνά μάλιστα χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει τη διευκρίνηση «το ομηρικόν εκείνο...»[5]. Για να αντιληφθούμε το πολιτιστικό χάσμα πού χώριζε Ρωμαίους και Δυτικούς, αρκεί να θυμίσουμε ότι η Δύση πρωτογνώρισε τον Όμηρο μόλις τον 14ο αιώνα, όταν υστέρα από παραγγελία του Πετράρχη και του Βοκκάκιου, ένας Ρωμηός της Ν. Ιταλίας, ο Πιλάτος, μετέφρασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στα λατινικά[6].

Πανεπιστήμιο Μαγναύρας

Ο κοσμικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης καθ' όλη τη χιλιόχρονη ιστορία της αυτοκρατορίας τονίζεται και από το γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ήταν ένα κρατικό ίδρυμα πού δε βρισκόταν ποτέ υπό τον έλεγχο της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την ιδρυτική πράξη του (επί Θεοδοσίου Β', το 425),οι καθηγητές πληρώνονταν από το κράτος και μάλιστα απαλλάσσονταν από τους φόρους[7]. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρόγραμμα του Πανεπιστημίου δεν υπήρχε καν το μάθημα της Θεολογίας(!), αφού σκοπός της κρατικής εκπαίδευσης ήταν η μόρφωση κρατικών στελεχών και αξιωματούχων[8]

Όπως αναφέραμε και στην αρχή αυτής της ενότητας, το ζήτημα της θεοκρατίας στο «Βυζάντιο» είναι τεράστιο και δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ. Από τα λίγα πού εκτέθηκαν παραπάνω, ωστόσο, πρέπει να έγινε φανερό ότι ή μορφή της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν αρκετά διαφορετική από αυτήν την οποία μας παρουσιάζουν διάφορες λαϊκιστικές απλοϊκές απόψεις. Με κίνδυνο να γίνουμε κουραστικοί θα ξαναπούμε ότι, δυστυχώς, πέφτουμε συχνά στο λάθος να ταυτίζουμε το σκοταδιστικό θεοκρατικό δυτικό μεσαίωνα με την αντίστοιχη εποχή του «Βυζαντίου».

Όπως είδαμε, όμως, οι διαφορές ήταν τεράστιες και πολύ ουσιαστικές. Η αμορφωσιά, η ανελευθερία, η θρησκευτική καταπίεση πού έφτασε ως την Ιερή Εξέταση, οι στρατοκράτες επίσκοποι πού οδηγούσαν τάγματα μοναχών σε μάχες, όλα αυτά είναι άγνωστα στον τόπο μας και στον πολιτισμό μας. Έτσι εξηγείται, κατά ένα μέρος, και η πεισματική αντίσταση των Ρωμηών στις προσπάθειες εκδυτικισμού τους την οποία παρατηρούμε από το 1204 μέχρι σήμερα.
Υπάρχουν και άλλες όψεις του πολιτιστικού χάσματος ανάμεσα σε Ρωμηούς και Δυτικούς προς εξέταση κατά το μεσαίωνα, εποχή η οποία συχνά αποκαλείται «σκοτεινή» για όλη την Ευρώπη. Όπως θα διαπιστώσουμε, αν με τον όρο «Ευρώπη» εννοούμε μόνο τη δυτική, τότε ο χαρακτηρισμός «σκοτεινή» είναι απόλυτα σωστός. Αν όμως περιλαμβάνουμε και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το «Βυζάντιο», τότε πέφτουμε οι ίδιοι θύματα του σκοταδιστικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού της Δύσης.

 

Μαθητές και Φιλόσοφοι


Υποσημειώσεις
1) Είναι αξιοπρόσεκτο ότι τα δύο μοναδικά αντικληρικαλιστικά ρεύματα πού εμφανίστηκαν στην Ελλάδα είναι απλές «μεταφράσεις» δυτικών ρευμάτων, χωρίς καμιά επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Το ένα είναι ο φιλελεύθερος διαφωτισμός όπως εκφράστηκε, για παράδειγμα, από τον ανώνυμο συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» και το άλλο ο μαρξισμός. Ο πρώτος είναι τόσο ξεκομμένος από την ελληνική πραγματικότητα ώστε να μιλάει για «τάγματα» ιερέων και αρχιμανδριτών, θεσμό άγνωστο στον τόπο μας (αλλά πολύ διαδεδομένο στη Δύση...). Ο κορυφαίος ερευνητής (και ενθουσιώδης υπέρμαχος) του νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Κ. Θ. Δημαράς, δέχεται ότι «πρέπει να μην αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να πρόκειται για συγγραφέα στερημένο από ελληνική σχολική εκπαίδευση» (βλ. Κ. Θ. Δημαράς, 1977,σ. 48). Από την άλλη, ο μαρξισμός, με τα δύσκαμπτα ιδεολογικά σχήματα πού βασίζονταν αποκλειστικά στη δυτική εμπειρία, προσπάθησε να ξεπεράσει τις συνεχείς «δυσκολίες» πού συναντούσε στην ερμηνεία της ελληνικής κοινωνίας καταφεύγοντας στην «ιδεολογική σύγχυση της ελληνικής άρχουσας τάξης» ή στην «εσφαλμένη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης». Θα χρειαζόταν ασφαλώς μια πληρέστερη μελέτη σχετικά με την παντελή άγνοια της ελληνικής Ιδιαιτερότητας από αυτά τα δυο ρεύματα.
2 Βλ. Buckler,σ. 309.


3 οπ. παρ., σ. 295.

4 Βλ.Ράνσιμαν (1979),σ. 250.

5 οπ. παρ., σ. 250.

6 Βλ. Γιαννακόπουλος (1966),σ. 54.

7 Βλ. Buckler (1986),σ. 310.

8 Βλ. Lemerle (1983), σ. 89-90.



ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ

Πηγή: Ελληνορθόδοξη παράδοση: ρίζωμα και προοπτική