Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΕ ΚΑΒΑΛΑ- ΞΑΝΘΗ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ Κ.Υ. ΧΑΛΑΝΔΡΙΤΣΗΣ


         Ο Σύλλογος Προστασίας Υγείας και Περιβάλλοντος της περιοχής του Κέντρου Υγείας Χαλανδρίτσης, από 1 έως 3 Φεβρουαρίου 2019 πραγματοποίησε όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή,  την χειμερινή του εξόρμηση, η οποία για μια ακόμη φορά στέφθηκε από επιτυχία, αφού πραγματώθηκαν οι σκοποί για τους οποίους έγινε.
Σκοπός της εκδρομής ήταν οι 100 περίπου εκδρομείς, μέλη και φίλοι του Συλλόγου, να ζήσουν από κοινού για ένα τριήμερο, να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να επισκεφθούν αξιόλογα μέρη θρησκευτικού, κοινωνικού, πολιτιστικού και οικολογικού ενδιαφέροντος και να ανταλλάξουν απόψεις επί πολλών θεμάτων που απασχολούν την καθημερινή μας ζωή.  
Το πρόγραμμα περιλάμβανε επίσκεψη στο Χιονοδρομικό του Μετσόβου, προσκύνημα στην ιστορική μονή Εικοσιφοίνισσας, Καβάλα, όπου και η διανυκτέρευση, η Νέα Καρβάλη με το Ναό του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, η πόλη της Ξάνθης, ο αρχαιολογικός χώρος και το μουσείο των Αβδήρων, το μουσείο και ο αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων και το Βαπτιστήριο της Αγίας Λυδίας στους Φιλίππουςκ.λ.π..   
Πρώτη στάση το Χιονοδρομικό του Μετσόβου: 

Το Μέτσοβο είναι μία όμορφη ορεινή κωμόπολη της Ηπείρου, που απέχει 52 χλμ από την Ιωάννινα. Χτισμένο αμφιθεατρικά σε μία από τις βουνοκορφές της Πίνδου, σε υψόμετρο 1.100-1.300 μ., το Μέτσοβο έχει εξελιχθεί σε ένα κοσμοπολίτικο τουριστικό θέρετρο, κυρίως τους χειμερινούς μήνες.
Για την προέλευση του ονόματος υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη υποστηρίζει ότι το μέτσοβο είναι σλαβική λέξη και σημαίνει το χωριό των αρκούδων. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, η ονομασία οφείλεται στη συνένωση των λέξεων μέσο+βούνι, εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης ανάμεσα σε δύο βουνά.
Το Μέτσοβο αποτελεί έναν από τους γραφικότερους οικισμούς της Ελλάδας. Χτισμένο μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο, μαγεύει τους επισκέπτες με το φυσικό του πλούτο, την άγρια ομορφιά και την εναλλαγή του τοπίου, κάθε εποχή του χρόνου. Από τα βουνά που περικλείουν το Μέτσοβο πηγάζουν μερικά από τα μεγαλύτερα ποτάμια της χώρας, όπως ο Αώος, ο Άραχθος και ο Πηνειός.
Το Μέτσοβο είναι η γενέτειρα σπουδαίων Ελλήνων και μεγάλων εθνικών ευεργετών, όπως ο Γεώργιος Αβέρωφ, ο Νικόλαος Στουρνάρης, η Ελένη Τοσίτσα και ο Μιχαήλ Τοσίτσας. Τα πρόσωπα αυτά συνέβαλαν στην ίδρυση του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Το Μέτσοβο διατηρεί μέχρι σήμερα τον παραδοσιακό του χαρακτήρα, παρά την αλματώδη αύξηση του τουρισμού τα τελευταία χρόνια. Η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική των οικισμών, τα πετρόχτιστα αρχοντικά, τα πλακόστρωτα καλντερίμια, οι είκοσι παραδοσιακές βρύσες, τα γραφικά μοναστήρια, η βλάχικη διάλεκτος, η ντόπια παραδοσιακή κουζίνα και η τήρηση των εθίμων, συμβάλλουν στη διατήρηση της παράδοσης και της πλούσιας ιστορίας της περιοχής.

Επόμενος σταθμός η Ιερά  Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας:  




Η ιερά Μονή της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας είναι η δεύτερη σημαντικότερη μονή της Μακεδονίας που ακόμα και σήμερα πλήθος πιστών συρρέουν στη Μονή για να προσκυνήσουν τη χάρη της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας και να ασπαστούν την αχειροποίητο εικόνα της. Η ιερά Μονή βρίσκεται στο δρόμο εθνικής οδού Καβάλας – Σερρών (στα όρια των δυο Νομών), στη βόρεια πλευρά του Παγγαίου, αμέσως μετά τον οικισμό Κορμίστα, σε μια κατάφυτη τοποθεσία, σε υψόμετρο 743 μ. Σήμερα στη Μονή ζουν 25 μοναχές με ηγουμένη την Αλεξία μοναχή. Το μοναστήρι είναι Σταυροπηγιακή Μονή, δηλαδή ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (διοικητικώς) και στην Ιερά Μητρόπολη Δράμας (εκκλησιαστικώς).
§  Ο κτήτωρ της Μονής, άγιος Γερμανός, βρισκόταν σε ένα μέρος, μια μικρή όαση έξω από την ι. Μονή του Τιμίου Προδρόμου στους Αγίους Τόπους, όπου είχε είκοσι (20) φοίνικες, εκεί έλαβε εντολή από τον άγγελο της Θεοτόκου για την ανέγερση της Μονής και σε ανάμνηση της τοποθεσίας την ονόμασε «Παναγία η Εικοσιφοίνισσα».
§  Ο γνωστός στιχουργός του 18ου αιώνα Καισάριος Δαπόντες την ονομάζει «Κοσσσυφινίτσα», γιατί κατά την παράδοση, ένας κόσσυφος (κοτσύφι) οδήγησε τον άγιο Γερμανό στο σημείο όπου αναβλύζει το Αγίασμα μέχρι και σήμερα κάτω από το παρεκκλήσιο της Αγ. Βαρβάρας.
§  Ο ηγούμενος της Μονής  Χρύσανθος το (1782) αναφέρει ότι ενώ ο άγιος Γερμανός, μετά την ανέγερση του μοναστηριού, αναζητούσε κατάλληλη σανίδα για να γίνει η εικόνα της Θεοτόκου. Εκείνη με θαυματουργικό τρόπο του πρόσφερε την μέχρι και σήμερα σωζόμενη εικόνα Της, που άστραφτε κι εξέπεμπε «φοινικούν», δηλαδή κοκκινωπό, φως. Απ’ αυτό επικράτησε ο όρος «Εικοσιφοίνισσα» (εικών φοίνισσα – Εικοσιφίνισσα).
Ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα και κατά την Τουρκοκρατία, η συμβολή της Μονής στη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού υπήρξε ανεκτίμητη, ενώ κατά την ιστορική της διαδρομή καταστράφηκε πολλές φορές από Τούρκους και Βούλγαρους επιδρομείς. Κατά την εποχή της Επανάστασης του 1821, η Μονή είχε γίνει πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Η Μονή του Παγγαίου προετοίμασε την εθνική εξέγερση κατά των Τούρκων. Εδώ είχε το αρχηγείο του ο μεγάλος αγωνιστής Νίκος Τσάρας και εδώ ήρθε  από τις Σέρρες ο Εμμανουήλ Παπάς, όρκισε τους οπλίτες του και κήρυξε την Επανάσταση.
Μέχρι το 1843 λειτουργούσε εκεί σχολή, ονομαζόμενη ‘Των Κοινών Γραμμάτων ή Ελληνική Σχολή, για την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου της περιοχής, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα και για λίγες δεκαετίες λειτούργησε και Γεωργική Σχολή με 3 γεωπόνους. Αξιόλογη υπήρξε και η βιβλιοθήκη της. Πρίν την διαρπαγή της από τούς Βουλγάρους (1917) περιλάμβανε 1300 τόμους βιβλίων από τους οποίους οι 430 χειρόγραφοι κώδικες, ήταν μεγάλης αξίας.Τη Μεγάλη Δευτέρα, 27Μαρτίου 1917, ο Βούλγαρος  αρχικομιτατζής  Πανίτσας, άρπαξε τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφερε στη Βουλγαρία, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας.
 Τον Ιούνιο του ιδίου έτους Βούλγαροι στρατιώτες ανάγκασαν τους μοναχούς να εγκαταλείψουν το Μοναστήρι. Η Εικοσιφοίνισσα αφέθηκε έρημη. Η Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης άρχισε να επαναλειτουργεί το 1965 από γυναικείο τάγμα αυτή τη φορά και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου στη μνήμη της Παναγίας της Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου στη μνήμη του τιμίου Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η πραγματική ανοικοδόμηση της Μονής έγινε από τον κυρό Μητροπολίτη Διονύσιο Κυράτσο εκείνη τη περίοδο, γι’ αυτό και θεωρείται από πολλούς ο τρίτος κτήτωρ της Ι. Μονής.


Η παράδοση αναφέρει ότι είναι μια από τις εικόνες του Αποστόλου Λουκά, αν και εικόνα του Αποστόλου, η αποτύπωση πάνω στο ξύλο έγινε με θαυμαστό τρόπο από την ίδια την Θεοτόκο. Ο Απόστολος Λουκάς τη στιγμή που αγιογραφούσε το πρόσωπο της Θεοτόκου διακρίνει μια σχισμή στο ξύλο και για να μη στενοχωρηθεί, η Παναγία εμφανίζεται με το Θείο Βρέφος αγκαλιά πάνω στο ξύλο, γι’ αυτό στην εικόνα διακρίνεται η σχισμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Η Αχειροποίητος Εικόνα της Παναγίας Εικοσιφοινίσσης κατά περιόδους έκανε και κάνει θαύματα. Γνωστό έμεινε το θαύμα της μπότας και του πιστολιού. Κατά την περίοδο εκείνη των επιθέσεων και διαρπαγών των Βουλγάρων, ένας αξιωματικός τους επιχείρησε να συλήσει την Εικόνα της Παναγίας, αλλά τινάχθηκε πίσω και εξέπνευσε, ενώ η μπότα και το πιστόλι του αποτυπώθηκαν στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου, για να ενθυμίζουν πάντοτε το θαύμα. Ακόμα και σήμερα στο μαρμάρινο δάπεδο του Ναού φαίνονται αυτά τα σημεία.

Η  ΚΑΒΑΛΑ

Περιγραφή: Η Καβάλα βρίσκεται στην βορειοανατολική Ελλάδα στο ανατολικότερο άκρο του γεωγραφικού διαμερίσματος της Μακεδονίας. Χτισμένη στους πρόποδες του όρους "Σύμβολο" είναι η πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και η στρατηγικής σημασίας θέση της την έχει αναγάγει στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη και στο δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Μακεδονίας. Ο συνολικός πληθυσμός της ανέρχεται περίπου σε 65.000 κατοίκους και δε θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι σε συνδυασμό με τις γειτονικές κωμοπόλεις και χωριά δημιουργεί ένα μητροπολιτικό ιστό με αρκετά σημαντική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή. Αναφορές για την ύπαρξη της Καβάλας έχουμε από τους προϊστορικούς χρόνους μέσω ανασκαφικών ευρημάτων και πλήθους ομηρικών αφηγήσεων. Επίσης ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι η Καβάλα ήταν διακεκριμένο μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας ενώ είναι γνωστή για τη φιλοξενία των ρωμαϊκών στρατευμάτων που συμμετείχαν στη μάχη των Φιλίππων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Καβάλα ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη που δέχτηκε τον χριστιανισμό (μέσω του Αποστόλου Παύλου) και κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της διατέλεσε υπό την κατοχή διαφορετικών πολιτισμών (βυζαντινοί, Τούρκοι) που ο καθένας άφησε το στίγμα του μέσα από μεγαλοπρεπή έργα και μνημεία. Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει η νεότερη ιστορία της πόλης, η οποία γίνεται γνωστή για βιοτεχνικές και βιομηχανικές δραστηριότητες όπως η καπνεργασία και η εξόρυξη πετρελαίου. Στις μέρες μας η Καβάλα εκτός του ότι αποτελεί σύγχρονο εμπορικό και επιχειρηματικό κέντρο είναι αγαπημένος τόπος προορισμού εγχώριου και μη τουρισμού που ελκύεται από το γραφικό τοπίο της πόλης, τις ιδιαίτερες γεύσεις της και τις πασίγνωστες πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα σε ετήσια βάση. Η πόλη απέχει 165 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη και 680 χιλιόμετρα από την Αθήνα, ενώ μπορείτε να την προσεγγίσετε μέσω τού αεροδρομίου που διαθέτει, μέσω του σύγχρονου οδικού άξονα της Εγνατίας, αλλά και ακτοπλοϊκώς αφού διαθέτει σύνδεση με τον Πειραιά και διάφορα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Σας προτείνουμε λοιπόν ανεπιφύλακτα μία επίσκεψη σ' αυτή την όμορφη πόλη της βορείου Ελλάδος με τη μοναδική αρχιτεκτονική διαρρύθμιση.
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ:


Είναι σίγουρα ένα από τα μνημεία που χωρίς ενδοιασμό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σήμα κατατεθέν της πόλης. Η ακρόπολη του Κάστρου μήκους 65 μέτρων είναι βυζαντινό κτίσμα του οποίου η κατασκευή τοποθετείται στα 1425. Ένα σύμπλεγμα πύργων προμαχώνων και ισχυρών τειχών μπορούσε να εγγυηθεί την αποτελεσματική άμυνα της πόλης που ανέκαθεν είχε να αντιμετωπίσει πλήθος εξωτερικών εχθρών λόγω της στρατηγικής σημασίας της γεωγραφικής της σχέσης. Μετά την άλωση, τον εποικισμό και ουσιαστικά την ίδρυση της νέας πόλης ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής μαζί με τον Βεζύρη Ιμπραήμ ενδυναμώνουν το τείχος και το επεκτείνουν με αποτέλεσμα να συμπεριλαμβάνει όλες τις κατοικίες. Χτίζουν το υδραγωγείο της πόλης (Καμάρες) και μετατρέπουν με λίγα λόγια την Καβάλα σε ένα σχεδόν απόρθητο και πλήρως εξοπλισμένο μεσαιωνικό κάστρο. Παρότι με το πέρασμα των αιώνων τα κτίσματα του κάστρου δέχτηκαν σειρά βομβαρδισμών και λεηλασιών ορισμένα τμήματα διατηρούνται μέχρι σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση. Μάλιστα κάποιες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις φιλοξενούνται εδώ. Τελειώνοντας αξίζει να σημειωθεί ότι το κάστρο μαζί με τις Καμάρες είναι οι δύο γνωστότερες και πιο φωτογραφημένες εικόνες της πόλης της Καβάλας.
Το υδραγωγείο της Καβάλας
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ:

Είναι σίγουρα ένα από τα μνημεία που χωρίς ενδοιασμό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σήμα κατατεθέν της πόλης. Η ακρόπολη του Κάστρου μήκους 65 μέτρων είναι βυζαντινό κτίσμα του οποίου η κατασκευή τοποθετείται στα 1425.
 Ένα σύμπλεγμα πύργων προμαχώνων και ισχυρών τειχών μπορούσε να εγγυηθεί την αποτελεσματική άμυνα της πόλης που ανέκαθεν είχε να αντιμετωπίσει πλήθος εξωτερικών εχθρών λόγω της στρατηγικής σημασίας της γεωγραφικής της σχέσης. Μετά την άλωση, τον εποικισμό και ουσιαστικά την ίδρυση της νέας πόλης ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής μαζί με τον Βεζύρη Ιμπραήμ ενδυναμώνουν το τείχος και το επεκτείνουν με αποτέλεσμα να συμπεριλαμβάνει όλες τις κατοικίες. Χτίζουν το υδραγωγείο της πόλης (Καμάρες) και μετατρέπουν με λίγα λόγια την Καβάλα σε ένα σχεδόν απόρθητο και πλήρως εξοπλισμένο μεσαιωνικό κάστρο. Παρότι με το πέρασμα των αιώνων τα κτίσματα του κάστρου δέχτηκαν σειρά βομβαρδισμών και λεηλασιών ορισμένα τμήματα διατηρούνται μέχρι σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση. Μάλιστα κάποιες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις φιλοξενούνται εδώ. Τελειώνοντας αξίζει να σημειωθεί ότι το κάστρο μαζί με τις Καμάρες είναι οι δύο γνωστότερες και πιο φωτογραφημένες εικόνες της πόλης της Καβάλας.

Η  ΝΕΑ  ΚΑΡΒΑΛΗ    2.225 ΚΆΤΟΙΚΟΙ
Αποτελεί συνέχεια της παλαιάς Καππαδοκικής Καρβάλης (Γκέλβερι-σήμερα Γκιουζελιούρτ/Güzelyurt, βλ. Επαρχία Ακσαράι και σέρνει πίσω της μακραίωνη ιστορία. Αρχικά, οι κάτοικοί της έμειναν κάτω από αντίξοες συνθήκες σε σκηνές βόρεια του οικισμού στην περιοχή Τσινάρ Ντερέ (Λεύκη) ερχόμενοι από την Καππαδοκία τον Αύγουστο του 1924. Στη σημερινή Νέα Καρβάλη μετεγκαταστάθηκαν περίπου 2 χρόνια αργότερα. Οι πρόσφυγες έφεραν από την Παλιά Καρβάλη το Ιερό Σκήνωμα του  Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και έκτισαν τον ομώνυμο Ναό. Η λαμπρή της πορεία σημαδεύτηκε καθοριστικά από την παρουσία του Αγίου τέκνου της, Γρηγορίου του Θεολόγου, ενός από τους μεγαλύτερους της Εκκλησίας  μας.

Η  επέτειος της Μνήμης του Μεγάλου Πατρός και Ιεράρχου της Εκκλησίας, Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, αποτελεί κάθε χρόνο ένα ξεχωριστό γεγονός για τους Χριστιανούς της Καβάλας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Ευλαβείς προσκυνητές έρχονται από κάθε μέρος στο δικό τους Άγιο, αντιμετωπίζοντας πολλές φορές δύσκολες καιρικές συνθήκες και διανύοντας μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις, ώστε να βρεθούν στο Ιερό Προσκύνημα της Νέας Καρβάλης. Εκεί φυλάσσονται ως ανεκτίμητος θησαυρός τα Λείψανα του Αγίου Γρηγορίου, τα οποία μετέφεραν με ευλάβεια οι μαρτυρικά ξεριζωμένοι πρόγονοί μας από το Γκέλβερι της Μ. Ασίας.


Το σκήνωμα του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου

Η  ΞΑΝΘΗ  
      Για το όνομα της πόλης υπάρχουν δύο απόψεις: Η πρώτη, πως Ξάνθη ονομαζόταν μία από τις κόρες του Ωκεανού και της Τηθύας και η δεύτερη, πως προέρχεται από μια αμαζόνα που είχε το όνομα Ξάνθη και βασίλευε τότε στην περιοχή. Ιστορικά, η περιοχή κατοικείται από τους νεολιθικούς χρόνους,  όπως μαρτυρούν και τα αρχαιολογικά ευρήματα που αποκαλύφθηκαν στην πεδιάδα της Ξάνθης. Από τον 11ο π.Χ. αιώνα άρχισε η εγκατάσταση των θρακικών φυλών.
             Από τον 7ο αι. π.Χ., που ιδρύεται η αποικία των Αβδήρων, ως το 330 μ.Χ., που αρχίζει η Βυζ. Περίοδος, έχουμε τη διαμόρφωση νέας κατάστασης ακμής. Σημαντικό ρόλο παίζουν τα Άβδηρα και άλλες αποικίες που διευκολύνουν τη διείσδυση του Ελληνικού πολιτισμού και τον εξελληνισμό των Θρακών. Τον 8ο μ.Χ. η πόλη καταστράφηκε, άγνωστο αν αυτό συνέβη από σεισμό ή βαραβαρικές επιδρομές, όμως ξανακτίσθηκε. 
Η πόλη Ξάνθεια, που ταυτίζεται πιθανώς με τη σημερινή Ξάνθη, μνημονεύεται τον 1ο π.Χ. αιώνα από τον Στράβωνα«Μετά δε την ανά μέσον λίμνην (Βιστονίδα) Ξάνθεια, Μαρώνεια και Ίσμαρος...». Επειδή η πόλη δεν αναφέρεται από άλλη μεταγενέστερη αρχαία πηγή, εικάζεται ότι ίσως να μην κατάφερε να επιβιώσει στα ρωμαϊκά χρόνια και εγκαταλείφτηκε από τους κατοίκους της. Ωστόσο, φαίνεται πως ξανακατοικήθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα, όταν οι συχνές βαρβαρικές επιδρομές εξανάγκασαν τους πληθυσμούς να μετακινηθούν, για μεγαλύτερη ασφάλεια, προς τα ορεινή μέρη.[4]
Ως Ξάνθεια μαρτυρείται και το 879 μ.Χ. όταν ο επίσκοπός της Γεώργιος, αναφέρεται να συμμετέχει στην Δ΄ Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (εν Αγία Σοφία).
Η πόλη αποτέλεσε σταθμό της εκστρατείας του Ανδρόνικου Γ΄ του Παλαιολόγου το 1327 κατά τον εμφύλιο πόλεμο που επικρατούσε εκείνη την εποχή.

Νεότερα χρόνια:  
Η Ξάνθη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1375. Στο τέλος του 14ου αι. αρχίζει ο εποικισμός της περιοχής με μουσουλμάνους και ο εξισλαμισμός των ορεινών περιοχών του νομού.
Κατά την Επανάσταση του 1821  οι Ξανθιώτες συμμετείχαν στων αγώνα για την ανεξαρτησία με κυριότερο οπλαρχηγό τον καπετάν Γεώργιο Δημητρίου.
Τοπική αρχιτεκτονική στη παλιά πόλη: Η ανάπτυξη της περιοχής αρχίζει με την καλλιέργεια του καπνού τον 17ο αι., ενώ τον επόμενο αιώνα η Γενισέα και η Ξάνθη γίνονται γνωστές παγκοσμίως λόγω του καπνού. Η άνθηση της πόλης επήλθε τον 18ο με 19ο αιώνα, οπότε και η πόλη έγινε γνωστή για τον καπνό της. Την αποκαλούσαν και Μικρό Παρίσι, εξαιτίας του πλούτου που είχε εκείνη την εποχή. Την οικονομική άνθηση της πόλης σταμάτησαν η ελληνική επανάσταση, κατά την οποία πολλοί Ξανθιώτες συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν (μεταξύ των οποίων και ο τότε μητροπολίτης Σεραφείμ) και οι δυο αλλεπάλληλοι σεισμοί το 1829 (Μάρτιο και Απρίλιο) που ισοπέδωσαν την πόλη και τα χωριά της περιοχής. Η πρώτη φάση οικοδόμησης της σημερινής Παλιάς Πόλης, διατηρώντας μεγάλο μέρος του παλαιότερου πολεοδομικού ιστού, εκτιμάται ότι έγινε μεταξύ 1830 - 1845 με οικοδόμους από την Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο. Μετά την καταστροφή της Γενισέας το 1870 ξεκινά η δεύτερη φάση οικοδόμησης της πόλης. Η πόλη έγινε το διοικητικό κέντρο της περιοχής ενώ το 1891 ολοκληρώθηκε η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης - Κωνσταντινούπολης. Την περίοδο 1870 - 1910 στην πόλη αναπτύχθηκε έντονη οικονομική δραστηριότητα και καταγράφεται οικονομική άνθηση.
Ο Κουρέας που έσφαξαν οι Κομητατζήδες
γιατί δεν πρόδωσε τους συντρόφους του

Βαλκανικοί Πόλεμοι και Απελευθέρωση
Κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, η Ξάνθη καταλαμβάνεται από τις βουλγαρικές συμμαχικές δυνάμεις στις 8 Νοεμβρίου 1912 και ελευθερώνεται από τους Τούρκους. Τα βουλγαρικά στρατεύματα όμως, γρήγορα θα μετατραπούν σε στρατεύματα κατοχής και θα ξεκινήσει για την Ξάνθη η πρώτη βουλγαρική κατοχή. Οι Βούλγαροι καταστρέφουν ναούς, σχολεία και σπίτια. Λεηλατούν τα μοναστήρια αρπάζοντας τα ιερά κειμήλια και τους κώδικες και τα μεταφέρουν στη Σόφια, όπου βρίσκονται μέχρι και σήμερα. Στους 8 μήνες Βουλγαροκρατίας φονεύονται πολλοί κάτοικοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο κουρέας Ιωάννης Ευστρατίου (Αντίκας), ο οποίος συνελήφθη από τους Βούλγαρους, φυλακίστηκε και βασανίστηκε μέχρι θανάτου γιατί δεν αποκάλυψε τους συμπατριώτες του.
Κατά τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, στις 13 Ιουλίου 1913, η Ξάνθη απελευθερώνεται για πρώτη φορά από τον ελληνικό στρατό. Ωστόσο η απελευθέρωση θα κρατήσει μόλις 15 ημέρες, αφού με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου που υπεγράφη την ίδια χρονιά, όλη η Θράκη αποδίδεται στη Βουλγαρία. Η Δεύτερη Βουλγαρική Κατοχή αποδείχτηκε ιδιαίτερα οδυνηρή. Πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και μετακινήθηκαν σε περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας. Όσοι αντιστεκόταν, φυλακίζονταν και η περιουσία τους δημευόταν, ενώ πολλοί εξορίστηκαν στη Βουλγαρία. Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια από τη Μονή Παναγίας Καλαμούς και τη Μονή Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης.
Η οριστική απελευθέρωση από τους Βούλγαρους έλαβε χώρα το πρωινό της 4ης Οκτωβρίου 1919 όταν, μετά την ήττα των Γερμανών και των συμμάχων τους, ο ελληνικός στρατός με τον Στρατηγό Γεώργιο Λεοναρδόπουλο και την 9η Μεραρχία μπαίνει στην Ξάνθη και την απελευθερώνει. Επικεφαλής των στρατευμάτων ήταν ο Ξανθιώτης Ανθυπολοχαγός Μηχανικού, Γαβριήλ Λαδάς.[13] Η Ξάνθη, έπειτα από 544 χρόνια τουρκικού ζυγού και βουλγαρικής κατοχής ήταν πάλι ελεύθερη και ελληνική.
Ως το Μάιο του 1920, στην Ξάνθη και στη Θράκη έχουμε μια περίοδο διασυμμαχικής κατοχής υπό γαλλική διοίκηση με την παρουσία της ελληνικής μεραρχίας που εγγυόταν την ασφάλεια του πληθυσμού. Παράλληλα ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Χαρίσιος Βαμβακάςστο διπλωματικό πεδίο δίνουν σκληρούς αγώνες, ώσπου να κατακυρωθεί η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Η πλήρης ενσωμάτωση της Ξάνθης και όλης της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα επήλθε με τη Συνθήκη των Σεβρών, στις 28 Ιουλίου 1920. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, ο πληθυσμός ενισχύεται με πρόσφυγες από τον Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και τη Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη).
Στην πλατεία της Ξάνθης 

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και Κατοχή
Στις παραμονές του Β' Παγκόσμιου Πολέμου η Ξάνθη είχε 32.000 κατοίκους και ήταν έβδομη σε πλούτο στην Ελλάδα. Η προοδευτική της πορεία διακόπτεται με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 και με τον πόλεμο. Οι κάτοικοι της περιοχής, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, αντιστάθηκαν ηρωικά στους Γερμανούς εισβολείς στα οχυρά του Εχίνου. Οι Γερμανοί εισήλθαν στην πόλη της Ξάνθης στις 8 Απριλίου 1941 και παρέμειναν έως τις 20 Απριλίου οπότε και την παρέδωσαν στους Βούλγαρους. Η τρίτη βουλγαρική κατοχή αποδείχτηκε κατά πολύ σκληρότερη αυτής των Γερμανών. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν βίαια τα δημόσια κτήρια, εκδίωξαν όλους τους Έλληνες υπαλλήλους και ανέλαβαν τη διοίκηση. Οι Μητροπολίτες ειδοποιήθηκαν να διατάξουν την άμεση εξάλειψη των ελληνικών επιγραφών από τους ναούς και να μνημονεύουν στο εξής στις θείες λειτουργίες τον Βασιλιά Βόρις και τον Βούλγαρο Έξαρχο ενώ υποχρέωναν τους κατοίκους να συμμετέχουν σε κάθε εθνική, θρησκευτική και βασιλική βουλγάρικη γιορτή και επέτειο. Ταυτόχρονα τέθηκε σε εφαρμογή το συστηματικό σχέδιο βουλγαροποίησης του πληθυσμού και της περιοχής:
·        Επιβλήθηκε η χρησιμοποίηση της βουλγαρικής γλώσσας στις επιγραφές των καταστημάτων.
·        Καθορίστηκε ως μοναδική γλώσσα συνεννοήσεως με τις αρχές η βουλγαρική. Όσοι τολμούσαν να μιλήσουν ελληνικά τους επεβάλλετο πρόστιμο ή ξυλοκοπούνταν.
·        Έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία, στη θέση των οποίων θα λειτουργούσαν βουλγαρικά.
·        Δόθηκε διαταγή να εφοδιαστούν όλα τα καταστήματα και τα σπίτια με βουλγαρικές σημαίες.
·        Οι ελληνικές ονομασίες πόλεων, χωριών και οδών αντικαταστάθηκαν με βουλγαρικές. Τα περισσότερα ηρώα και μνημεία καταστράφηκαν, ενώ στα υπόλοιπα σβήστηκαν οι ελληνικές επιγραφές.[14]
Ανάλογη ήταν και η μοίρα της εβραϊκής κοινότητας της Ξάνθης. Από το 1941 οι Εβραίοι υποχρεώθηκαν να φέρουν το διακριτικό σήμα της θρησκείας τους - το κίτρινο αστέρι του Δαβίδ - ενώ τους απαγόρευσαν να είναι έμποροι και βιομήχανοι. Τα μεσάνυκτα της 4ης Μαρτίου 1944, οι Βούλγαροι συνέλαβαν τους 550 Εβραίους της πόλης και τους συγκέντρωσαν σε μία καπναποθήκη της οδού Σαλαμίνος. Μόνο 6 μπόρεσαν να διαφύγουν. Στις 18 και 19 Μαρτίου 1944, άρχισε η μεταφορά τους μέσω Βουλγαρίας, προς τα στρατόπεδα των Ναζί όπου όλοι βρήκαν τραγικό θάνατο στα κρεματόρια. Οι Βούλγαροι επιδόθηκαν σε λεηλασία των εβραϊκών σπιτιών και καταστημάτων ενώ καταπάτησαν αντίστοιχες ιδιοκτησίες. Η καταστροφή της εβραϊκής κοινότητας ήταν ολοκληρωτική αφού κανένας δεν επέστρεψε στην Ξάνθη και οι ελάχιστοι επιζήσαντες εγκαταστάθηκαν σε άλλες πόλεις.[15]
Οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την Ξάνθη στις 14 Σεπτεμβρίου 1944.
Σημερινή Ξάνθη
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 η παρουσία του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και του Δ’ Σώματος Στρατού τονώνουν την περιοχή. Από το 2000 κι έπειτα, παρατηρείται έντονη πολεοδομική δραστηριότητα, αποτέλεσμα της ανάγκης στέγασης χιλιάδων φοιτητών στις πανεπιστημιακές σχολές της πόλης. Η Ξάνθη επεκτείνεται κυρίως δυτικά προς την περιοχή της Χρύσας, αλλά και προς τα νότια αυτής. Η αρχή έγινε με τον συνοικισμό που οικοδομήθηκε το 1959-1960, καθώς η τότε κυβέρνηση σκόπευε στη διάθεση των κτηρίων σε κατοίκους της πόλης. Ο συνοικισμός, γνωστός σαν «Παλιές Εργατικές Κατοικίες», περικλείεται από τις οδούς Απόλλωνος, Θεοδώρου Δούκα, Πιαλόγλου και Αλικαρνασσού.

Οι  Αρχαίοι Φίλιπποι: 
Έξω από το μουσείο των Φιλίππων

Δεκαπέντε χιλιόμετρα δυτικά της Καβάλας, σώζονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης των Φιλίππων. Το αρχικό όνομα της πόλης ήταν Κρηνίδες, από τους Θασίτες άποικους που την ίδρυσαν, ενώ μετονομάστηκε σε Φιλίππους από τον πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου, Φίλιππο Β'. Ιδιαίτερη σημασία απέκτησε μετά το 42 π.Χ. μετά την κατάκτηση της από τους Ρωμαίους, λόγω της Εγνατίας Οδού αλλά και των ορυχείων χρυσού της περιοχής.
Μουσείο Φιλίππων 
 Η πόλη αποτελεί ορόσημο για την χριστιανοσύνη, καθώς ο Απόστολος Παύλος ίδρυσε εκεί την πρώτη χριστιανική εκκλησία της Ευρώπης το 50 μ.Χ., Σήμερα, εξακολουθούν να γίνονται ανασκαφές στην περιοχή, οι οποίες στο παρελθόν έχουν αναδείξει τμήματα της αγοράς, των ανακτόρων, των τειχών, κ.ά., με πιο σημαντικό το αρχαίο θέατρο το οποίο λειτουργεί έως και σήμερα κατά τη διάρκεια του ομώνυμου Φεστιβάλ τους καλοκαιρινούς μήνες. Μπορείτε επίσης να επισκεφθείτε το αντίστοιχο μουσείο, το οποίο περιλαμβάνει ευρήματα όλων των ιστορικών περιόδων της περιοχής. Το εισιτήριο εισόδου κοστίζει 4.00 για τους ενήλικες, 2.00 για τους συνταξιούχους και μαθητές εκτός Ε.Ε., ενώ για μαθητές και φοιτητές από χώρες της Ε.Ε. η είσοδος είναι ελεύθερη
Ιδρύθηκε το 360 π.Χ. ως αποικία των Θασίων με την ονομασία Κρηνίδες, αλλά μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα καταλήφθηκε από τον Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο και πήρε το όνομά του. Στους Φιλίππους βρέθηκε για πρώτη φορά ο Απόστολος Παύλος, το 49/50 μ.Χ., στο πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, και επανήλθε ακόμη τέσσερις φορές, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι εδώ ίδρυσε την πρώτη εκκλησία σε ευρωπαϊκό έδαφος, με την οποία πάντα διατηρούσε στενή σχέση. Λόγω της έντονης ανάμνησης της παρουσίας του, οι Φίλιπποι τον 4ο αιώνα έγιναν έδρα επισκοπής και εξελίχθηκαν σε σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο.
Τα περισσότερα ερείπια που σώζονται σήμερα στον χώρο ανήκουν στους ρωμαϊκούς χρόνους αλλά είναι μεταγενέστερα της εποχής του Αποστόλου Παύλου. Με τους σταθμούς της δράσης του, όμως, σχετίζονται οι παλιοχριστιανικές βασιλικές και το Οκτάγωνο. Το Οκτάγωνο, που ανήκε στο συγκρότημα του επισκοπικού ναού, κτίστηκε τον 5ο αιώνα από τον επίσκοπο Φιλίππων Πορφύριο στη θέση όπου τον 4ο αιώνα είχε ιδρυθεί ο πρώτος ευκτήριος οίκος, αφιερωμένος στον Απόστολο Παύλο, το όνομα του οποίου αναφέρεται και στην επιγραφή που έχει διατηρηθεί στο ψηφιδωτό δάπεδο.
Η φυλακή του Αποστόλου Παύλου
Η βασιλική Α είναι από τις μεγαλύτερες και πιο εντυπωσιακές του 5ου αιώνα. Η δεξαμενή νερού που διατηρείται δίπλα στο πρόπυλό της έχει ταυτιστεί με τη φυλακή του Αποστόλου Παύλου, ήδη από τον 5ο αιώνα, ενώ το βήμα, που έχει βρεθεί στη βόρεια πλευρά της μεταγενέστερης ρωμαϊκής αγοράς, θεωρείται ότι είναι το σημείο όπου ο ίδιος και ο Σίλας ραβδίστηκαν για τιμωρία. Οι τεράστιοι πεσσοί που πάντα δέσποζαν στο κέντρο του αρχαιολογικού χώρου ανήκουν στον άλλο σπουδαίο ναό, τη βασιλική Β, που κτίστηκε τον 6ο αιώνα και παρουσιάζει πολλά κοινά με την αρχιτεκτονική της Κωνσταντινούπολης.
Ερείπια Βασιλικής 
ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ
Σύμφωνα με τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά, ο Απόστολος Παύλος έφθασε στους Φιλίππους, τη σπουδαιότερη πόλη της περιοχής, τον χειμώνα του 49-50 μ.Χ., κατά την πρώτη περιοδεία του στην Ελλάδα. Επισκέφθηκε το μέρος όπου συγκεντρώνονταν κάθε Σάββατο οι λίγοι Ιουδαίοι, στις όχθες του ποταμού Ζυγάκτη. Εδώ, για πρώτη φορά το κήρυγμά του παρακολούθησαν και γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Λυδία από τα Θυάτειρα της Μικράς Ασίας, έμπορος πορφύρας για τη βαφή υφασμάτων. Η Λυδία ήταν η πρώτη Ελληνίδα και Ευρωπαία που βαπτίστηκε χριστιανή από τον Παύλο μαζί με την οικογένειά της και στη συνέχεια και η ίδια βοήθησε στη διάδοση του χριστιανισμού.
Το Βαπιστήριο της Αγίας Λυδίας
Σε ανάμνηση του σπουδαίου αυτού γεγονότος, ανεγέρθηκε το 1974 ο ναός-βαπτιστήριο, από τον τότε Μητροπολίτη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Αλέξανδρο. Τα σχέδια ήταν του αρχιτέκτονα Ιωάννη Κουμανούδη, και την εκτέλεση του έργου ανέλαβε ο αρχιτέκτων μηχανικός Χρήστος Μπάτσης. Το βαπτιστήριο έχει τη μορφή οκταγώνου. Στο κέντρο του βρίσκεται η μαρμάρινη φιάλη όπου πραγματοποιεούνται βαπτίσεις νηπίων, ενώ στις δύο πλευρές του υπάρχουν αποδυτήρια για τις βαπτίσεις ενηλίκων. Το εσωτερικό του διακοσμείται με πολλά και εντυπωσικά έργα τέχνης, ψηφιδωτά, αγιογραφίες, βιτρό, δημιουργήματα σημαντικών καλλιτεχνών, που εξιστορούν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την παρουσία του Αποστόλου Παύλου στους Φιλίππους.
Στην όχθη του ποταμού, στο σημείο όπου σύμφωνα με την παράδοση έγινε η βάπτιση της Λυδίας, υπάρχει και υπαίθριο βαπτιστήριο, σε σχήμα σταυρού, όπως εκείνα που σώζονται στις παλιοχριστιανικές βασιλικές των Φιλίππων. Εδώ, κάθε χρόνο, στις 20 Μαΐου, ημέρα εορτασμού της μνήμης της Αγίας Λυδίας, πραγματοποιούνται βαπτίσεις ενηλίκων.