Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, 2016)


Ες τό νομα το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος
μνον εχαριστίας ναπέμπομεν τ ν Τριάδι προσκυνουμέν Θε, τ ξιώσαντι μς συνελθεν κατά τάς μέρας τς Πεντηκοστς πί τό ατό ν τ νήσ Κρήτ, τ γιασθείσ πό το ποστόλου τν θνν Παύλου καί το μαθητο ατο Τίτου, το «γνησίου τέκνου κατά κοινήν πίστιν» (Τίτ. α’, 4), καί, γίου Πνεύματος πινεύσει, περαισαι τάς ργασίας τς γίας καί Μεγάλης Συνόδου τς ρθοδόξου μν κκλησίας, συγκληθείσης πό τς Α. Θ Παναγιότητος το Οκουμενικο Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, συμφρονούντων τν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τν γιωτάτων ρθοδόξων κκλησιν, ες δόξαν το ελογημένου νόματος Ατο καί π’ γαθ το λαο το Θεο καί το κόσμου παντός, συνομολογοντες μετά το θείου Παύλου «οτως μς λογιζέσθω νθρωπος, ς πηρέτας Χριστο κα οκονόμους μυστηρίων Θεο» (Α’ Κορ. δ´, 1).
γία καί Μεγάλη Σύνοδος τς μις, γίας, καθολικς καί ποστολικς κκλησίας ποτελε αθεντικήν μαρτυρίαν τς πίστεως ες τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, τόν Μονογεν Υόν καί Λόγον το Θεο, τόν φανερώσαντα, διά τς νανθρωπήσεως, το λου πιγείου ργου, τς σταυρικς θυσίας καί τς ναστάσεώς Ατο, τόν Τριαδικόν Θεόν ς πειρον γάπην. θεν, ν νί στόματι καί μι καρδί πευθύνομεν τόν λόγον τς «ν μν λπίδος» (Α’ Πέτρ. γ’, 15) ο μόνον πρός τά τέκνα τς γιωτάτης μν κκλησίας, λλά καί πρός πάντα νθρωπον, «τόν μακράν καί τόν γγύς» (φεσ. β’, 17). «λπς μν» (Α’ Τιμ. α’, 1), Σωτήρ το κόσμου, πεκαλύφθη ς «Θεός μεθ’ μν» (Ματθ. α’, 23) καί ς Θεός «πρ μν» (Ρωμ. η’, 32), «ς πάντας νθρώπους θέλει σωθναι καί ες πίγνωσιν ληθείας λθεν» (Α’ Τιμ. β’, 4). Τόν λεον κηρύττοντες καί τήν εεργεσίαν ο κρύπτοντες, ν πιγνώσει τν λόγων το Κυρίου « ορανός καί γ παρελεύσονται, ο δέ λόγοι μου ο μή παρέλθωσιν» (Ματθ. κδ’, 35), ν «χαρ πεπληρωμέν» (Α’ ωάν. α’, 4) εαγγελιζόμεθα τόν λόγον τς πίστεως, τς λπίδος καί τς γάπης, προσβλέποντες πρός τήν «νέσπερον κα διάδοχον κα τελεύτητον μέραν» (Μ. Βασιλείου, Ες τήν ξαήμερον Β’. PG 29, 52). Τό γεγονός τι «τό πολίτευμα μν ν ορανος πάρχει» (Φιλιπ. γ’, 20), δέν ναιρε, λλ’ νδυναμώνει τήν μαρτυρίαν μν ν τ κόσμ.
ν τούτ στοιχομεν τ παραδόσει τν ποστόλων καί Πατέρων μν, οτινες εηγγελίζοντο τόν Χριστόν καί τήν δι’ ατο σωστικήν μπειρίαν τς πίστεως τς κκλησίας, θεολογοντες «λιευτικς», γουν ποστολικς πρός τούς νθρώπους κάστης ποχς διά νά μεταδώσουν ες ατούς τό Εαγγέλιον τς λευθερίας « Χριστός μς λευθέρωσεν» (Γαλ. ε´, 1). κκλησία δέν ζ διά τόν αυτόν της. Προσφέρεται δι’ λόκληρον τήν νθρωπότητα, διά τήν νύψωσιν καί τήν νακαίνισιν το κόσμου ες καινούς ορανούς καί καινήν γν (πρβλ. ποκ. κα’, 21). θεν δίδει τήν εαγγελικήν μαρτυρίαν καί διανέμει ν τ οκουμέν τά δρα το Θεο: τήν γάπην Του, τήν ερήνην, τήν δικαιοσύνην, τήν καταλλαγήν, τήν δύναμιν τς ναστάσεως καί τήν προσδοκίαν τς αωνιότητος.
***
I. κκλησία: Σμα Χριστο, εκών τς γίας Τριάδος
1.  μία, γία, καθολική καί ποστολική κκλησία εναι θεανθρωπίνη κοινωνία κατ’ εκόνα τς γίας Τριάδος, πρόγευσις καί βίωσις τν σχάτων ν τ θεί Εχαριστί καί ποκάλυψις τς δόξης τν μελλόντων, καί ς διαρκής Πεντηκοστή, μία σίγαστος προφητική φωνή ν τ κόσμ, παρουσία καί μαρτυρία «τς Βασιλείας το Θεο ληλυθυΐας ν δυνάμει» (Μάρκ. θ’, 1). κκλησία, ς σμα Χριστο, «πισυνάγει» (Ματθ. κγ´, 37) π’ Ατόν, μεταμορφώνει καί μποτίζει τόν κόσμον μέ «τό δωρ, τό λλόμενον ες ζωήν αώνιον» (ωάν. δ’, 14).
2.  ποστολική καί πατερική παράδοσις, στοιχοσα τος συστατικος λόγοις το Κυρίου καί δρυτο τς κκλησίας κατά τόν Μυστικόν Δεπνον μετά τν μαθητν ατο διά τό μυστήριον τς θείας Εχαριστίας, προέβαλε τόν χαρακτηρισμόν τς κκλησίας ς «σώματος Χριστο» (Ματθ. κστ´, 26· Μάρκ. ιδ´, 22· Λουκ. κβ´, 19· Α´Κορ. ι´, 16-17· ια´, 23-29) καί τόν συνέδεσε πάντοτε πρός τό μυστήριον τς νανθρωπήσεως το Υο καί Λόγου το Θεο κ Πνεύματος γίου καί Μαρίας τς Παρθένου. πό τό πνεμα ατό, τονίσθη πάντοτε ρρηκτος σχέσις τόσον το λου μυστηρίου τς ν Χριστ θείας Οκονομίας πρός τό μυστήριον τς κκλησίας, σον καί το μυστηρίου τς κκλησίας πρός τό μυστήριον τς θείας Εχαριστίας, ποία βεβαιοται συνεχς ες τήν μυστηριακήν ζωήν τς κκλησίας διά τς νεργείας το γίου Πνεύματος.
ρθόδοξος κκλησία, πιστή ες τήν μόφωνον ταύτην ποστολικήν παράδοσιν καί μυστηριακήν μπειρίαν, ποτελε τήν αθεντικήν συνέχειαν τς μις, γίας, καθολικς καί ποστολικς κκλησίας, ς ατη μολογεται ες τό Σύμβολον τς πίστεως καί βεβαιοται διά τς διδασκαλίας τν Πατέρων τς κκλησίας. Οτως, ασθάνεται μείζονα τήν εθύνην ατς χι μόνον διά τήν αθεντικήν βίωσιν τς μπειρίας ατς πό το κκλησιαστικο σώματος, λλά καί διά τήν ξιόπιστον μαρτυρίαν τς ληθείας πρός πάντας τούς νθρώπους.
3.  ρθόδοξος κκλησία ν τ νότητι καί καθολικότητι ατς, εναι  κκλησία τν Συνόδων, πό τήν ποστολικήν ν εροσολύμοις σύνοδον (Πράξ. ιε, 5-29) ως τς σήμερον. κκλησία ατή καθ’ ατήν εναι Σύνοδος πό το Χριστο συνεστημένη καί πό το γίου Πνεύματος καθοδηγουμένη, συμφώνως πρός τό ποστολικόν «δοξε τ γί Πνεύματι καί μν » (Πράξ. ιε’, 28). Διά τν Οκουμενικν καί τν Τοπικν συνόδων, κκλησία εηγγελίσατο καί εαγγελίζεται τό μυστήριον τς γίας Τριάδος, τό ποον φανερώθη διά τς νανθρωπήσεως το Υο καί Λόγου το Θεο. Τό συνοδικόν ργον συνεχίζεται ν τ στορί διακόπως διά τν μεταγενεστέρων, καθολικο κύρους, συνόδων – ς λ.χ. τς πί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μεγάλης συνόδου (879-880) καί τν πί γίου Γρηγορίου το Παλαμ συγκληθεισν Μεγάλων συνόδων (1341, 1351, 1368), διά τν ποίων βεβαιώθη ατή λήθεια τς πίστεως, ξαιρέτως δέ περί τς κπορεύσεως το γίου Πνεύματος καί περί τς μεθέξεως το νθρώπου ες τάς κτίστους θείας νεργείας. Προσέτι δέ καί διά τν ν Κωσταντινουπόλει γίων καί Μεγάλων συνόδων τν τν 1484 διά τήν ποκήρυξιν τς νωτικς συνόδου τς Φλωρεντίας (1438-1439), τν τν 1638, 1642, 1672 καί 1691 διά τήν ποκήρυξιν προτεσταντικν δοξασιν, ς καί το τους 1872 διά τήν καταδίκην το θνοφυλετισμο ς κκλησιολογικς αρέσεως.
4. Δέν νοεται γιότης το νθρώπου κτός το σώματος το Χριστο, « στιν κκλησία» (φεσ. α’, 23).  γιότης πηγάζει πό τόν μόνον γιον. Εναι μετοχή το νθρώπου ες τήν γιότητα το Θεο ν τ «κοινωνί τν γίων», ς διακηρύσσεται ες τήν κφώνησιν το ερέως κατά τήν θείαν Λειτουργίαν: «Τά για τος γίοις» καί ες τήν πάντησιν τν πιστν «Ες γιος, ες Κύριος, ησος Χριστός, ες δόξαν Θεο Πατρός. μήν». πό τό πνεμα ατό, γιος Κύριλλος λεξανδρείας τονίζει τι Χριστός, «γιος πάλιν πάρχων κατ φύσιν, ς Θεός, (…) γιάζεται δι’ μς ν γί Πνεύματι (…). δρα δ τοτο ( Χριστός) δι’ μς, ο δι’ αυτόν, να ξ ατο κα ν ατ δή, πρώτ δεξαμένου το πράγματος (= γιασμο) τν ρχήν, ες παν οτω τ γένος το γιάζεσθαι λοιπν διαβαίνοι χάρις» (πόμνημα ες τό κατά ωάννην Εαγγέλιον, ΙΑ’. PG 74, 548).
Συνεπς, κατά τόν γιον Κύριλλον, Χριστός εναι τό «κοινόν πρόσωπον» μν, διά τς νακεφαλαιώσεως ες τήν δικήν του νθρωπότητα λοκλήρου το νθρωπίνου γένους, «πάντες γάρ μεν ν Χριστ, καί τό κοινόν τς νθρωπότητος ες ατόν ναβιο πρόσωπον» (πόμνημα ες τό κατά ωάννην Εαγγέλιον, ΙΑ’. PG 73, 157-161), διό καί εναι μόνη πηγή το ν γί Πνεύματι γιασμο το νθρώπου. πό τό πνεμα ατό, γιότης εναι μετοχή το νθρώπου τόσον ες τό μυστήριον τς κκλησίας, σον καί ες τά ερά ατς μυστήρια, μέ πίκεντρον τήν θείαν Εχαριστίαν, τις στί «θυσία ζσα, γία, εάρεστος τ Θε» (Ρωμ. ιβ’, 1). «Τίς μς χωρίσει πό τς γάπης το Χριστο; Θλψις στενοχωρία διωγμός λιμός γυμνότης κίνδυνος μάχαιρα; καθς γέγραπται τι νεκά σου θανατούμεθα λην τήν μέραν· λογίσθημεν ς πρόβατα σφαγς. λλ’ ν τούτοις πσιν περνικμεν διά το γαπήσαντος μς» (Ρωμ. η’, 35-37). Ο γιοι νσαρκώνουν τήν σχατολογικήν ταυτότητα τς κκλησίας ς έναον δοξολογίαν νώπιον το πιγείου καί το πουρανίου θρόνου «το Βασιλέως τς δόξης» (Ψαλμ. κγ’, 7), εκονίζοντες τήν Βασιλείαν το Θεο.

5.  ρθόδοξος Καθολική κκλησία ποτελεται κ δεκατεσσάρων κατά τόπους Ατοκεφάλων κκλησιν, πανορθοδόξως νεγνωρισμένων. ρχή τς ατοκεφαλίας δέν εναι δυνατόν νά λειτουργ ες βάρος τς ρχς τς καθολικότητος καί τς νότητος τς κκλησίας. Θεωρομεν λοιπόν τι  δημιουργία τν πισκοπικν Συνελεύσεων ν τ ρθοδόξ Διασπορ, παρτιζομένων κ πάντων τν ν κάστ κ τν ρισθεισν περιοχν ς κανονικν ναγνωριζομένων πισκόπων, οτινες ξακολουθον νά πάγωνται ες τάς κανονικάς δικαιοδοσίας, ες ς πάγονται σήμερον, ποτελε ν θετικόν βμα πρός τήν κατεύθυνσιν τς κανονικς ργανώσεως ατν, δέ συνεπής λειτουργία ατν γγυται τόν σεβασμόν τς κκλησιολογικς ρχς τς συνοδικότητος.
ΙΙ. ποστολή τς κκλησίας ν τ κόσμ
6. Τό ποστολικόν ργον καί ξαγγελία το Εαγγελίου, γνωστή ς εραποστολή, νήκουν ες τόν πυρνα τς ταυτότητος τς κκλησίας, ς διαφύλαξις καί τήρησις τς ντολς το Κυρίου «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά θνη» (Ματθ. κη’, 19). Εναι πνοή ζως, τήν ποίαν μφυσ κκλησία ες τήν κοινωνίαν τν νθρώπων καί κκλησιοποιε τόν κόσμον διά τν κασταχο νεοπαγν τοπικν κκλησιν. πό τό πνεμα ατό, ο ρθόδοξοι πιστοί εναι καί φείλουν νά εναι πόστολοι το Χριστο ν τ κόσμ. ποστολή ατή πρέπει νά κπληροται χι πιθετικς, λλ’ λευθέρως, ν γάπ καί ν σεβασμ πρός τήν πολιτιστικήν ταυτότητα τόμων καί λαν. Ες τήν προσπάθειαν ατήν φείλουν νά συμμετέχουν πσαι α ρθόδοξοι κκλησίαι μέ τόν δέοντα σεβασμόν ες τήν κανονικήν τάξιν.
μετοχή ες τήν θείαν Εχαριστίαν εναι πηγή ποστολικο ζήλου πρός εαγγελισμόν το κόσμου. Μετέχοντες τς θείας Εχαριστίας καί προσευχόμενοι ν τ ερ Συνάξει πέρ τς Οκουμένης, καλούμεθα νά συνεχίσωμεν τήν «λειτουργίαν μετά τήν Λειτουργίαν» καί νά δίδωμεν τήν μαρτυρίαν περί τς ληθείας τς πίστεως μν νώπιον Θεο καί νθρώπων, μοιραζόμενοι τάς δωρεάς το Θεο μεθ’ λοκλήρου τς νθρωπότητος, πήκοοι πρός τήν σαφ ντολήν το Κυρίου πρό τς ναλήψεώς Του: «καί σεσθέ μοι μάρτυρες ν τε ερουσαλμ καί ν πάσ τ ουδαί καί Σαμαρεί καί ως σχάτου τς γς» (Πράξ. α’, 8). Τά λόγια πρό τς θείας κοινωνίας «μελίζεται καί διαμερίζεται μνός το Θεο, μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, πάντοτε σθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος», ποδεικνύουν τι Χριστός ς « μνός το Θεο» (ωάν. α’, 29) καί ς «ρτος Zως» (ωάν. στ’, 48) προσφέρεται ες μς ς αωνία γάπη, νώνων μς μέ τόν Θεόν καί πρός λλήλους. Μς διδάσκει νά διανέμωμεν τά δρα το Θεο καί νά προσφέρωμεν τόν αυτόν μας πρός πάντας μέ χριστοειδ τρόπον.
ζωή τν χριστιανν εναι ψευδής μαρτυρία τς ν Χριστ νακαινίσεως τν πάντων – «ε τις ν Χριστ, καινή κτίσις· τά ρχαα παρλθεν, δού γέγονε καινά τά πάντα» (Β’ Κορ. ε’, 17) καί κλσις πρός πάντας τούς νθρώπους προσωπικς μετοχς ν λευθερί ες τήν αώνιον ζωήν, ες τήν χάριν το Κυρίου μν ησο Χριστο κα ες τήν γάπην το Θεο κα Πατρός, διά νά βιώσουν ν τ κκλησί τήν κοινωνίαν το γίου Πνεύματος. «Βουλομένων γρ ο τυραννουμένων τ τς σωτηρίας μυστήριον» (Μαξίμου το μολογητο, Ες τήν προσευχήν το Πάτερ μν. PG 90, 880). πανευαγγελισμός το λαο το Θεο ες τάς συγχρόνους κκοσμικευμένας κοινωνίας, ς πίσης καί εαγγελισμός σων εσέτι δέν γνώρισαν τόν Χριστόν, ποτελον διάλειπτον χρέος τς κκλησίας.
ΙΙI. Οκογένεια - εκών τς γάπης το Χριστο πρός τήν κκλησίαν
7.  ρθόδοξος κκλησία θεωρε τήν κατάλυτον γαπητικήν νωσιν νδρός καί γυναικός «μυστήριον μέγα... ες Χριστόν καί ες τήν κκλησίαν», (φεσ. ε’, 32) καί τήν προκύπτουσαν ξ ατο οκογένειαν, ποία ποτελε τήν μόνην γγύησιν τς γεννήσεως καί τς νατροφς τν τέκνων, συμφώνως πρός τό σχέδιον τς θείας Οκονομίας, «κκλησίαν μικράν» (ωάννου Χρυσοστόμου, πόμνημα ες τήν πρός φεσίους πιστολήν, Κ’. PG 62, 143), παρέχουσα ες ατήν τήν κατάλληλον ποιμαντικήν στήριξιν.
σύγχρονος κρίσις το γάμου καί τς οκογενείας εναι πότοκος τς κρίσεως τς λευθερίας ς εθύνης, τς συρρικνώσεως ατς ες εδαιμονιστικήν ατοπραγμάτωσιν, τς ταυτίσεώς της μέ τομικήν αταρέσκειαν, ατάρκειαν καί ατονομίαν, καί τς πωλείας το μυστηριακο χαρακτρος τς νώσεως νδρός καί γυναικός, ς καί τς λήθης το θυσιαστικο θους τς γάπης. σύγχρονος κκοσμικευμένη κοινωνία προσεγγίζει τόν γάμον μέ μιγς κοινωνιολογικά καί πραγματιστικά κριτήρια, θεωροσα ατόν ς μίαν πλν μορφήν σχέσεως, μεταξύ λων τν λλων, α ποαι δικαιονται ξ σου θεσμικς κατοχυρώσεως.
γάμος εναι κκλησιοτραφές ργαστήριον ζως ν γάπ καί νυπέρβλητος δωρεά τς χάριτος το Θεο. «ψηλή χείρ» το «συνδέτου» Θεο «οράτως πάρεστι, τούς συναπτομένους ρμόζουσα» μετά το Χριστο καί μετ’ λλήλων. Ο στέφανοι, ο ποοι τοποθετονται πί τς κεφαλς το νυμφίου καί τς νύμφης κατά τήν τέλεσιν το μυστηρίου, παραπέμπουν ες τήν διάστασιν τς θυσίας καί τς πλήρους φιερώσεως ες τόν Θεόν καί ες λλήλους, ναφέρονται δέ πίσης καί ες τήν ζωήν τς Βασιλείας το Θεο, ποκαλύπτοντες τήν σχατολογικήν ναφοράν το μυστηρίου τς γάπης.
8.  γία καί Μεγάλη Σύνοδος πευθύνεται μετ’ διαιτέρας γάπης καί στοργς πρός τά παιδία καί λους τούς νέους. Μέσα ες τόν κυκενα τν λληλοαναιρουμένων ρισμν τς ταυτότητος τς παιδικς λικίας, γιωτάτη μν κκλησία προβάλλει τά Κυριακά λόγια, «άν μή στραφτε καί γένησθε ς τά παιδία, ο μή εσέλθητε ες τήν Βασιλείαν τν Ορανν» (Ματθ. ιη´, 3) καί τό «ς ν μή δέξηται τήν Βασιλείαν το Θεο ς παιδίον ο μή εσέλθ ες ατήν» (Λουκ. ιη´, 17), ς καί σα ναφέρει Σωτήρ μν δι’ κείνους, ο ποοι «κωλύουν» (Λουκ. ιη´, 16) τά παιδία νά Τόν πλησιάσουν καί δι’ σους τά «σκανδαλίζουν» (Ματθ. ιη´, 6).
κκλησία προσφέρει ες τούς νέους χι πλς «βοήθειαν», λλά τήν «λήθειαν» τς θεανθρωπίνης καινς ν Χριστ ζως. Ο ρθόδοξοι νέοι φείλουν νά συνειδητοποιήσουν τι εναι φορες τς μακραίωνος καί ελογημένης παραδόσεως τς ρθοδόξου κκλησίας, ταυτοχρόνως δέ καί ο συνεχισταί ατς, ο ποοι θά διαφυλάσσουν θαρραλέως καί θά καλλιεργον μέ δυναμισμόν τάς αωνίους ξίας τς ρθοδοξίας διά νά δίδουν τήν ζείδωρον χριστιανικήν μαρτυρίαν. ξ ατν θά ναδειχθον ο μελλοντικοί διάκονοι τς κκλησίας το Χριστο. Ο νέοι, λοιπόν, εναι χι πλς τό «μέλλον» τς κκλησίας, λλά καί νεργός κφρασις τς φιλοθέου καί φιλανθρώπου ζως ατς ν τ παρόντι.
ΙV. κατά Χριστόν παιδεία
9. Ες τήν ποχήν μας, παρατηρονται ες τόν χρον τς γωγς καί τς παιδείας νέαι τάσεις ναφορικς πρός τό περιεχόμενον καί τούς σκοπούς τς παιδείας, πως καί ς πρός τό θέμα τς θεωρήσεως τς παιδικς λικίας, το ρόλου τόσον το διδασκάλου καί το μαθητο, σον καί το συγχρόνου σχολείου. φ’ σον  παιδεία ναφέρεται χι πλς ες ,τι εναι, λλ’ ες ατό τό ποον φείλει νά εναι νθρωπος καί ες τό περιεχόμενον τς εθύνης του, εναι ατονόητον τι εκών, τήν ποίαν χομεν διά τόν νθρωπον καί διά τό νόημα τς πάρξεώς του, καθορίζει τήν ποψίν μας καί διά τήν παιδείαν του. Τό κυρίαρχον σήμερον κκοσμικευμένον τομοκεντρικόν κπαιδευτικόν σύστημα, τό ποον ταλανίζει τήν νέαν γενεάν, προβληματίζει καί τήν ρθόδοξον κκλησίαν.
Ες τό κέντρον τς ποιμαντικς μερίμνης τς κκλησίας ερίσκεται μία παιδεία, ποία ποβλέπει χι μόνον ες τήν νοητικήν καλλιέργειαν, λλά καί ες τήν οκοδομήν καί τήν νάπτυξιν το συνόλου νθρώπου ς ψυχοσωματικς καί πνευματικς ντότητος, συμφώνως πρός τήν τρίπτυχον ρχήν Θεός, νθρωπος, κόσμος. Ες τόν κατηχητικόν ατς λόγον, ρθόδοξος κκλησία καλε φιλοστόργως τόν λαόν το Θεο, δί δέ τούς νέους, ες νσυνείδητον καί νεργόν συμμετοχήν ες τήν ζωήν τς κκλησίας, καλλιεργοσα ες ατούς τόν «ριστον πόθον» τς ν Χριστ ζως. Οτω, τό χριστεπώνυμον πλήρωμα ερίσκει ν τ θεανθρωπίν κοινωνί τς κκλησίας παρξιακόν στήριγμα καί βιώνει ν ατ τήν ναστάσιμον προοπτικήν τς κατά χάριν θεώσεως.
V. κκλησία νώπιον τν συγχρόνων προκλήσεων
10.  κκλησία το Χριστο ερίσκεται σήμερον ντιμέτωπος κραίων καί προκλητικν κφράσεων τς δεολογίας τς κκοσμικεύσεως, νδιαθέτων ες τάς πολιτικάς, πολιτισμικάς καί κοινωνικάς ξελίξεις. Βασικόν στοιχεον τς δεολογίας τς κκοσμικεύσεως πρξε πάντοτε καί παραμένει μέχρι σήμερον πλήρης ατονόμησις το νθρώπου πό τόν Χριστόν καί πό τήν πνευματικήν πιρροήν τς κκλησίας, διά τς αθαιρέτου μάλιστα ταυτίσεως τς κκλησίας πρός τόν συντηρητισμόν, ς πίσης καί διά το νιστορήτου χαρακτηρισμο ατς ς δθεν μποδίου ες πσαν πρόοδον καί ξέλιξιν. Ες τάς κκοσμικευμένας συγχρόνους κοινωνίας νθρωπος, ποκεκομμένος π τόν Θεόν, ταυτίζει τήν λευθερίαν του καί τό νόημα τς ζως του μέ πόλυτον ατονομίαν καί μέ ποδέσμευσιν πό τόν αώνιον προορισμόν του, μέ ποτέλεσμα σειράν παρανοήσεων καί σκοπίμων παρερμηνειν τς χριστιανικς παραδόσεως. Οτως, νωθεν χορήγησις τς ν Χριστ λευθερίας καί πρόοδος ες τό «μέτρον λικίας το πληρώματος το Χριστο» (φεσ. δ´, 13) θεωρεται τι ντιστρατεύεται τάς ατοσωτηρικάς τάσεις το νθρώπου. θυσιαστική γάπη ξιολογεται ς σύμβατος μέ τόν τομοκεντρισμόν, ν σκητικός χαρακτήρ το χριστιανικο θους κρίνεται ς φόρητος πρόκλησις διά τόν εδαιμονισμόν το τόμου.
ταύτισις τς κκλησίας μέ συντηρητισμόν, συμβίβαστον πρός τήν προόδον το πολιτισμο, εναι αθαίρετος καί καταχρηστική, φ’ σον συνείδησις τς ταυτότητος τν χριστιανικν λαν φέρει νεξίτηλον τήν σφραγδα τς διαχρονικς συμβολς τς κκλησίας χι μόνον ες τήν πολιτιστικήν κληρονομίαν ατν, λλά καί ες τήν γι νάπτυξιν το θύραθεν πολιτισμο γενικώτερον, φο Θεός θεσε τόν νθρωπον οκονόμον τς θείας δημιουργίας καί συνεργόν Ατο ν τ κόσμ.  ρθόδοξος κκλησία, ναντι το συγχρόνου «νθρωποθεο», προβάλλει τόν «Θεάνθρωπον» ς σχατον μέτρον τν πάντων: «Οκ νθρωπον ποθεωθέντα λέγομεν, λλ Θεόν νανθρωπήσαντα» (ωάννου Δαμασκηνο,κδοσις κριβής τς ρθοδόξου πίστεως, Γ’, 2. PG 94, 988). ναδεικνύει δέ τήν σωτηριώδη λήθειαν το Θεανθρώπου καί τό Σμά Του, τήν κκλησίαν, ς τόπον καί τρόπον τς ν λευθερί ζως, ς «ληθεύειν ν γάπ» (πρβλ. φεσ. δ’, 15) καί ς μετοχήν, δη πί τς γς, ες τήν ζωήν το ναστάντος Χριστο. θεανθρώπινος, «οκ κ το κόσμου» (ωάν. ιη’, 36) χαρακτήρ τς κκλησίας, ποος τρέφει καί κατευθύνει τήν «ν τ κόσμ» παρουσίαν καί μαρτυρίαν ατς, εναι συμβίβαστος μέ κάθε μορφήν συσχηματισμο τς κκλησίας μέ τόν κόσμον (πρβλ. Ρωμ. ιβ’, 2).
11. Διά τς συγχρόνου ναπτύξεως τν πιστημν καί τς τεχνολογίας, ζωή μας λλάζει ριζικς. Καί ,τι πιφέρει λλαγήν ες τόν τρόπον ζως το νθρώπου, παιτε πό μέρους του διάκρισιν, φ’ σον, κτός τν σημαντικν εεργεσιν, πως λ.χ. διευκόλυνσις τς καθημερινότητος, πιτυχής ντιμετώπισις σοβαρν σθενειν καί ρευνα το διαστήματος, εμεθα πίσης ντιμέτωποι καί μέ τάς ρνητικάς πιπτώσεις τς πιστημονικς προόδου. πάρχει κίνδυνος χειραγωγήσεως τς νθρωπίνης λευθερίας, χρήσεως το νθρώπου ς πλο μέσου, σταδιακς πωλείας πολυτίμων παραδόσεων, πειλς καί καταστροφς το φυσικο περιβάλλοντος.
πιστήμη, πό τήν δίαν τήν φύσιν της, δέν διαθέτει δυστυχς τά ναγκαα μέσα διά τήν πρόληψιν καί τήν θεραπείαν πολλν κ τν προβλημάτων, τά ποα προκαλε μέσως μμέσως.  πιστημονική γνσις δέν κινητοποιε τήν θικήν βούλησιν το νθρώπου, ποος, καίτοι γνωρίζει τούς κινδύνους, συνεχίζει νά δρ ς άν δέν γνώριζεν. πάντησις ες τά σοβαρά παρξιακά καί θικά προβλήματα το νθρώπου καί ες τό αώνιον νόημα τς ζως ατο καί το κόσμου, δέν εναι δυνατόν νά δοθ χωρίς μίαν πνευματικήν προσέγγισιν.
12. Διάχυτος εναι ες τήν ποχήν μας νθουσιασμός διά τάς ντυπωσιακάς ξελίξεις ες τόν χρον τς Βιολογίας, τς Γενετικς καί τς Νευροφυσιολογίας το γκεφάλου. Πρόκειται δι’ πιστημονικάς κατακτήσεις, τό ερος τν φαρμογν τν ποίων νδέχεται νά προκαλέσ σοβαρώτατα νθρωπολογικά καί θικά διλήμματα.  νεξέλεγκτος χρσις τς Βιοτεχνολογίας ες τήν ρχήν, τήν διάρκειαν καί τό τέλος τς ζως, θέτει ες κίνδυνον τήν αθεντικήν πληρότητα ατς.  νθρωπος πειραματίζεται ντονώτερον μέ τήν δίαν του φύσιν κατά κραον καί πικίνδυνον τρόπον. Κινδυνεύει νά μετατραπ ες μίαν βιολογικήν μηχανήν, ες μίαν πρόσωπον κοινωνικήν μονάδα ες μίαν συσκευήν λεγχομένης σκέψεως.
ρθόδοξος κκλησία δέν εναι δυνατόν νά παραμείν ες τό περιθώριον τς συζητήσεως τόσον σπουδαίων νθρωπολογικν, θικν καί παρξιακν ζητημάτων. Στηρίζεται ες θεοδίδακτα κριτήρια, ναδεικνύουσα τήν πικαιρότητα τς ρθοδόξου νθρωπολογίας πέναντι ες τήν σύγχρονον νατροπήν τν ξιν. κκλησία μν δύναται καί φείλει νά κφράσ ν τ κόσμ τήν προφητικήν ατς συνείδησιν ν ησο Χριστ, ποος ν τ νανθρωπήσει προσέλαβεν λον τόν νθρωπον καί εναι τό πόλυτον πρότυπον τς νακαινίσεως το νθρωπίνου γένους. Προβάλλει τήν ερότητα τς ζως καί τόν χαρακτρα το νθρώπου ς προσώπου ξ ατς ταύτης τς ρχς τς συλλήψεως. Τό δικαίωμα ες τήν γέννησιν εναι τό πρτον μεταξύ τν νθρωπίνων δικαιωμάτων. κκλησία ς θεανθρωπίνη κοινωνία, ες τήν ποίαν καστος νθρωπος ποτελε μοναδικήν ντότητα, προωρισμένην ες προσωπικήν κοινωνίαν μετά το Θεο, ντιστέκεται ες πσαν προσπάθειαν ντικειμενοποιήσεως το νθρώπου, μετατροπς του ες μετρήσιμον μέγεθος. Οδέν πιστημονικόν πίτευγμα πιτρέπεται νά θίγ τήν ξιοπρέπειαν το νθρώπου καί τόν θεον προορισμόν ατο. νθρωπος δέν προσδιορίζεται μόνον πό τά γονίδιά του.
πί τς βάσεως ατς θεμελιοται  Βιοηθική ξ πόψεως ρθοδόξου. Ες μίαν ποχήν λληλοσυγκρουομένων εκόνων περί το νθρώπου, ρθόδοξος Βιοηθική προβάλλει, πέναντι ες θύραθεν ατονόμους καί συρρικνωτικάς νθρωπολογικάς θεωρήσεις, τήν κατ’ εκόνα καί καθ’ μοίωσιν Θεο δημιουργίαν το νθρώπου καί τόν αώνιον προορισμόν ατο. Συμβάλλει οτως ες τόν μπλουτισμόν τς φιλοσοφικς καί πιστημονικς συζητήσεως τν βιοηθικν θεμάτων διά τς βιβλικς νθρωπολογίας καί τς πνευματικς μπειρίας τς ρθοδοξίας.
13. Ες μίαν παγκόσμιον κοινωνίαν, προσανατολισμένην ες τό «χειν» καί τόν τομοκεντρισμόν, ρθόδοξος Καθολική κκλησία προβάλλει τήν λήθειαν τς ν Χριστ καί τς κατά Χριστόν ζως, τήν λευθέρως σαρκουμένην ες τήν καθημερινήν ζωήν κάστου νθρώπου διά τν ργων ατο «ως σπέρας» (Ψαλμ. ργ’, 23), διά τν ποίων οτος καθίσταται συνεργός το αωνίου Πατρός – «Θεο σμεν συνεργοί» (Α’ Κορ. γ‘, 9) – καί το Υο Ατο, « Πατήρ μου ως ρτι ργάζεται κγώ ργάζομαι» (ωάν. ε´, 17). χάρις το Θεο γιάζει διά το γίου Πνεύματος τά ργα τν χειρν το συνεργοντος τ Θε νθρώπου, ναδεικνύοντας τήν ν ατος κατάφασιν τς ζως καί τς νθρωπίνης κοινωνίας. ντός ατο το πλαισίου τοποθετεται καί χριστιανική σκησις, διαφέρουσα ριζικς πό κάθε δυϊστικόν σκητισμόν, ποος ποκόπτει τόν νθρωπον πό τήν ζωήν καί πό τόν συνάνθρωπον.  χριστιανική σκησις καί γκράτεια, α ποαι συνδέουν τόν νθρωπον μέ τήν μυστηριακήν ζωήν τς κκλησίας, δέν φορον μόνον ες τόν μοναχικόν βίον, λλά εναι χαρακτηριστικόν τς κκλησιαστικς ζως ες λας τάς κφάνσεις ατς, πτή μαρτυρία τς παρουσίας το σχατολογικο πνεύματος ες τήν ελογημένην βιοτήν τν πιστν.

14. Α ρίζαι τς οκολογικς κρίσεως εναι πνευματικαί καί θικαί, νδιάθετοι ες τήν καρδίαν κάστου νθρώπου. Ατή κρίσις πιδεινοται κατά τούς τελευταίους αἰῶνας ξ ατίας τν ποικίλων διχασμν προκαλουμένων πό νθρώπινα πάθη, πως πλεονεξία, πληστία, γωισμός, ρπακτική διάθεσις καί πό τάς πιπτώσεις ατν πί το πλανήτου, ς κλιματική λλαγή, ποία πλέον πειλε ες μεγάλον βαθμόν τό φυσικόν περιβάλλον, τόν κοινόν μν «οκον». ρξις τς σχέσεως νθρώπου καί κτίσεως εναι διαστρέβλωσις τς αθεντικς χρήσεως τς δημιουργίας το Θεο. ντιμετώπισις το οκολογικο προβλήματος πί τ βάσει τν ρχν τς χριστιανικς παραδόσεως παιτε χι μόνον μετάνοιαν διά τήν μαρτίαν τς κμεταλλεύσεως τν φυσικν πόρων το πλανήτου, τοι ριζικήν λλαγήν νοοτροπίας καί συμπεριφορς, λλά καί σκητισμόν, ς ντίδοτον ες τόν καταναλωτισμόν, ες τήν θεοποίησιν τν ναγκν καί ες τήν κτητικήν στάσιν. Προϋποθέτει πίσης καί τήν μεγίστην εθύνην μν νά παραδώσωμεν ες τάς περχομένας γενεάς βιώσιμον φυσικόν περιβάλλον καί τήν χρσιν ατο κατά θείαν βούλησιν καί ελογίαν. Ες τά μυστήρια τς κκλησίας καταφάσκεται δημιουργία καί νθρωπος νδυναμώνεται διά νά λειτουργ ς οκονόμος, φύλαξ καί «ερεύς» ατς, προσάγων ταύτην δοξολογικς τ Δημιουργ – «Τά Σά κ τν Σν, Σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα» – καί καλλιεργν εχαριστιακήν σχέσιν μέ τήν κτίσιν. ρθόδοξος ατή εαγγελική καί πατερική προσέγγισις στρέφει πίσης τήν προσοχήν μας ες τάς κοινωνικάς διαστάσεις καί τάς τραγικάς πιπτώσεις τς καταστροφς το φυσικο περιβάλλοντος.
VI. κκλησία νώπιον τς παγκοσμιοποιήσεως, κραίων φαινομένων βίας και τς μεταναστεύσεως
15.  σύγχρονος δεολογία τς παγκοσμιοποιήσεως, ποία πιβάλλεται θορύβως καί ξαπλοται ραγδαίως, προκαλε δη σχυρούς κλυδωνισμούς ες τήν οκονομίαν καί τήν κοινωνίαν ες παγκόσμιον κλίμακα. πιβολή της χει δημιουργήσει νέας μορφάς συστηματικς κμεταλλεύσεως καί κοινωνικς δικίας, χει σχεδιάσει τήν σταδιακήν ξουδετέρωσιν τν μποδίων τν ντιτιθεμένων θνικν, θρησκευτικν, δεολογικν λλων παραδόσεων καί χει δη δηγήσει ες τήν ποδυνάμωσιν καί ες τήν τελικήν ποδόμησιν τν κοινωνικν κατακτήσεων, πό τό πρόσχημα μάλιστα τς δθεν ναγκαίας νασυγκροτήσεως τς παγκοσμίου οκονομίας, διευρύνουσα οτω τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχν, δυναμιτίζουσα τήν κοινωνικήν συνοχήν τν λαν καί ναρριπίζουσα νέας στίας παγκοσμίων ντάσεων.
ρθόδοξος κκλησία, ναντι τς σοπεδωτικς καί προσώπου μογενοποιήσεως, τήν ποίαν προωθε παγκοσμιοποίησις, λλά καί τν κροτήτων το θνοφυλετισμο, εσηγεται τήν προστασίαν τς ταυτότητος τν λαν καί τήν νίσχυσιν τς ντοπιότητος. ς ναλλακτικόν πόδειγμα διά τήν νότητα τς νθρωπότητος προβάλλει τήν ρθρωτήν ργάνωσιν τς κκλησίας, πί τ βάσει τς σοτιμίας τν κατά τόπους κκλησιν.  κκλησία ντιτίθεται ες τήν προκλητικήν πειλήν διά τόν σύγχρονον νθρωπον καί τάς πολιτιστικάς παραδόσεις τν λαν, τήν ποίαν μπερικλείει παγκοσμιοποίησις καί ρχή τς «διονομίας τς οκονομίας» το οκονομισμο, ατονόμησις δηλαδή τς οκονομίας πό τάς ζωτικάς νάγκας το νθρώπου καί μετατροπή της ες ατοσκοπόν, προτείνει δέ μίαν βιώσιμον οκονομίαν, τεθεμελιωμένην ες τάς ρχάς το Εαγγελίου. Οτω, μέ πυξίδα τόν Κυριακόν λόγον «οκ π’ ρτ μόν ζήσεται νθρωπος» (Λουκ. δ’, 4), κκλησία δέν συνδέει τήν πρόοδον το νθρωπίνου γένους μέ μόνην τήν νοδον το βιοτικο πιπέδου μέ τήν οκονομικήν νάπτυξιν ες βάρος τν πνευματικν ξιν.
16.  κκλησία δέν ναμιγνύεται ες τήν πολιτικήν, ν τ στεν σημασί το ρου, λλ’ μως μαρτυρία ατς εναι οσιαστικς πολιτική, ς μέριμνα διά τόν νθρωπον καί τήν πνευματικήν λευθερίαν του.  λόγος τς κκλησίας πρξε πάντοτε διακριτός καί θά παραμείν ες τό διηνεκς μία φειλετική παρέμβασις πρ το νθρώπου. Α κατά τόπους ρθόδοξοι κκλησίαι καλονται σήμερον νά οκοδομήσουν μίαν νέαν ποικοδομητικήν συναλληλίαν μέ τό κοσμικόν κράτος δικαίου ες τό νέον πλαίσιον τν διεθνν σχέσεων, συμφώνως πρός τό βιβλικόν «πόδοτε τά το Καίσαρος τ Καίσαρι καί τά το Θεο τ Θε» (Ματθ. κβ’, 21). συναλληλία ατη δέον πως διασώζ τήν διοπροσωπίαν κκλησίας καί κράτους καί διασφαλίζ τήν ελικριν συνεργασίαν ατν π’ φελεί τς προστασίας τς μοναδικς ξίας το νθρώπου καί τν ντεθεν πορρεόντων δικαιωμάτων ατο, ς καί τς κοινωνικς δικαιοσύνης.
Τά δικαιώματα το νθρώπου ερίσκονται σήμερον ες τό κέντρον τς πολιτικς ς πάντησις ες τάς συγχρόνους κοινωνικάς καί πολιτικάς κρίσεις καί νατροπάς καί διά τήν προστασίαν τς λευθερίας το τόμου. προσέγγισις τν δικαιωμάτων το νθρώπου πό τς ρθοδόξου κκλησίας πικεντρώνεται ες τόν κίνδυνον κπτώσεως το τομικο δικαιώματος ες τομοκεντρισμόν καί δικαιωματισμόν. Μία τοιαύτη κτροπή λειτουργε ες βάρος το κοινοτικο περιεχομένου τς λευθερίας, δηγε ες τήν αθαίρετον μετατροπήν τν δικαιωμάτων ες εδαιμονιστικάς διεκδικήσεις καί ες τήν ναγωγήν τς πισφαλος ταυτίσεως τς λευθερίας μέ τήν συδοσίαν το τόμου ες «οκουμενικήν ξίαν», ποία ποσκάπτει τά θεμέλια τν κοινωνικν ξιν, τς οκογενείας, τς θρησκείας, το θνους καί πειλε θεμελιώδεις θικάς ξίας.
ρθόδοξος λοιπόν κατανόησις το νθρώπου ντιτίθεται τόσον ες τήν λαζονικήν ποθέωσιν το τόμου καί τν δικαιωμάτων του, σον καί ες τήν ταπεινωτικήν καταρράκωσιν το νθρωπίνου προσώπου ες τάς συγχρόνους γιγαντιαίας οκονομικάς, κοινωνικάς, πολιτικάς καί πικοινωνιακάς δομάς. παράδοσις τς ρθοδοξίας εναι νεξάντλητος πηγή ζωτικν ληθειν διά τόν νθρωπον. Οδείς τίμησε τόν νθρωπον καί μερίμνησε δι’ ατόν τόσον, σον Θεάνθρωπος Χριστός καί κκλησία Του. Θεμελιδες νθρώπινον δικαίωμα εναι προστασία τς ρχς τς θρησκευτικς λευθερίας πό πάσας τάς προοπτικάς ατς, τοι τς λευθερίας τς συνειδήσεως, τς πίστεως, τς λατρείας καί λων τν τομικν καί συλλογικν κφράσεων θρησκευτικς λευθερίας, συμπεριλαμβανομένου καί το δικαιώματος κάστου πιστο νά τελ κωλύτως πό οανδήποτε κρατικήν παρέμβασιν τά θρησκευτικά του καθήκοντα, καθώς καί τς λευθερίας δημοσίας διδασκαλίας τς θρησκείας καί τν προϋποθέσεων λειτουργίας τν θρησκευτικν κοινοτήτων.
17. Βιομεν σήμερον ξαρσιν νοσηρν φαινομένων βίας ν νόματι το Θεο. Α κρήξεις φονταμενταλισμο ες τούς κόλπους τν θρησκειν κινδυνεύουν νά δηγήσουν ες τήν πικράτησιν τς πόψεως τι φονταμενταλισμός νήκει ες τήν οσίαν το θρησκευτικο φαινομένου. λήθεια μως εναι τι  φονταμενταλισμός, ς «ζλος ο κατ’ πίγνωσιν» (Ρωμ. ι’, 2), ποτελε κφρασιν νοσηρς θρησκευτικότητος. ληθής χριστιανός, κατά τό πρότυπον το σταυρωθέντος Κυρίου, θυσιάζεται καί δέν θυσιάζει, καί διά τόν λόγον ατόν εναι αστηρότερος κριτής το ποθενδήποτε προερχομένου φονταμενταλισμο. ελικρινής διαθρησκειακός διάλογος συμβάλλει ες τήν νάπτυξιν μοιβαίας μπιστοσύνης, ες τήν προώθησιν τς ερήνης καί τς καταλλαγς. κκλησία γωνίζεται διά νά καταστήσ ασθητοτέραν τήν «νωθεν ερήνην» πί τς γς. ληθινή ερήνη δέν πιτυγχάνεται μέ τήν δύναμιν τν πλων, λλά μόνον διά μέσου τς γάπης, τις «ο ζητε τά αυτς» (Α’ Κορ. ιγ´, 5). Τό λαιον τς πίστεως πρέπει νά χρησιμοποιται διά νά παλύν καί νά θεραπεύ τάς παλαιάς πληγάς τν λλων καί χι νά ναρριπίζ νέας στίας μίσους.
18.  ρθόδοξος κκλησία παρακολουθε μέ πόνον καί προσευχήν καί καταγράφει τήν μεγάλην σύγχρονον νθρωπιστικήν κρίσιν, τήν πέκτασιν τς βίας καί τν νόπλων συρράξεων, τόν διωγμόν, τήν κδίωξιν καί τάς δολοφονίας μελν θρησκευτικν μειονοτήτων, τήν βιαίαν πομάκρυνσιν οκογενειν πό τάς στίας των, τήν τραγωδίαν τς μπορίας νθρώπων, τήν παραβίασιν τν βασικν δικαιωμάτων τόμων καί λαν καί τόν ξαναγκασμόν ες λλαγήν πίστεως. Καταδικάζει περιφράστως τάς παγωγάς, τά βασανιστήρια, τάς εδεχθες κτελέσεις. Καταγγέλλει τήν καταστροφήν ναν, θρησκευτικν συμβόλων καί μνημείων πολιτισμο.
ρθόδοξος κκλησία νησυχε διαιτέρως διά τήν κατάστασιν τν χριστιανν καί τν λλων διωκομένων θνικν καί θρησκευτικν μειονοτήτων τς Μέσης νατολς. Εδικώτερον, πευθύνει κκλησιν πρός τάς κυβερνήσεις ν τ περιοχ, νά προστατεύσουν τούς χριστιανικούς πληθυσμούς, τούς ρθοδόξους, τούς ρχαίους νατολικούς καί τούς λοιπούς χριστιανούς, ο ποοι πεβίωσαν ες τό λίκνον το Χριστιανισμο. Ο γηγενες χριστιανικοί καί ο λλοι πληθυσμοί χουν παράγραπτον δικαίωμα νά παραμείνουν ες τάς χώρας ατν ς πολται μέ σα δικαιώματα.
Προτρέπομεν λοιπόν λους τούς μπλεκομένους, νεξαρτήτως θρησκευτικν πεποιθήσεων, νά ργάζωνται διά τήν καταλλαγήν καί διά τόν σεβασμόν τν νθρωπίνων δικαιωμάτων, πρωτίστως δέ διά τήν προστασίαν το θείου δώρου τς ζως. Πρέπει πόλεμος καί αματοχυσία νά τερματισθον, νά πικρατήσ δικαιοσύνη, στε νά πανέλθ ερήνη καί νά καταστ φικτή πιστροφή τν κδιωχθέντων ες τάς πατρογονικάς ατν στίας. Προσευχόμεθα διά τήν ερήνην καί τήν δικαιοσύνην ες τάς δοκιμαζομένας χώρας τς φρικς, ς καί ες τήν χειμαζομένην Οκρανίαν. παναλαμβάνομεν ν Συνόδ μετ’ μφάσεως τήν κκλησιν πρός τούς πευθύνους, νά πελευθερώσουν τούς δύο παχθέντας ρχιερες ες τήν Συρίαν, Παλον Yazigi καί ωάννην İbrahim. Προσεπευχόμεθα διά τήν πελευθέρωσιν πάντων τν ν μηρί καί αχμαλωσί συνανθρώπων μας.
19. Τό σύγχρονον καί συνεχς ντεινόμενον προσφυγικόν καί μεταναστευτικόν πρόβλημα, φειλόμενον ες πολιτικούς, οκονομικούς καί κλιματολογικούς λόγους, ερίσκεται ες τό κέντρον το παγκοσμίου νδιαφέροντος. ρθόδοξος κκλησία ντιμετώπισε πάντοτε καί ντιμετωπίζει συνεχς τούς δεδιωγμένους, τούς ν κινδύν καί ν νάγκαις, πί τ βάσει τν λόγων το Κυρίου «πενασα γρ, καί δκατ μοι φαγεν, δψησα, καί ποτσατ με, ξνος μην, καί συνηγγετ με, γυμνς, καί περιεβλετ με, σθνησα, καί πεσκψασθ με, ν φυλακ μην, καί λθετε πρς με» (Ματθ. κε’, 35-36) καί «μήν λέγω μν, φ’ σον ποιήσατε νί τούτων τν δελφν μου τν λαχίστων μοί ποιήσατε» (Ματθ. κε’, 40). Καθ’ λην τήν στορικήν ατς πορείαν κκλησία ερίσκετο ες τό πλευρόν τν «κοπιώντων καί πεφορτισμένων» (Ματθ. ια’, 28). είποτε κκλησιαστική φιλανθρωπία δέν περιωρίζετο πλς ες τήν περιστασιακήν γαθοεργίαν πρός τόν νδε καί τόν πάσχοντα, λλά πέβλεπε καί ες τήν πάλειψιν τν ατίων, τά ποα δημιουργον τά κοινωνικά προβλήματα. Τό «ργον διακονίας» τς κκλησίας (φεσ. δ’, 12) ναγνωρίζεται πό πάντων.
πευθύνομεν λοιπόν κκλησιν πρωτίστως πρός τούς δυναμένους νά ρουν τάς ατίας τς δημιουργίας τς προσφυγικς κρίσεως νά λάβουν τάς δεούσας θετικάς ποφάσεις. Καλομεν τάς πολιτικάς ρχάς, τούς ρθοδόξους πιστούς καί τούς λοιπούς πολίτας τν χωρν, ες τάς ποίας κατέφυγον καί συνεχίζουν νά καταφεύγουν ο πρόσφυγες, νά παράσχουν ες ατούς πσαν δυνατήν βοήθειαν, κόμη καί κ το δίου στερήματος.
VII. κκλησία: μαρτυρία ν διαλόγ
20.  κκλησία πιδεικνύει εαισθησίαν ναντι κείνων, ο ποοι διέκοψαν τήν μετ’ ατς κοινωνίαν καί νδιαφέρεται δι’ σους δέν κατανοον τήν φωνήν της. ν τ συνειδήσει ατς τι ποτελε τήν ζσαν παρουσίαν το Χριστο ν τ κόσμ, μετατρέπει ες συγκεκριμένας πράξεις τήν θείαν Οκονομίαν δι’ λων τν ες τήν διάθεσιν ατς μέσων, διά τήν ξιόπιστον μαρτυρίαν τς ληθείας, ν τ  κριβεί τς ποστολικς πίστεως. πό τό πνεμα ατό τς κατανοήσεως το χρέους μαρτυρίας καί προσφορς,  ρθόδοξος κκλησία νέκαθεν προσέδιδε μεγάλην σημασίαν ες τόν διάλογον, διαιτέρως δέ ες κενον μέ τούς τεροδόξους χριστιανούς. Διά μέσου το διαλόγου ατο, λοιπός χριστιανικός κόσμος γνωρίζει πλέον καλύτερα τήν ρθοδοξίαν καί τήν γνησιότητα τς παραδόσεως ατς. πίσης γνωρίζει τι ρθόδοξος κκλησία οδέποτε πεδέχθη τόν θεολογικόν μινιμαλισμόν τήν μφισβήτησιν τς δογματικς παραδόσεως καί το εαγγελικο θους της. Ο διαχριστιανικοί διάλογοι λειτούργησαν ς εκαιρία διά τήν ρθοδοξίαν, διά νά ναδείξ τό σέβας πρός τήν διδασκαλίαν τν Πατέρων καί διά νά δώσ τήν ξιόπιστον μαρτυρίαν τς γνησίας παραδόσεως τς μις, γίας, καθολικς καί ποστολικς κκλησίας. Ο πό τς ρθοδόξου κκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οδέποτε σήμαιναν, οτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οονδήποτε συμβιβασμόν ες ζητήματα πίστεως. Ο διάλογοι ατοί εναι μαρτυρία περί τς ρθοδοξίας, δραζομένη πί το εαγγελικο μηνύματος «ρχου καί δε» (ωάν. α’, 46), τι « Θεός γάπη στίν» (Α’ ωάν. δ’, 8).
***
πό τό πνεμα ατό, νά τήν οκουμένην ρθόδοξος κκλησία, οσα ν Χριστ φανέρωσις τς Βασιλείας το Θεο, βιο τό λον μυστήριον τς θείας Οκονομίας ες τήν μυστηριακήν ζωήν ατς, μέ πίκεντρον πάντοτε τήν θείαν Εχαριστίαν, ν τ ποί προσφέρει ες μς οχί τροφήν πίκηρον καί φθαρτήν, λλ’ ατό τό ζωήρρυτον Δεσποτικόν Σμα, «τόν οράνιον ρτον», «ς στί φάρμακον θανασίας, ντίδοτος το μή ποθανεν, λλά ζν ν Θε διά ησο Χριστο, καθαρτήριον λεξίκακον» (γνατίου ντιοχείας, Πρός φεσίους, Κ’. PG 5, 756).  θεία Εχαριστία ποτελε τόν σώτατον πυρνα καί τς συνοδικς λειτουργίας το κκλησιαστικο σώματος, καθώς καί τήν αθεντικήν βεβαίωσιν τς ρθοδοξίας τς πίστεως τς κκλησίας, ς διακηρύττει καί γιος Ερηναος Λυνος: «μν δέ σύμφωνος γνώμη (= διδασκαλία) τ Εχαριστί, δέ Εχαριστία βεβαιο τήν γνώμην» (Κατά αρέσεωνΔ’, 18. PG 7, 1028).

Εαγγελιζόμενοι, λοιπόν, κατά τήν ντολήν το Κυρίου λον τόν κόσμον καί «κηρύττοντες πί τ νόματι ατο μετάνοιαν καί φεσιν μαρτιν ες πάντα τά θνη» (Λουκ. κβ’, 47), χομεν χρέος νά παραθέτωμεν αυτούς καί λλήλους καί πσαν τήν ζωήν μν Χριστ τ Θε καί νά γαπμεν λλήλους, μολογοντες ν μονοί «Πατέρα, Υόν καί γιον Πνεμα, Τριάδα μοούσιον καί χώριστον». Τατα πευθύνοντες ν Συνόδ πρός τά νά τόν κόσμον τέκνα τς γιωτάτης ρθοδόξου μν κκλησίας καί πρός τήν οκουμένην πσαν, πόμενοι τος γίοις Πατράσι καί τος συνοδικος θεσπίσμασι πρός διαφύλαξιν τς πατροπαραδότου πίστεως καί πρός «νάληψιν χρηστοηθείας» ες τήν καθ’ μέραν ζωήν μν, π’ λπίδι τς «κοινς ναστάσεως», δοξολογομεν τήν τρισυπόστατον Θεότητα σμασιν νθέοις:
«Πάτερ Παντοκράτορ καί Λόγε καί Πνεμα, τρισίν νιζομένη ν ποστάσεσι φύσις. περούσιε καί πέρθεε, ες σέ βεβαπτίσμεθα καί σέ ελογομεν ες πάντας τούς αἰῶνας» (Κανών το Πάσχα, δή Η’).