Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Παλαιό και Νέο Ημερολόγιο

Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακόπουλου



Το «Ημερολογιακόν Ζήτημα» από ετών ταράσσει την Εκκλησίαν. Σημείον αντιλεγόμενον έχει καταστή. Οι Παλαιοημερολογίται διακηρύττουν απεριφράστως ότι ακολουθούν το «σωστόν», το «γνήσιον», εξ ου και αυτοκαλούνται «Γνήσιοι – Ορθόδοξοι – Χριστιανοί», Γ.Ο.Χ., φθάσαντες εις το σημείον να πιστεύουν και να διακηρύττουν ότι ο Παράδεισος είναι μόνον δι’ αυτούς. Δι’ ημάς δε τους υπολοίπους, τους Νεοημερολογίτας, τους «Φράγκους», τους «Σχισματικούς», τους «αιρετικούς» ως μας αποκαλούν, παραμένει η Κόλασις. Ακόμη διακηρύττουν απεριφράστως ότι τα Μυστήριά μας είναι άκυρα, καθ’ ο «άχαρα», άνευ χάριτος. Οι του Νέου δε Ημερολογίου, ως επί το πλείστον, αδιαφορούν δια τα προαναφερθέντα, ωρισμένοι αντιδρούν, άλλοι περνούν και εις την αντεπίθεσιν και ολίγοι προβληματίζονται προ των κατηγοριών των Παλαιοημερολογιτών μη γνωρίζοντες τι να πράξουν. Υπάρχουν λοιπόν θέματα, κατά την γνώμην μας, εις αμφοτέρας τας παρατάξεις, που άλλοτε ολίγον άλλοτε πολύ κερδίζει εξ αυτών μόνον ο Διάβολος. Το παρόν, έργον ανέκδοτον, απάντησις εις τινα Θεολόγον Μοναχόν, του αειμνήστου Πατρός Ιωήλ Γιαννακόπουλου, γνωστού απολογητού των Ορθοδόξων θέσεων, έρχεται να ρίξη άπλετον φως εις το εν προκειμένω αντιλεγόμενον ζήτημα του Ημερολογίου και να καταστήση αναπολογήτους όλους εκείνους, οίτινες καταδικάζουν την ενέργειαν της Εκκλησίας, (ενός ζωντανού Οργανισμού), ώστε να διορθώση το Ημερολόγιον, αλλά και να διαφωτίση τους θέλοντας, ίνα ούτω ειρηνεύσουν αι συνειδήσεις και μη κερδίζη πλέον ο Διάβολος. Το παρόν εκδίδεται εκ χειρογράφου, ευρισκομένου εις χείρας πνευματικού τέκνου του αειμνήστου Κληρικού, εις το οποίον είχε κάμει διορθώσεις τινάς ο ίδιος ο συγγραφεύς ολίγον προ της εκδημίας του (Δεκέμβριος 1966). ΠΑΛΑΙΟΝ ΚΑΙ ΝΕΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ

Οι Παλαιοημερολογίται μου είναι άνθρωποι συμπαθείς, διότι παρ’ όλην την άγνοιαν που έχουν εις το Παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα, έχουν ζήλον και φόβον Θεού. Δια τον λόγον αυτόν δεν ηθέλησα να ασχοληθώ ούτε προφορικώς εις διάλεξίν μου τινά περί του Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος, ούτε να γράψω και δημοσιεύσω τι περί αυτού. Εθεώρησα σκοπιμώτερον να ασχοληθώ συγγραφικώς περί τον υπομνηματισμόν της Παλ. Διαθήκης και γύρω από τους Ευαγγελικούς, Χιλιαστάς και λοιπά θέματα προς διαφωτισμόν τους ευσεβούς λαού μας και ουδόλως με τους Παλαιοημερολογίτας. Εις όμως παλαιοημερολογίτης Θεολόγος Μοναχός, αντί να ασχοληθή και αυτός με τόσας αιρέσεις που κατακλύζουν την Πατρίδα μας, ήτοι Χιλιαστάς, Ευαγγελικούς κ.λ.π. και να γράψη τι κατ’ αυτών, καταφέρεται καθ’ ημών γραπτώς και προφορικώς, ονομάζων ημάς κακοδόξους, αιρετικούς, αβαπτίστους. Δεν αρκείται εις την γενικήν και ανώνυμον αυτήν καταφοράν καθ’ ημών, αλλά κατ’ επανάληψιν εις το παρελθόν έγραψε κατ’ εμού προσωπικώς και εσχάτως εις το τελευταίον βιβλίον του: «Ποία η διαφορά μεταξύ Παλαιού και Νέου Ημερολογίου» με αποκαλεί εν σελίδι 19 νεωτεριστήν, πάντα δε νεωτεριστήν θεωρεί εν σελίδι 43 αβάπτιστον. Έπειτα απ’ όλα αυτά, νομίζω, ότι δεν έπρεπε να σιωπήσω, διότι η σιωπή μου δύναται να θεωρηθή ως αδυναμία μου ή ως σιωπηρά συγκατάθεσις μου εις το Παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα. Επειδή δε ο Μοναχός ούτος φέρει τον τίτλον του Θεολόγου, η σιωπή μου θα επηρεάση ακόμη περισσότερον τους αναγνώστας του βιβλίου του. Απεφάσισα λοιπόν να απαντήσω. Και ιδού πως: Θα βασισθώ εις το τελευταίον βιβλίον του «Ποία η διαφορά μεταξύ Παλαιού και Νέου Ημερολογίου» και με την βοήθειαν του Πηδαλίου της Εκκλησίας μας και με τας γνώμας των Αγίων Πατέρων και τα δεδομένα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας θα φέρω εις φως όλους τους παραλογισμούς και τας πλάνας του εν λόγω Μοναχού. Και συγκεκριμένως: Επειδή ούτος α) συγχέει το νέον ημερολόγιον με το Γρηγοριανόν, το Παπικόν ημερολόγιον, β) αγνοεί τον τρόπον του κανονισμού του Πάσχα υπό της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, γ) αγνοεί τον τρόπον του εορτασμού της μεγάλης ακινήτου εορτής των Χριστουγέννων και των συναφών προς αυτήν εορτών και δ) δεν έχει ιδέαν περί παραδόσεων, Εκκλησίας και σχίσματος, θα διαιρέσω την απάντησίν μου εις τέσσαρα μέρη: α) Ιουλιανόν και Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, β) το Πάσχα και ο χρόνος εορτασμού του κύκλου των κινητών εορτών, γ) τα Χριστούγεννα και αι συναφείς προς αυτά ακίνητοι εορταί και δ) αι παραδόσεις της Εκκλησίας, η Εκκλησία μας και το σχίσμα. Α’ ΙΟΥΛΙΑΝΟΝ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ Ο εν λόγω Μοναχός συνταυτίζει το Νέον Ημερολόγιον, το οποίον ακολουθούμεν ημείς οι Νεοημερολογίται, με το Γρηγοριανόν ή Παπικόν ή Φραγκικόν Ημερολόγιον εν σελίδι ΙΙ του εν λόγω βιβλίου του, εν ω το υπ’ αυτών ακολουθούμενον Παλαιόν (Ιουλιανόν) Ημερολόγιον θεωρεί εν την αυτή σελίδι ως πατροπαράδοτον γνήσιον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον. Όχι, αγαπητέ Μοναχέ! Έχεις παχυλήν άγνοιαν του Ημερολογίου ή εν γνώσει σου σκοτίζεις και διαστρέφεις τα πράγματα. Το νέον Ημερολόγιον, το οποίον ακολουθούμεν ημείς, δεν είναι Γρηγοριανόν, Παπικόν, Φραγκικόν, όπως το ονομάζεις συ, αλλά Ιουλιανόν. Θέλεις απόδειξιν αυτού; Άκουσον: Πρώτον: Άνοιξε μίαν οιανδήποτε Κοσμογραφίαν που διδάσκεται εις τας ανωτέρας τάξεις του Γυμνασίου. Θα ίδης εις το κεφάλαιον περί του Ημερολογίου την διαφοράν Γρηγοριανού και Ιουλιανού Ημερολογίου από απόψεως καθαρώς ημερολογιακής. Ιδού τι λέγει η Κοσμογραφία της ΣΤ’ τάξεως του Γυμνασίου εν σελ. 5: Γνωρίζομεν ότι το έτος αποτελείται ακριβώς από 365,242217 ηλιακάς ημέρας. Η διάρκεια του πολιτικού έτους του Ιουλιανού Ημερολογίου είναι 365 ημέρας και ¼ της ημέρας, διότι ανά τέσσερα χρόνια προστίθεται μία ημέρα η 29η Φεβρουαρίου. Επομένως το Ιουλιανόν Ημερολόγιον υπερέχει, είναι μεγαλύτερον του πραγματικού έτους κατά (365, 25-365, 242217) = 0,007783 ηλιακάς ημέρας. Η διαφορά αύτη εντός 400 ετών ανέρχεται εις 3,1132 ημέρας ανά 400 έτη. Ίνα διορθώση το σφάλμα τούτο ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ’, βοηθούμενος υπό του αστρονόμου LILIO, διέταξεν όπως η μετά την 4ην Οκτωβρίου 1582 ημέρα κληθή 15η Οκτωβρίου και ουχί 5η Οκτωβρίου. Ίνα δε μη εις το μέλλον επαναληφθή το σφάλμα αυτό, ώρισεν όπως εντός 400 ετών μη λαμβάνωνται 100 δίσεκτα έτη, ως γίνεται κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, αλλά μόνον 97. ούτω κατά το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, η χρονολογία υστερεί εντός 400 ετών, μόνον κατά 0,1132 ημέρας. Πρέπει να παρέλθουν 4.000 έτη, όπως η χρονολογία υστερήση κατά 1,132 ημέρας. Προς διόρθωσιν του Ιουλιανού Ημερολογίου ώρισεν ο Πάπας Γρηγόριος όπως τα έτη των αιώνων (λόγου χάριν 1600, 1700, 1800) μη είναι δίσεκτα, εκτός αν ο αριθμός των εκατοντάδων διαιρήται δια 4. Ούτω το έτος 1600 ήτο δίσεκτον κατά το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, διότι ο αριθμός των εκατοντάδων 16 είναι διαιρετός δια 4, δια το Ιουλιανόν Ημερολόγιον είναι ομοίως δίσεκτον, διότι ο αριθμός 1600 είναι διαιρετός δια 4. Τα έτη όμως 1700, 1800, 1900 είναι δίσεκτα κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, διότι οι αριθμοί ούτοι 1700, 1800, 1900 είναι διαιρετοί δια 4, δια το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον δεν είναι δίσεκτα, διότι οι αριθμοί των εκατοντάδων 17, 18, 19 δεν είναι διαιρετοί δια 4. Ούτω μετά πάροδον από σήμερον 1600 περίπου ετών, όσα περίπου παρήλθον από της Α’ Οικουμενικής Συνόδου μέχρι σήμερον, ημείς, επειδή ακολουθούμεν το Ιουλιανόν Ημερολόγιον και θα έχωμεν δίσεκτα έτη τα διαιρετά δια 4, θα έχωμεν νέαν διαφοράν 13 ημερών, εν ω το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον δεν θα έχη, διότι ανά 400 έτη θα έχη 97 δίσεκτα έτη και ουχί 100. Ιδού η διαφορά Νέου Ημερολογίου που ακολουθούμεν ημείς και του Γρηγοριανού, το οποίον ακολουθούν οι Δυτικοί από καθαρώς ημερολογιακής απόψεως! Εκείνοι θα έχουν 97 έτη δίσεκτα ανά 400 έτη, ημείς όμως θα έχωμεν 100. ο Πάπας Γρηγόριος δεν ηρκέσθη εις την ημερολογιακήν αυτήν μεταρρύθμισιν. Προσήρμοσε και το Πάσχα του προς το Ημερολόγιον του αγνοήσας το Πάσχα των Εβραίων και την απόφασιν της Α’ Οικουμενικής Συνόδου σχετικήν με το Χριστιανικόν Πάσχα και το Εβραϊκόν. Β’ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ Εάν ανοίξωμεν το Πηδάλιον, θα ίδωμεν εις την σελίδα 9, ότι 4 σημεία είναι εκείνα τα οποία πρέπει να τηρώνται δια την εορτήν του Πάσχα! α) Εαρινή ισημερία. β) Πρώτη πανσέληνος μετά την ισημερίαν ταύτην. γ) Μετά το Νομικόν Πάσχα και δ) Η πρώτη Κυριακή μετά από όλα αυτά Το Γρηγοριανόν ή Παπικόν Ημερολόγιον λαμβάνει υπ’ όψιν του μόνον τα τρία: Εαρινήν ισημερίαν, πανσέληνον και Κυριακήν. Αγνοεί εντελώς το Νομικόν Πάσχα των Εβραίων. Ούτως οι Παπικοί συνεορτάζουν το Πάσχα των μετά των Εβραίων ή προηγούνται αυτού παρά τον 7ον Κανόνα των Αποστόλων και παρά την ιστορικήν ακρίβειαν, καθ’ ην ο Κύριος ανέστη μετά το Πάσχα των Εβραίων. Ημείς όμως οι Νεοημερολογίται λαμβάνομεν υπ’ όψιν και τα 4 σημεία του Πάσχα και ούτω διαφέρομεν του Γρηγοριανού ή Παπικού Ημερολογίου και Εκκλησιαστικώς. Εορτάζομεν δηλαδή το Πάσχα μας μετά το Πάσχα των Εβραίων, συμφώνως με την διάταξιν της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Επομένως: Ημερολογιακώς και Εκκλησιαστικώς διαφέρομεν σεις και ημείς με το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον. Σεις και ημείς ακολουθούμεν Ημερολογιακώς και Εκκλησιαστικώς το Ιουλιανόν Ημερολόγιον! Διατί συνταυτίζεις τελείως το Νέον Ημερολόγιον, αυτό που ακολουθούμεν ημείς, με το Παπικόν Γρηγοριανόν, αφού υπάρχη τόση μεγάλη διαφορά από Ημερολογιακής και Εκκλησιαστικής απόψεως μεταξύ των; Αλλοίμονον σου! Θα δώσης μεγάλον λόγον εις τον Θεόν. Μαντεύω την αντίρρησίν σου. Θα μου είπης: Διατί να γίνη η προώθησις των 13 ημερών; Σου απαντώ: Η προώθησις αύτη μόνη της δεν έθιξε το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, αλλά το μηνολόγιον του Ημερολογίου τούτου. το Ημερολόγιόν μας παρέμεινεν και θα παραμείνη Ιουλιανόν. Ιουλιανόν έχετε σεις. Ιουλιανόν έχομεν και ημείς. Χώνεψέ το καλά αυτό μέσα εις το μυαλό σου. Μόνον ότι το ιδικόν μας Ιουλιανόν είναι διορθωμένον. Και πάλιν θα μου είπης: Έστω. Διατί να μεταβληθή το μηνολόγιον του Ιουλιανού Ημερολογίου; Σου απαντώ: Γνωρίζομεν από το Πηδάλιον της Εκκλησίας μας ότι οι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, που εκανόνισαν το Πάσχα με βάσιν την εαρινήν ισημερίαν, είχον τότε εαρινήν ισημερίαν 21 Μαρτίου. Αυτό μας το λέγει το Πηδάλιον. Ιδέ σελίδα 9. Μετά την πάροδον όμως 1600 περίπου ετών από τότε μέχρι σήμερον, εξέπεσαμεν από την ημερομηνίαν εκείνην και εφθάσαμεν να έχωμεν εαρινήν ισημερίαν την 8ην Μαρτίου. Και αυτό αναφέρεται εις το Πηδάλιον. Ιδέ σελίδα 9. Με ένα πήδημα λοιπόν 13 ημερών ημείς οι λεγόμενοι «Νεοημερολογίται» έχομεν εαρινήν ισημερίαν εκείνην που είχον οι Άγιοι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Ούτω έχομεν την παλαιάν ημερομηνίαν της εαρινής ισημερίας, 21 Μαρτίου, ενώ σεις έχετε την νέαν ημερομηνίαν της ισημερίας ταύτης, 8 Μαρτίου. Επομένως ημείς ακολουθούμεν την παλαιάν ημερομηνίαν, σεις την νέαν ημερομηνίαν. Ημείς πηγαίνομεν με το παλαιόν Ιουλιανόν Ημερολόγιον της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, σεις με το Νέον Ιουλιανόν Ημερολόγιον. Κατά συνέπειαν ημείς είμεθα όντως Παλαιοημερολογίται και σεις Νεοημερολογίται, διότι και πάλιν σου επαναλαμβάνω έχομεν την 21ην Μαρτίου ως εαρινήν ισημερίαν όπως είχον οι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ σεις εξεπέσατε και έχετε την 8ην Μαρτίου. Θα μου είπης: Διατί ο Άγιος Νικόδημος μαζί με τον Χρυσόστομον εις τα υποσημειώσεις του Πηδαλίου, σελ. 9, καταφέρεται κατά της προωθήσεως των 10 ημερών υπό του Γρηγοριανού Ημερολογίου; Απαντώ: Ο Ιερός Χρυσόστομος ουδεμίαν σημασίαν δίδει εις τας ημερομηνίας των εορτών ως κόπτεσθε σεις δι’ αυτάς. Μας το λέγει ρητώς: «Ει τω δείνα μηνί ει τω δείνα μηνί εορτάσητε το Πάσχα ουδείς ποτέ εκολάσθη ουδέ ενεκλήθη». Ήκουσες; Εάν εορτάσωμεν την τάδε του μηνός ή την τάδε του μηνός ημέραν το Πάσχα ή άλλην εορτήν ουδείς ποτέ εκολάσθη ούτε κατηγορήθη. Εκείνο το οποίον ενδιαφέρει τον Άγιον αυτόν Πατέρα είναι ο εορτασμός του Πάσχα κατά τους ορισμούς της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Ποίοι είναι οι όροι αυτοί; Μα τους αναλύει θαυμασίως ο Άγιος Νικόδημος εις τους υπομνηματισμούς του Πηδαλίου της Εκκλησίας μας. Ο Άγιος δηλαδή Νικόδημος καταφέρεται κατά του Γρηγοριανού Ημερολογίου εις τας υποσημειώσεις του Πηδαλίου του, διότι το Ημερολόγιον αυτό δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του το Πάσχα των Εβραίων και ούτω οι Δυτικοί εορτάζουν ενίοτε προ του Εβραϊκού Πάσχα ή μαζί με αυτό παρά τον 7ον Κανόνα των Αποστόλων και την ιστορικήν αλήθειαν, καθ΄ ότι ο Κύριος ανέστη μετά το Πάσχα των Εβραίων. Ιδού τι λέγει ο Άγιος Νικόδημος εις την πρώτην υποσημείωσιν αυτού του Κανόνος: «Το να κάνη τις το Πάσχα μετά την 21ην Μαρτίου ως κάμνομεν ημείς οι Γραικοί ή μετά την 11ην Μαρτίου ως κάμνουν οι Λατίνοι δεν είναι έγκλημα. Το να σχίση όμως την Εκκλησίαν είναι αμάρτημα ασυγχώρητον». Πως σχίζουν οι Δυτικοί την Εκκλησίαν; Μας το λέγουν ευθύς αμέσως τα σχόλια του ιδίου Αγίου Πατρός Νικοδήμου: «Η ακρίβεια αύτη (του Γρηγοριανού Ημερολογίου) προξενεί δύο μεγάλας ατοπίας εις τους Λατίνους το να εορτάζουν δηλαδή το Πάσχα ή μετά Ιουδαίων ή προ των Ιουδαίων». Βλέπεις λοιπόν, αγαπητέ μου, τι λέγει το Πηδάλιον; Δεν είναι έγκλημα, δεν είναι σχίσμα, ο κατά διάφορον χρόνον εορτασμός του Πάσχα, αλλά κακόν είναι να γίνεται το ιδικόν μας Πάσχα προ του Πάσχα των Εβραίων ή μαζί με αυτό. Ιδού που ο Άγιος Νικόδημος εντοπίζει την κυρίαν διαφοράν Γρηγοριανού και Ιουλιανού Ημερολογίου. Να μη γίνεται το Πάσχα μας προ ή μαζί με το Πάσχα των Εβραίων. Αυτό όμως αποφεύγεται από ημάς. Διατί λοιπόν συ ταυτίζεις και συγχέεις το Νέον Ημερολόγιον με το Γρηγοριανόν; Θα μου είπης: Δεν έπρεπε να ονομάσωμεν την 8ην Μαρτίου 21ην, ώστε να προωθήσωμεν το μηνολόγιόν μας κατά 13 ημέρας. Το Πηδάλιον μας είπεν, ως είδομεν άνω, ότι δεν είναι έγκλημα, όταν εορτάζωμεν το Πάσχα εις δύο διαφόρους χρόνους μετά την 8ην Μαρτίου ή μετά την 21ην Μαρτίου, αρκεί να γίνεται μετά το Πάσχα των Εβραίων. Πολύ περισσότερον δεν έχει ουδεμίαν σημασίαν αφού σεις και ημείς εορτάζομεν το Πάσχα την αυτήν ημέραν και η ημέρα αύτη είναι δι’ ημάς η 22α Μαρτίου και ημείς την ονομάζομεν 1ην Απριλίου. Αφού δηλαδή κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον και το Πηδάλιον της Εκκλησίας, ο κατά διάφορον χρόνον εορτασμός του Πάσχα δεν είναι έγκλημα, ουδέ καταδίκη τις, πολύ περισσότερον δεν έχει σημασίαν ο παρ’ ημίν κατά τον χρόνον μεθ’ υμών, αλλά κατά διάφορον ημερομηνίαν εορτασμός του, αρκεί να γίνεται μετά το Πάσχα των Εβραίων. Είδες ποία η διπλή διαφορά από Ημερολογιακής και Εκκλησιαστικής απόψεως μεταξύ Ιουλιανού και Γρηγοριανού; Ας έλθωμεν όμως να εξετάσωμεν πλατύτερον το θέμα του εορτασμού του Πάσχα. Δεύτερον: Το Πάσχα: Εν σελίδι 14 του βιβλίου σου γράφεις δια το Πάσχα: «Οι Θεοφόροι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ώρισαν το Πάσχα, κατ’ έμπνευσιν του Παναγίου Πνεύματος, ίνα κυμαίνεται από 22 Μαρτίου μέχρι 25 Απριλίου». Ή αγνοείς τα πράγματα ή τα διαστρέφεις εν γνώσει σου! Εις πρακτικά της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ουδαμού μνημονεύεται η ημερομηνία αύτη που γράφεις συ, αλλά 4 σταθερά, ως είπον και προηγουμένως, τα οποία αναφέρει το Πηδάλιον: Πρώτον: ισημερία. Δεύτερον: Πανσέληνος. Τρίτον: Νομικόν Πάσχα. Και τέταρτον: Ημέρα Κυριακή. Και επί λέξει: «Τέσσαρα τινα αναγκαία ζητούνται δια το ιδικόν μας Πάσχα. Πρώτον, ότι το Πάσχα πρέπει να γίνεται πάντοτε ύστερα από την ισημερίαν της ανοίξεως. Δεύτερον, ότι δεν πρέπει να γίνεται εις την αυτήν ημέραν με το Νομικόν Πάσχα (τα οποία ταύτα και τα δύο διορίζονται από τον 7ον Αποστολικόν Κανόνα). Τρίτον, να μη γίνεται απλώς και αορίστως ύστερα από την εαρινήν ισημερίαν, αλλά ύστερα από την πρώτην πανσέληνον, όπου τύχη μετά την ισημερίαν. Και τέταρτον, να γίνεται την πρώτην Κυριακήν ύστερα από την πανσέληνον. (Ταύτα τα δύο εκ παραδόσεως έχομεν και όχι από Κανόνα)». Πηδάλιον σελ. 9-10. Βλέπεις, ποία είναι τα «αναγκαία», ως ονομάζεις αυτά, χρονικά σημάδια, τα «απαραίτητα», δια τον εορτασμόν του Πάσχα; Διατί λοιπόν συ θέτεις ένα μόνον όρον, την ημερομηνίαν 22 Μαρτίου – 25 Απριλίου που πρέπει να κυμαίνεται το Πάσχα; Διαστρέφεις το κείμενον του Πηδαλίου, αφού ουδόλως αναφέρεται ως αναγκαίον στοιχείον του υπολογισμού του Πάσχα η ημερομηνία 22 Μαρτίου – 25 Απριλίου, αλλά τα τέσσαρα «χρονόμετρα» που αναφέρθησαν: Εαρινή Ισημερία, Πρώτη Πανσέληνος, Πάσχα Εβραίων και Κυριακή. Μαντεύω την απορίαν σου: Η ημερομηνία 22 Μαρτίου – 25 Απριλίου που κυμαίνεται το Πάσχα με το Παλαιόν Ημερολόγιον ουδόλως θα ληθφή υπ’ όψιν; Πως αναγράφεται αύτη εις το τέλος των Ευαγγελίων της Εκκλησίας και βάσει αυτών κανονίζονται τα Ευαγγελικά και Αποστολικά αναγνώσματα όλου του έτους; Αγαπητέ μου, η ημερομηνία αύτη έχει την θέσιν της, όχι όμως εκείνην που της δίδεις συ. Η ημερομηνία 22 Μαρτίου – 25 Απριλίου δεν είναι μοναδική χρονολογία υπολογισμού του Πάσχα, ως την παρουσιάζεις συ, αλλά Πέμπτη κατά σειράν και συμπτωματική, διότι κανονίζεται από τα τέσσερα «αναγκαία» στοιχεία: Εαρινή ισημερία. Πανσέληνος, Πάσχα Εβραίων και Κυριακή. Συνέπεσε δηλαδή, κατά την Α’ Οικουμενική Σύνοδον, η εαρινή ισημερία να είναι την 21ην Μαρτίου και το Πάσχα των Εβραίων να κυμαίνεται μέχρι 20 Απριλίου, ωρίσθη το Πάσχα μας την 22 Μαρτίου – 25 Απριλίου. Εάν όμως αύριον οι Εβραίοι διορθώσουν το ημερολόγιόν των κατά 13 ημέρας και ούτω το Πάσχα των γίνη ενωρίτερον του σημερινού, τότε προκειμένου να τηρηθή ένα από τα 2 απαραίτητα σημεία του 7ου Αποστολικού Κανόνος (ο ορισμός δηλαδή του Πάσχα μας μετά το Πάσχα των Εβραίων) θα πρέπει να αγνοήσωμεν την ημερομηνίαν του παλαιού 22 Μαρτίου – 25 Απριλίου και να μεταφέρωμεν το Πάσχα μας ενωρίτερον. Αν θελήσωμεν να εμμείνωμεν εις την ημερομηνίαν του Παλαιού Ημερολογίου 22 Μαρτίου – 25 Απριλίου, θα παραβώμεν τον 7ον Αποστολικόν Κανόνα, διότι η Εκκλησία μας ανέκαθεν την πρώτην Κυριακήν μετά το Πάσχα των Εβραίων εώρταζε το ιδικόν μας Πάσχα. Θα παραβώμεν την ιστορικήν αλήθειαν, καθόσον ευθύς μετά το Πάσχα ο Κύριος ανέστη. Τούτο εξάγεται και εκ του Πηδαλίου το οποίον, ως είπομεν και ανωτέρω, λέγει τα εξής: «Το να κάμη τις το Πάσχα μετά την 21ην Μαρτίου ως κάμνουν οι Γραικοί ή μετά την 11ην Μαρτίου, ως κάμνουν οι Λατίνοι δεν είναι έγκλημα... Ασυγχώρητον είναι το σχίσμα καθ’ ο εορτάζουν οι Λατίνοι μετά των Ιουδαίων ή προ αυτών». Ως βλέπεις η ημερομηνία της 21ης Μαρτίου δια την εορτήν του Πάσχα δεν έχει σημασίαν, αλλά μόνον το μετά Ιουδαίων ή προ αυτών εορτάζειν το Πάσχα. Βλέπεις λοιπόν, τι διώρισαν οι Άγιοι Πατέρες μας ως χρονολογικά σημεία του εορτασμού του Πάσχα; Έθεσαν εαρινήν ισημερίαν, πρώτην πανσέληνον, Πάσχα Εβραίων και Κυριακήν, και όχι ημερομηνίαν 22 Μαρτίου – 25 Απριλίου, ως νομίζεις συ. Ιδού η πρώτη πλάνη σου. Αγνοείς τα τέσσερα αναγκαία σημεία, τα βασικά του Πάσχα: Εαρινή ισημερία, Πανσέληνος, Πάσχα Εβραίων και Κυριακή και αναφέρεις πέμπτον και συμπτωματικόν ως μοναδικόν όρον: 22 Μαρτίου – 25 Απριλίου! Η πλάνη σου αύτη προέρχεται από άλλην άγνοιαν. Νομίζεις ότι η ισημερία δεν είναι σταθερά και ευρίσκεις ως σταθεράν βάσιν του υπολογισμού του Πάσχα την ημερομηνίαν 22 Μαρτίου – 25 Απριλίου. Δια τούτο γράφεις εν σελίδι 14: «Οι Πατέρες είχον πλήρην επίγνωσιν ότι η ισημερία δεν είναι σταθερά... Οι θείοι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου κατεβίβασαν την ισημερίαν εις την 21ην Μαρτίου...». Ουδέποτε περίμενα από Θεολόγον να λέγη τόσον αμαθή πράγματα! Η ισημερία, αγαπητέ μου, είναι σταθερά. Δι’ αυτό το Πηδάλιον την ονομάζει «μέτρον διαιρετικόν του τελείου ενιαυτού». Ιδέ σελίδα 10. Μεταβλητή είναι η ημερομηνία της εαρινής ισημερίας, διότι αύτη εις την εποχήν των Αποστόλων ήτο 22α Δρύστου, του Μαρτίου, κατά δε την εποχήν της Α’ Οικουμενικής Συνόδου την 21ην Μαρτίου, και σήμερον την 8ην Μαρτίου με το παλαιόν. Τούτο αναφέρει το Πηδάλιον εις σελίδα 10. Άλλο πράγμα λοιπόν είναι η εαρινή ισημερία και άλλο η ημερομηνία της εαρινής ισημερίας. Το πρώτον, η εαρινή ισημερία, είναι σταθερόν και ως τοιούτον είναι «διαιρετικόν του τελείου ενιαυτού», το δε δεύτερον, η ημερομηνία της εαρινής ισημερίας, είναι μεταβλητόν και μετέπεσεν από 23 Μαρτίου μέχρι 8 Μαΐου. Και έπειτα γράφεις: « Οι Πατέρες κατεβίβασαν την ισημερίαν εις την 21ην μηνός Μαρτίου». Καλέ μου άνθρωπε: Οι Πατέρες κατεβίβασαν την ισημερίαν; Η ισημερία είναι σταθερά. Η ημερομηνία της κυμαίνεται. Χώρισε τα πράγματα αυτά εις το μυαλό σου και μη εντροπιάζεις το όνομα του Θεολόγου. Άλλο πράγμα είναι η ισημερία, η οποία ως σταθερά και πάλιν λέγω, κατά το Πηδάλιον, σελίς 10, είναι «μέτρον διαιρετικόν του τελείου ενιαυτού», άλλο δε η ημερομηνία της ισημερίας, ήτις κυμαίνεται. Μετά τας δύο αυτάς πλάνας σου γύρω από το Πάσχα έρχεται και τρίτη πλάνη σου. Εν σελίδι 15 γράφεις: «Τους Λατίνους ελέγχει ο θείος Χρυσόστομος ως σχισματικούς και ομολογεί ότι οι Θεόπνευστοι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ώρισαν ως ημέραν ισημερίας την 21ην Μαρτίου». Τόσον ανιστόρητος είσαι; Ο Χρυσόστομος έζησεν τον 4ον αιώνα. Πως είναι δυνατόν να ελέγχη ο Θείος αυτός Πατήρ το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, το οποίον έγινε έπειτα από 1100 χρόνια; Αναφέρει βέβαια το Πηδάλιον κάτι επ’ αυτού. Τούτο όμως έχει ανάγκην διασαφήσεως. Δεν έπρεπε συ ως Θεολόγος να ανατρέξης εις την πηγήν, το ίδιον κείμενον του Ιερού Χρυσοστόμου, και να ίδης, τι ακριβώς λέγει ο Άγιος Πατήρ, δια να εννοήσης την συμπεπυκνωμένην αυτήν σημασία του εν τω Πηδαλίω; Άκουσε λοιπόν να μάθης τι λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος επ’ αυτού. Επί της εποχής του Χρυσοστόμου έζων Χριστιανοί τινες, οι οποίοι, ακολουθούντες παλαιάν παράδοσιν του Αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης, στηριζόμενοι και εις το του Αποστόλου Παύλου «Και γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» Α’ Κορινθ. 5, 7, εώρταζον το Πάσχα κατά την 14ην του μηνός Νισάν, Μαρτίου, ότε ο Κύριος εσταυρώθη. Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος ώρισε να τελήται το Πάσχα την πρώτην Κυριακήν μετά το Πάσχα των Εβραίων, διότι μετά το Πάσχα των Εβραίων ανέστη ο Κύριος. Ούτω οι Χριστιανοί οι εορτάζοντες το Πάσχα κατά την 14ην του Μαρτίου τεσσαρεσκαιδεκατίται ονομαζόμενοι (Στεφανίδης Ιστορία 1, 101), εώρταζον μετά των Ιουδαίων και είχον Πάσχα σταυρώσιμον. Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος ώρισε να γίνεται Πάσχα αναστάσιμον, την πρώτην Κυριακήν μετά το Πάσχα των Εβραίων. Ο Ιερός αυτός Πατήρ θέλει να απομακρύνη τους Χριστιανούς από το σταυρώσιμον Πάσχα και να τους οδηγήση εις το αναστάσιμον Πάσχα. Εκείνοι επιμένουν και εορτάζουν Χριστιανικόν Πάσχα συγχρόνως με τους Εβραίους και ο Ιερός Πατήρ τους ελέγχει. Και ιδού τι λέγει: «Ιδού γουν κατά τον παρόντα ενιαυτόν η πρώτη των αζύμων εις Κυριακήν ημέραν εμπίπτει και η ανάγκη πάσαν νηστεύσαι την εβδομάδα....» (Τομ. ΙΙ, 398. BAREILLE). Εκείνοι όμως δεν ήθελον και έλεγον: «Τοσούτον ενήστευσα χρόνον και νυν μεταθήσομαι;» Ενήστευσα τόσην τεσσαρακοστήν και να μεταθέσω τώρα την εορτήν του Πάσχα; Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος ώρισε το Πάσχα ημέραν Κυριακήν μετά το Πάσχα των Εβραίων. Τότε ο Πατήρ τους ελέγχει: «Ει γαρ εσφάλλετο η Εκκλησία ου τοσούτον κατόρθωμα από της των χρόνων ακριβείας ην, όσον το έγκλημα από της διαιρέσεως και του σχίσματος». Επομένως ο Άγιος Πατήρ καταφέρεται κατά των Παλαιοημερολογιτών της εποχής του, διότι δεν θέλουν να τηρήσουν τον κανών της Α’ Οικουμενικής Συνόδου περί του εορτασμού του Πάσχα την πρώτην Κυριακήν μετά το Πάσχα των Εβραίων. Δια τον αυτόν περίπου λόγον λαμβάνει και το Πηδάλιον τον λόγιον του Αγίου Πατρός και καταφέρεται κατά των Δυτικών, διότι εορτάζουν το Πάσχα ούτοι προ των Ιουδαίων ή μαζί με αυτούς παρά τον Κανόνα και ούτοι της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Ουδαμού ο Ιερός Πατήρ αναφέρει ότι οι Πατέρες ώρισαν 21ην Μαρτίου την ισημερίαν. Δεν κάμνει λόγον ο Ιερός Πατήρ περί ημερομηνίας, αλλά περί εορτασμού του Πάσχα μας, μετά Πάσχα των Εβραίων εν ημέρα Κυριακή. Πόσο λοιπόν πλανάσαι! Τέταρτη πλάνη σου γύρω από το Πάσχα. Γράφεις εν σελίδι 39 κεφ. 51ον: «Η κατά 13 ημέρας προώθησις του ημερολογίου φέρει την εορτήν του Αγίου Γεωργίου, ούτινος η ασματική ακολουθία είναι συνυφασμένη με χαρμόσυνα τροπάρια της Αναστάσεως του Κυρίου προ του Πάσχα, οπότε η προκύπτουσα αταξία εις την Εκκλησιαστικήν διάταξιν φθάνει εις ανίερον κωμικοποίησιν της θρησκευτικής πίστεως, προς παράκαμψιν της οποίας η σχισματική Εκκλησία της Ελλάδος μεταθέτει την εορτήν ταύτην εις άλλην ημέραν μετά το Πάσχα, αλλ’ όμως αυθαιρέτως και αντικανονικώς. Σημειωτέον ότι η εορτή αύτη του Αγίου Γεωργίου κατά το Παλαιόν Ημερολόγιον συμπίπτει πάντοτε με το Πάσχα σπανιώτατα δε και κατ’ αυτήν την ημέραν του Πάσχα». Εδώ συλλαμβάνεσαι επ’ αυτοφώρω ψευδόμενος ασυστόλως. Γράφεις, ότι η εορτή του Αγίου Γεωργίου κατά το Παλαιόν ημερολόγιον «συμπίπτει πάντοτε με το Πάσχα σπανιώτατα δε και κατ’ αυτήν την ημέραν του Πάσχα» Καλέ μου άνθρωπε! Αφού η εορτή του Πάσχα φθάνει το βραδύτερον την 25ην Απριλίου, ως γράφεις ο ίδιος εν σελίδι 25, και η εορτή του Αγίου Γεωργίου είναι 23 Απριλίου, δεν θα συμβή με το παλαιόν ημερολόγιον να συμπέση η εορτή του Αγ. Γεωργίου την Μ. Παρασκευήν, αν το Πάσχα φθάση το έσχατον όριον της 25ης Απριλίου, ή το Μέγα Σάββατον, αν το Πάσχα γίνη την 24ην Απριλίου; Όταν λοιπόν κατά το παλαιόν ημερολόγιον το Πάσχα έλθη τόσον αργά, 24 ή 25 Απριλίου, και η εορτή του Αγ. Γεωργίου Μ. Παρασκευήν ή το Μ. Σάββατον, τι θα κάμητε; Θα εορτάσητε την εορτήν του Αγίου Γεωργίου Μ. Παρασκευήν ή Μέγα Σάββατον; Δεν θα την μεταθέσητε και σεις την Δευτέραν του Πάσχα; « Η Εκκλησία της Ελλάδος μεταθέτει αυτήν», γράφεις, «όλως αυθαιρέτως και αντικανονικώς». Η ιδική σας μετάθεσις δεν είναι αυθαίρετος και αντικανονική; Συνεχίζων τας ανοησίας σου λέγεις, ότι «όταν η εορτή του Αγ. Γεωργίου συμπέση προ του Πάσχα (1926-1936 κ.λ.π) έπρεπε να κάμωμεν προηγιασμένην Λειτουργίαν και να μη μεταθέσωμεν αυτήν την Δευτέραν του Πάσχα, διότι ουδείς έχει το δικαίωμα της τοιαύτης μεταθέσεως». Σεις όμως, όταν συμπέση η 23 Απριλίου, εορτή Αγίου Γεωργίου, το Μέγα Σάββατον, διατί την μεταθέτετε; Σεις έχετε το δικαίωμα μεταθέσεως, ημείς δεν έχομεν; Δι’ ημάς η μετάθεσις είναι αντικανονική, ανίερος κωμικοποίησις! Δια σας δεν είναι; Το ίδιον τυπικόν της Εκκλησίας διατάσσει την μετάθεσιν ταύτην! Διάβασέ το καλά! Ναι, λέγεις, «Το Πάσχα τηρείται υπό των Νεοημερολογιτών σύμφωνα με τα ορισθέντα 4 αναγκαία σημεία που ώρισε η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος. Η προώθησις όμως 13 ημερών του μηνολογίου ετάραξε τον κύκλον των ακινήτων εορτών (Χριστούγεννα και τας εξ αυτών εξαρτωμένας χρονικώς εορτάς) και εορτάζομεν αυτάς εις ημέρας διαφορετικάς εκείνων τας οποίας ώρισεν ο Θεός»!!! Πρέπει λοιπόν να ίδωμεν βάσει της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, αν αι εορταί αυταί, δηλ. των Χριστουγέννων και αι εξ αυτών εξαρτώμεναι εορταί, είναι υπό του Θεού ωρισμένοι χρονικώς ή ο καθορισμός των έχει άλλην πηγήν. Γ’. ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΠΡΟΣ ΑΥΤΑ ΑΚΙΝΗΤΟΙ ΕΟΡΤΑΙ Φροντίζεις να αποδείξης τον ακριβή χρόνον των εορτών των Χριστουγέννων, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Γεννήσεως του Προδρόμου, Υπαπαντής του Σωτήρος και Περιτομής εκ της εμφανίσεως του Αρχαγγέλου εις τον Ζαχαρίαν, τον πατέρα του Προδρόμου, κατά την 23ην Σεπτεμβρίου. Και γράφεις: «Εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Α’ 8-24: «Εγένετο δεν εν τω ιερατεύειν αυτόν (τον Ζαχαρίαν) εν τη τάξει της εφημερίας αυτού έναντι του Θεού κατά το έθος της ιερατίας έλαχε του θυμιάσαι, εισελθών εις τον ναόν του Κυρίου...» Αι ημέραι αύται, καθ’ ας έλαχεν ο Ζαχαρίας να ιερατεύη και είδε τον Γαβριήλ, είναι αι ημέραι της εορτής της Σκηνοπηγίας κατά την παράδοσιν. (Όρα μηνολόγιον μεγάλου Ωρολογίου 23 Σεπτεμβρίου και Χρυσοστόμου: Λόγος εις το γενέθλιον του Σωτήρος, Γαλανού β’ σελίδα 917-925). Ότε λοιπόν ετελείωσεν η εορτή της Σκηνομηγίας, δηλαδή κατά την 23ην Σεπτεμβρίου, εγένετο η σύλληψις του τιμίου Προδρόμου κατά την 23ην Σεπτεμβρίου, κανονισθείσα όντως υπ’ αυτού του Θεού δι’ αγγελικής οπτασίας. Η 23η λοιπόν Σεπτεμβρίου είναι η εορτή της συλλήψεως του Αγίου Προδρόμου ορισθείσα από αυτόν τον Θεόν». (Κεφ. 8ον σελίς 19-20). Αφού δηλαδή η εμφάνισις του Αγγέλου έγινε κατά την 23ην Σεπτεμβρίου, «τω έκτω μηνί» (Λουκ. Ι, 26) εφάνη ο Αρχάγγελος εις την Θεοτόκον, άρα έχομεν τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου την 25ην Μαρτίου. Κατά συνέπειαν μετά 9 μήνας θα έχωμεν την Γέννησιν του Σωτήρος, ήτοι την 25ην Δεκεμβρίου και την Υπαπαντήν του Σωτήρος την 2αν Φεβρουαρίου, την Γέννησιν του Προδρόμου 23 Ιουνίου». Ερωτάται όμως: Είναι ακριβής ο χρονικός προσδιορισμός δια την εμφάνισιν του Αγγέλου εις τον Πατέρα του Προδρόμου την 23ην Σεπτεμβρίου; Κάμνεις χρήσιν της Γραφής, της Παραδόσεως και κυρίως του Ιερού Χρυσοστόμου. Εις αυτά θα στηριχθώ και εγώ. Εν πρώτοις ο ιερός Χρυσόστομος δεν ορίζει ημέραν του μηνός, ημερομηνίαν, ως κάμετε σεις, αλλά μήνα Σεπτέμβριον εις την σχετικήν ομιλίαν του περί του Ευαγγελισμού του Ζαχαρίου. Πλην αυτού: Ο Ιερός Χρυσόστομος ομιλεί περί του Ζαχαρίου του πατρός του Ιωάννου (εν σελ. ΙΙΙ, 6000 BAREILLE), ότι ήτο Αρχιερεύς και ως τοιούτος εισήλθεν εις τα Άγια των Αγίων κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας. Τιμώμεν και σεβόμεθα απολύτως τον Άγιον Πατέρα. Η γνώμη ούτως αύτη δεν φαίνεται να έχη ισχυρά στηρίγματα. Ας ίδωμεν τι περί του θέματος τούτου μαρτυρεί η Γραφή και οι Πατέρες. Και πρώτον η Αγία Γραφή: Εις τα Άγια των Αγίων εισήρχετο ο Αρχιερεύς άπαξ του έτους κατά τον έβδομον μήνα. Ο Ζαχαρίας όμως δεν ήτο Αρχιερεύς, αλλά ιερεύς. Μας το λέγει ρητώς ο Λουκάς: «εν ταις ημέραις Ηρώδου του βασιλέως της Ιουδαίας, Ιερεύς τις ονόματι Ζαχαρίας εξ εφημερίας Αβιά» Λουκ. 1, 5. Βλέπεις ο Ζαχαρίας ονομάζεται Ιερεύς. Εκτός της ρητής αυτής δηλώσεως, ότι ο Ζαχαρίας ούτος ήτο Ιερεύς, ανήκεν εις την εφημερίαν Αβιά, Λουκ. 1, 5, 8, γνωρίζομεν ότι η εφημερία Αβιά είναι ιερατική τάξις του Αβιά, ήτις κατά το Α’ Παραλ. ΚΔ, 10 ήτο όγδοη εν τη ιερατική τάξει. Πως λοιπόν ο ιερεύς Ζαχαρίας έγινε Αρχιερεύς, ώστε να εισέλθη εις τα Άγια των Αγίων, δεν δυνάμεθα να το εννοήσωμεν. (Σημείωση της ΟΟΔΕ: Ο Ζαχαρίας, ΔΕΝ ήταν Αρχιερέας, και ΔΕΝ μπήκε στα Άγια των Αγίων, όπου έμπαινε μόνο ο Αρχιερέας. Το εδάφιο του Λουκά είναι σαφές, (Λουκ. 1/α: 11), ότι ο Ζαχαρίας ήταν στο θυσιαστήριο του θυμιάματος. Το θυσιαστήριο αυτό, ήταν στα Άγια, όπου είχαν πρόσβαση όλοι οι ιερείς. Δεν ήταν στα Άγια των Αγίων). Αλλ’ έστω. Ας δεχθώμεν, ότι η αναγγελία της γεννήσεως του Προδρόμου εις τον πατέρα του Ζαχαρίαν, έγινε τον έβδομον μήνα και ο ιερεύς Ζαχαρίας ήτο Αρχιερεύς! Πως θα ορισθή βάσει του υπολογισμού αυτού η 23η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εμφανίσεως του Αγγέλου προς τον Ζαχαρίαν; Πως δηλαδή θα προσαρμοσθή το Ιουλιανόν ημερολόγιον, που ακολουθούμεν σήμερον και το οποίον ήρχισε το έτος 45 π.Χ., με το Εβραϊκόν ημερολόγιον το οποίον είχε σεληνιακούς μήνας και ηλιακά έτη; Είναι γνωστόν, ότι έκαστον ηλιακόν έτος έχει δώδεκα σεληνιακούς μήνας και 11 ημέρας. Προς συμπλήρωσιν λοιπόν των 11 ημερών ανά 2 ή 3 έτη οι Εβραίοι προσέθετον ένα σεληνιακόν μήνα και είχον έτος με 13 μήνας. Ο 13ος μήνας ωνομάζετο ΒΕ – Αδάρ, δεύτερος Αδάρ. Ούτω τα έτη των Εβραίων διέφερον κατά 11 ημέρας το πρώτον του δευτέρου και κατά 20 ημέρας το πρώτον του τρίτου. Ανά 2 ή 3 έτη προσέθετον ένα ολόκληρον μήνα. Εκείνο δηλαδή το οποίον κάμνομεν ημείς με το Ιουλιανόν Ημερολόγιον προσθέσαντες 13 ημέρας έπειτα από 1600 περίπου έτη, το έκαμον οι Εβραίοι προσθέτοντες ένα μήνα ανά δύο ή τρία έτη. Μέσα λοιπόν εις αύτην την ανωμαλίαν σεληνιακών μηνών και ηλιακού έτους παρ’ Εβραίοις, πως είναι δυνατόν να ευρεθή, βάσει του υπολογισμού, ώστε να συμπέση, η ημέρα του εξιλασμού παρ’ Εβραίοις με την 23ην Σεπτεμβρίου με το Ιουλιανόν ημερολόγιον; Είναι αδύνατον! Τούτο καταφαίνεται και από τους πατέρας της Εκκλησίας και από αυτόν τον Ιερόν Χρυσόστομον, οι οποίοι ηγνοούν την ημέραν της Γεννήσεως του Χριστού! Και ιδού: Δεύτερον. Η παράδοσις των Πατέρων Α’. Εν Ιερουσαλήμ: Ο ασκητής Κοσμάς Ινδικοπλεύστης ζήσας το 500-550 μ.Χ. γράφει εν Ε’ Χριστιανική τοπογραφία (Ε.Π. 88, 9-477): «Οι Ιεροσολυμίται τοις Επιφανίοις ποιούσιν την Γένναν». Οι Χριστιανοί δηλαδή των Ιεροσολύμων κατά τα Επιφάνια, ήτοι την 6ην Ιανουαρίου, εώρταζον την Γέννησιν του Χριστού. «Εκ στοχασμού πιθανού ουκ ακριβώς δε ποιούσι τοις Επιφανίοις». Εώρταζον, λέγει ο ίδιος, τα Επιφάνεια την 6ην Ιανουαρίου όχι από εξηκριβωμένα ιστορικά δεδομένα, αλλά από πιθανότητας. (Κοντογόνου Εκκλησιαστική Ιστορία σελίς 621). Το ίδιον συμβαίνει και δια την εορτήν των Χριστουγέννων, την οποίαν συνεώρταζον μετά των Θεοφανείων. Δεν είχον δηλαδή ιστορικάς μαρτυρίας ούτε περί της ημερομηνίας της Γεννήσεως του Χριστού. Η μετά της εορτής των Επιφανείων σύνδεσις της Γεννήσεως του Χριστού καταφαίνεται και εκ τούτου, ότι εν τη Εκκλησία των Ιεροσολύμων η σχετική Θεία Λειτουργία ετελείτο εν τω Σπηλαίω της Βηθλεέμ» (MIGNE 64, 44) (Στεφανίδου Τ.Α. 104). Ιδού μαρτυρία του Αγίου αυτού ασκητού μαρτυρούντος, ότι ηγνόουν οι Χριστιανοί της Ιερουσαλήμ την εορτήν των Χριστουγέννων, ως ιδιαιτέραν εορτήν. Β’. Εν Αιγύπτω: Ο Μοναχός Ιωάννης Κασσιανός 365 μ.Χ. ιδρυτής πολλών Μονών εν Σικελία εν COLLATIONES PATRUM «διαλέξεις Πατέρων» Χ 2, γράφει: INRA AEGYPTI REGIONEM MOS ISTE ANTIQUA TRADITIONE SERVATUR, UT PERACTO EPIPHANIORUM DIE, QUAM PROVINCIAE ISTIUS SACERDOTES VEL DOMINICI BAPTISMI VEL SECUNDUM CARNEM NATIVITATIS ESSE DEFINIUNT, ET IDCIRCO UTRIYSQUE SACRAMENTI SOLEMNITATEM NON BIFARIE, UT IN OCCIDIUS PROVINCIIS SED SUB UNA HUIUS DIEI FESTIVITATE CONCELEBRANT (REAL ENCYKLOPADIE τομ. 16ος σελίς 690). «Εν τη χώρα δηλ. της Αιγύπτου η αρχαία αύτη συνήθεια επεκράτησε, όπως κατά την ημέραν της τελετής των Θεοφανείων, ην της επαρχίας ταύτης οι ιερείς ορίζουν είτε ως ημέραν βαπτίσεως του Κυρίου είτε ως ημέραν γεννήσεως Αυτού και ούτω εκατέρας την ιεράν επισημότητα ουχί διττώς (εις δύο διαφόρους ημέρας ως εις τας επαρχίας της Δύσεως γίνεται), αλλά εν μια ημέρα δι’ εορτής πανηγυρίζουν». Επομένως και εν Αιγύπτω τα Χριστούγεννα εωρτάζοντο το 365 μ.Χ. κατά την εορτήν των Θεοφανείων! Γ’. Εν Αλεξανδρεία: Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς Στρωμ. Α’ κεφαλ. κα’, γράφει, ότι άλλοι μεν την κε’ του μηνός Παχών (20 Μαΐου), άλλοι δε την κδ’, ή κε’ του Φαρμουθί (19 ή 20 Απριλίου) ετοποθέτουν την Γέννησιν του Χριστού. (Εκκλησ. Ιστορία Κοντογόνου σελίς 32-33). Δ’ Εν Κύπρω: Ο Άγιος Επιφάνιος αρχάς του 3ου αιώνος γράφει εις το κατά αιρέσεων ΝΑ, 29: «Ημέρα Επιφανίων, ότε εγεννήθη εν σαρκί ο Κύριος» (Ε.Π. τομ. 41-43). (Κοντογόνου Εκκλησιαστική Ιστορία σελίς 621). Επομένως και εν Κύπρω η Γέννησις του Χριστού εωρτάζετο την ημέραν των Θεοφανείων, την 6ην Ιανουαρίου. Ε’. Εν Κωνσταντινοπόλει: Μη υπαρχούσης έτι εορτής ιδίας Χριστουγέννων, την 6ην Ιανουαρίου εορτήν των Θεοφανείων εωρτάζετο η Γέννησις του Σωτήρος», γράφει ο Μπαλάνος εν τη Πατρολογία του σελίς 312 εις τον βίον του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, όστις πρώτος εισήγαγε την ιδιαιτέραν εορτήν των Χριστουγέννων την 25ην Δεκεμβρίου το 379 μ.Χ. (Ε.Π. 36, 312-356). ΣΤ’. Εν Αντιοχεία: Η εορτή των Χριστουγέννων εισήχθη την 25ην Δεκεμβρίου του έτους 386 μ.Χ. υπό του Χρυσοστόμου. Ο ίδιος Πατήρ γράφει: «Την Γενέθλιον ημέραν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού άδηλον μεν έτι ούσαν, προ δε ολίγων ετών γνωρισθείσαν των από της Δύσεως ελθόντων και αναγγειλάντων, ούπω δέκατον έτος, εξ ου δήλη και γνώριμος ημίν αύτη η ημέρα γεγένηται». (BAREILLE τόμ. 3ος, 592). Επομένως Αίγυπτος, Αλεξάνδρεια, Παλαιστίνη, Βυζάντιον, Αντιόχεια επί 300 και πλέον έτη ηγνόουν την ημέραν του Δεκεμβρίου ως ημέραν εορτής των Χριστουγέννων· ούτε ο Άγιος Κοσμάς, ούτε ο Άγιος Επιφάνιος, ούτε ο Άγιος Χρυσόστομος εγνώριζον προηγουμένως αυτήν. Μόνον εν Ρώμη ήτο γνωστή ως ημέρα εορτής των Χριστουγέννων η ημέρα αύτη, 25η Δεκεμβρίου. Ο Ιερώνυμος (345 μ.Χ.) γράφει: «EPIPHANIORUM DIES NON, UT CUIDAM PUTAI, NATALIS IN CARNE, TUNC ENIM AL CONDITUS EST ET NON APPARUIT». «Η ημέρα των Θεοφανείων δεν είναι ως νομίζουν τινές, η κατά σάρκα γέννησις (του Κυρίου), διότι τότε (κατά την γέννησιν) κεκρυμμένος ήτο και ουχί φανερός» (Κοντογόνου, Εκκλησιαστική Ιστορία 621). Εδώ ο Ιερώνυμος χωρίζει Χριστούγεννα και Θεοφάνεια. Αλλά και εκεί, εν Ρώμη, δεν εωρτάζετο η γέννησις του Κυρίου προ του 334-357 μ.Χ. Προ της χρονολογίας ταύτης δεν απαντά ουδεμία εορτή των Χριστουγέννων. Και αυτή η εορτή των Θεοφανείων εισήχθη το 300 μ.Χ. δια λόγους πολεμικούς – δογματικούς. (Ιδέ Στεφανίδου Ιστορίαν Τ. Α’ 104). Συμπέρασμα: Τριακόσια χρόνια από του Χριστού μέχρι του Χρυσοστόμου, Γρηγορίου, Επιφανίου, ουδαμού φαίνεται η εορτή των Χριστουγέννων! Λέγεις, ότι αι εορταί Χριστούγεννα και λοιπαί έχουν ορισθή υπό του Θεού. Εάν η Γέννησις του Χριστού είχεν ορισθή υπό του Θεού, θα ήτο γνωστή εις την αρχαίαν Εκκλησίαν. Διατί προ του 300 μ.Χ. ουδαμού αναφαίνεται ως ιδιαιτέρα εορτή αγομένη την 25ην Δεκεμβρίου; Διατί μέχρι το 300 μ.Χ. την εώρταζον οι Χριστιανοί της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου, της Κύπρου την 6ην Ιανουαρίου κατά τα Θεοφάνεια; Εάν η 25ην Δεκεμβρίου ήτο έκπαλαι γνωστή ως ημέρα Γεννήσεως του Χριστού και είχεν ορισθή υπό του Θεού, διατί ο Ιερός Χρυσόστομος να ομιλή περί εορτής νέας, ήτις εισήχθη μόλις προ δεκαετίας; Και τώρα σε ερωτώ: Ποίος γνωρίζει καλλίτερα την εορτήν των Χριστουγέννων, συ που την ορίζεις εις την 25ην Δεκεμβρίου ακριβώς ή η αρχαία Εκκλησία η οποία την ηγνόει επί 300 έτη; Είσαι ανώτερος συ του Αγίου Επιφανίου, Επισκόπου Κύπρου, του ασκητού Κοσμά Ινδικοπλεύστου, του περιφήμου Μοναχού Κασσιανού, οι οποίοι μαρτυρούν, ότι αι Εκκλησίαι Κύπρου, Αιγύπτου, Παλαιστίνης, εώρταζον την 6ην Ιανουαρίου; Είσαι ανώτερος του Χρυσοστόμου, ο οποίος ρητώς έλεγεν, όταν εξεφώνει τον λόγον του εις τα Χριστούγεννα, ότι μόλις προ 10 ετών εισήλθεν η εορτή αύτη; Πως λοιπόν καταφέρεσαι εναντίον μου και με ονομάζεις νεωτεριστήν εις το βιβλίον σου, διότι γράφω εις το βιβλίον μου «Ζωή Χριστού», ότι η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού κατά την 25ην Δεκεμβρίου δεν ωρίσθη ιστορικώς, αλλά δογματικώς; Αντικατέστησαν δηλαδή οι Πατέρες την εθνικήν ειδωλολατρικήν εορτήν του χειμερινού ηλιοστασίου με την Γέννησιν του νέου Ηλίου της Δικαιοσύνης του Χριστού. Την γνώμην ταύτην τονίζουν και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Άγιος Αμβρόσιος παραβάλλων την εορτήν της Γεννήσεως του Χριστού προς την ειδωλολατρικήν εορτήν του ηλίου του χειμερινού ηλιοστασίου γράφει: «BENE QUODAM MODO SANCTUM HUNC DIEM NATALIS DOMINI SOLEM NOVUM VULGUS APPELATI». Καλώς την ιεράν ταύτην ημέραν γενέθλιον του Κυρίου νέον Ήλιον ο λαός καλεί». (SERMONI IN APP. BENED. P. 393 REAL ENCYKLOPADIE τόμος 16ος 690). Και ο Μάξιμος (επίσκοπος) Τουρίνου ρήτωρ του Ε’ αιώνος (MIGNE P. L. 57, 221-832) λέγει ότι ο Χριστός εγεννήθη κατά τας εθνικάς εορτάς, ίνα αντικαταστήση ταύτας. Ο ιερός Αυγουστίνος λέγει ότι: «Οι Χριστιανοί εορτάζουν την Γέννησιν του Χριστού, όχι ως άπιστοι ένεκα του ηλίου, αλλά ένεκα του Δημιουργού του ηλίου» (REAL ENCYKLOPADIE τόμος 16ος σελίς 690). Ιδέ και Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν Στεφανίδου 1, 10. Ο Άγιος Προυδέντιος 348-405 μ.Χ. εν ύμνω αυτού εις την Γέννησιν του Κυρίου λέγει: QUID EST QUOD ARCTUM CIRCULUM SOL JAM RECURRENS DESERIT? (REAL ENCYKLOPADIE τόμος 16ος σελίς 690). «Τι είναι εκείνο, το οποίον τον κύκλον (αστερισμόν) της άρκτου ο ήλιος ήδη διατρέχων εγκαταλείπει; Ο Χριστός δεν γεννάται εν τη γη, όστις αυξάνει τον δρόμον του φωτός;». Ομοίως εκφράζεται ο ιερός Παυλίνος ο Επίσκοπος Νόλης ζήσας κατά το 400 μ.Χ. (Ποίημα XIV, 15.P. 382 ED. MURATORI) NAM POST SOLSTITUM GUO CHRISTUS CORPORE NATUS SOLE NOVO GELIDIAE MUTAVIT TEMPORA BRUMAE PROCEDENTE DIE SECUM DECRESCERE NOCTES JUSSIT. (REAL ENCYKLOPADIE τόμος 16ος σελίς 690). «Μετά την τροπήν του ηλίου, ότε Χριστός σωματικώς εγεννήθη, κατά τον νέον ήλιον μετέβαλε τας ψυχράς ημέρας του χειμερινού ηλιοστασίου και διέταξε τη επιούση ημέρα αι νύκτες να μειώνωνται μετ’ αυτού». Βλέπεις την ιστορίαν της Εκκλησίας; Ναι, θα μου είπης. Επεκράτησεν όμως η ημερομηνία αύτη και έπρεπε ως παράδοσις της Εκκλησίας να τηρήται. Έχεις μεγάλην σύγχυσιν περί παραδόσεως και Εκκλησίας. Ας έλθωμεν λοιπόν και εις το ζήτημα αυτό. Δ’ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ – ΕΚΚΛΗΣΙΑ – ΣΧΙΣΜΑ Εκείνο εις το οποίον έχεις πάθει μεγάλην σύγχυσιν είναι εις τας παραδόσεις, την Εκκλησίαν και το σχίσμα. Συμπνίγεις την Εκκλησίαν μέσα εις τας παραδόσεις και νομίζεις ότι η Εκκλησία διευθύνεται μόνον με τας παραδόσεις της και πάσα παρέκκλισις απ’ αυτών αποτελεί σχίσμα. Εν τοιαύτη περιπτώσει πρώτος σχισματικός είσαι συ, διότι παραβαίνεις Αποστολικάς, Πατερικάς και Συνοδικάς παραδόσεις και Κανόνας ουκ ολίγους. Πρώτον: Παραδόσεις και Εκκλησία. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Εάν ανήρ τις κομά ατιμία αυτώ εστι» Α’ Κορινθ. 11, 14. Άνδρας ο οποίος φέρει κόμην είναι άτιμος. Αι Αποστολικαί διαταγαί Α’. 3 MIGNE 1564-5 διατάσουν να κόπτωμεν την κόμην: «την τρίχα της κόμης συγκόπτειν και καθαίρειν αυτήν... ουκ έξεστί σοι τρέφειν τας τρίχας της κεφαλής σου». Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς καταφέρεται κατά της κόμης ονομάζων το τρόπον αυτόν πορνικόν. «Πορνικός ο τρόπος και άθεος...». Κλήμης Αλεξ. Παιδ. Γ’ 3 MIGNE 8, 577. Ο Άγιος Επιτάφιος MIGNE 42, 765-8. «Αλλότριόν εστι της καθολικής Εκκλησίας κόμη εκτεινομένη... ανήρ ουκ οφείλει κομάν». Ο Ιερώνυμος συνιστά να αφήνωμεν την κόμην τόσον μόνον, ώστε να καλύπτεται το δέρμα της κεφαλής, την δε άλλην να αποκόπτωμεν. MIGNE P. L. 25, 437. Κατά τον 11ον αιώνα ο περίφημος Αρχιεπίσκοπος Θεσ/νίκης Ευστάθιος κανονίζει τους Μοναχούς φέροντας κόμην λέγων: «Οι πλείους παρανομείτε κανταύθα τρέφοντες κόμην...» Την κόμην μας καταδικάζουν όχι μόνον αι φωναί των αγίων ανδρών, αλλά και οι κανόνες και δη ο 22ος, 42ος και 96ος της 6ης Οικουμενικής Συνόδου. Και τα διάφορα χειροτονικά αυτό διακελεύσουσι: «Προσαγόμενος τω αρχιερεί (ο αναγνώστης) κείρεται σταυροειδώς, είτα τέλειον υπό τινος κληρικού κείρεται». Αφού θέλεις να είσαι πιστός τηρητής όλων των αρχαίων παραδόσεων, διατί τρέφεις κόμην και δεν κουρεύεσαι; Που είναι η τήρησις των παραδόσεων και των Κανόνων της Εκκλησίας; Διατί τους παραβαίνεις; Είσαι σχισματικός! Πρέπει να κουρευθής, αν θέλης να τηρήσης πιστώς τους Κανόνας και τας παλαιάς παραδόσεις και μάλιστα την Αποστολικήν διαταγήν του Παύλου Α’ Κορινθ. 11, 14. Δεύτερον: Σχετική με την κουράν της κόμης είναι η αρχαιοτάτη παπαλήθρα, την οποίαν είχεν η παλαιά Εκκλησία, αλλά σήμερον δεν υπάρχει. Και συγκεκριμένως: Εις το Πηδάλιον της Εκκλησίας μας ο Άγιος Νικόδημος ερμηνεύων τον ΚΑ’ Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ομιλεί περί παπαλήθρας των Κληρικών. «Η παπαλήθρα αύτη ήτο μία στρογγυλοειδής κουρά των εν τη κορυφή τριχών της κεφαλής παρομοία με στέφανον. Τούτο ήτο έθος, παράδοσις όλης της Εκκλησίας, ως βεβαιούται από τον 21ον Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και από τους Αγίους Πατέρας. Ο Άγιος Ιερώνυμος γράφων προς τον Αυγουστίνον λέγει: «Παρακαλώ την στεφάνην σου». Ομοίως και ο Αυγουστίνος έγραφε προς τον Επίσκοπον Προκουλιανόν: «Μα την υμετέραν στεφάνην». Η στεφάνη αύτη ήτο το διακριτικόν γνώρισμα των Κληρικών». Και τέλος ο Άγιος Νικόδημος σημειώνει: «Πρέπει να ποιούσι και οι καθ’ ημάς Κληρικοί εν τη κορυφή την τοιαύτην στεφάνην. Ου γαρ δίκαιον όρια αιώνια μεταίρειν, α έθεντο οι Πατέρες ημών». Οι Κληρικοί σας με το «Παλαιόν Ημερολόγιον» φέρουν εις την κεφαλήν των την παπαλήθραν αυτήν, την στεφάνην ταύτην; Όχι! Διατί παραβαίνετε τον ΚΑ’ Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ο οποίος ομιλεί ρητώς περί αυτής; Διατί παραβαίνετε την αρχαίαν ταύτην παράδοσιν της Εκκλησίας; Διατί δεν ακολουθείτε τους παλαιούς Αγίους Κληρικούς, οι οποίοι έφερον την στεφάνην ταύτην; Διατί «αίρετε όρια αιώνια» α έθεντο οι Πατέρες ημών, ως ομολογεί ο Άγ. Νικόδημος; Αφού παραβαίνετε τον ΚΑ’ Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και όλην την εν προκειμένω παράδοσιν της αρχαίας Εκκλησία, είσθε παραβάται, είσε σχισματικοί! Τρίτον: Ο Ε’ Κανών των Αγίων Αποστόλων λέγει «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος την εαυτού γυναίκα μη εκβαλέτω προφάσει ευλαβείας. Εάν δε εκβάλη αφοριζέσθω, επιμένων δε καθαιρέσθω». Ο Κανών εδώ ομιλεί περί Επισκόπου και λέγει ότι δεν πρέπει ούτος να απομακρύνη την γυναίκα του προφάσει ευλαβείας. Βλέπεις; Οι Επίσκοποι παλαιά ηδύναντο να είναι έγγαμοι. Δια το αυτό, περί εγγάμου Επισκόπου, ομιλεί και ο 18ος Αποστολ. Κανών. Έρχεται όμως ο 12ος Κανών της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και τροποποιεί τον Αποστολικόν αυτόν Κανόνα και απαγορεύει να έχουν γυναίκα οι Επίσκοποι! Η τροποποίησις αύτη προήλθεν εκ του ότι ο Αρχιερεύς έπρεπε να είναι ο τελειότερος και δια τούτο έπρεπε να είναι άγαμος, διότι η παρθενία είναι ανωτέρα του γάμου κατά το Α’ Κορινθ. 7, 38. Δεν παύει όμως η τροποποίησις αύτη να είναι αναίρεσις του Ε’ Αποστολικού Κανόνος και μεταβολή παραδόσεως της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων, η οποία εδέχετο τον γάμον των Επισκόπων. Δυνάμεθα να κατηγορήσωμεν ως παραβάτην την 6ην Οικουμενικήν Σύνοδον, διότι κατήργησε το έγγαμον των Αρχιερέων, ήτοι παλαιάν και μάλιστα αποστολικήν παράδοσιν; Τέταρτον: Ο ΡΑ’ Κανών της 6ης Οικουμενικής Συνόδου απαγορεύει να δίδεται η Θεία Κοινωνία εις τους λαϊκούς δια τινος αντικειμένου, ως γίνεται σήμερον δια της λαβίδος, αλλά απ’ ευθείας να τίθεται ο Άγιος Άρτος εις τας χείρας των λαϊκών και το Αίμα του Κυρίου δια του αγίου Ποτηρίου να προσφέρεται δια των Διακόνων εις το στόμα των πιστών, όπως, δηλαδή μεταλαμβάνουν σήμερον οι Κληρικοί. Ο Κανών ούτος διατάσσει να αφορίζεται ο Ιερεύς ο οποίος δεν θα δώση το Άγιον Άρτον εις αυτάς ταύτας τας χείρας των πιστών. Αφωρισμένον θέλει και το λαϊκόν ο οποίος κοινωνεί κατ’ άλλον τρόπον και όχι δεχόμενος επί των χειρών του το Σώμα του Κυρίου: Και επί λέξει: «Ει δε τις αλώ της αχράντου κοινωνίας μεταδιδούς τοις τοιαύτα δοχεία προσφέρουσι αφοριζέσθω και αυτός και ο τοιαύτα επιφερόμενος». Ο Άγιος Κυρίλλος Ιεροσολύμων (Κατηχ. Μυσταγ. Ε’) ορίζει σαφέστερον την παλαιάν παράδοσιν λέγων «Όταν πλησιάζης εις τα μυστήρια άπλωνε τας παλάμας σου... το μεν αριστερόν χέρι υποκάτω το δε δεξιόν επάνω και βαθουλώντας την παλάμην σου έτσι δέχου το Σώμα του Χριστού». Πηδάλιον σελίς 310. ήκουσες τι διατάσσει ο 101ος Κανών ούτος της 6ης Οικουμενικής Συνόδου; Ήκουσες τι ορίζει η παλαιά παράδοσις; Να κοινωνής με τα ίδια σου τα χέρια και όχι με άλλα αντικείμενα, ως π.χ. είναι η λαβίς. Είναι δε υπό αφορισμόν και ο λαϊκός ο οποίος κοινωνεί με άλλον τρόπον και ο Κληρικός ο οποίος δίδει το Σώμα του Χριστού ούτω. Συ ο οποίος κοινωνείς όχι δια των χειρών σου, αλλά με λαβίδα και θεωρείς ότι μόνον Κανόνες και παραδόσεις υπάρχουν και τίποτε άλλο, πως θα δικαιολογήσης την παράβασιν αυτήν; Που θα στηριχθής; Μία υποσημείωσις του Πηδαλίου φέρει πιθανήν ερμηνείαν της καταργήσεως του Κανόνος την έλλειψιν των Διακόνων εις την αρχαίαν Εκκλησίαν και ότι ο Ιερεύς δεν ηδύνατο μόνος του να μεταδίδη χωριστά το Σώμα του Χριστού από το Αίμα. Ήνωσεν αυτά εις το Άγιον Ποτήριον και τα μεταδίδει ομού με την λαβίδα ή δια να διευκολύνωνται τα νήπια. Αυτή η πιθανή κατά το Πηδάλιον ερμηνεία δεν είναι ικανοποιητική, διότι Διακόνοι υπάρχουν σήμερον εις πολλάς Εκκλησίας. Θα έπρεπε, τουλάχιστον όπου λειτουργεί Ιερεύς και Διάκονος, να τηρήται ο Κανών ούτος και να μη παραβαίνεται. Αν πάλιν έγινε δια την διευκόλυνσιν των νηπίων, έπρεπε να περιορισθή μόνον εις αυτά και να μη γενικευθή εις όλους. Μέχρι της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ότε ετέθη ο νόμος, πως εκοινώνουν τα νήπια; Έτσι να κοινωνούν και μετά ταύτα. Αλλά και μία άλλη δικαιολογία δια την εισαγωγήν της λαβίδος, την οποίαν αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος εις το Πηδάλιον, δεν είναι καθόλου ικανοποιητική: «Το αίτιον δε οπού επενοήθη η λαβίδα ήτο, διατί μερικοί, ή υποκρινόμενοι πως είναι Χριστιανοί, ή αιρετικοί ή δεισιδαίμονες, λαμβάνοντες εις χείρας τον Άγιον Άρτον ή τον έρριπτον ή τον έκρυπτον ή εις μαγείας ή πονηρίας άλλας τον εμεταχειρίζοντο. Όθεν δια της επινοήσεως της λαβίδος, διδομένης της Αγίας Κοινωνίας εις το στόμα, εσηκώθη από το μέσον κάθε αιτία και πρόφασις της Μυστηρίου τοιαύτης καταφρονήσεως». Αλλ’ είναι προφανές ότι και με την χρήσιν της λαβίδος ουδέ κατ’ ελάχιστον εμειώθη ο κίνδυνος οιασδήποτε τοιαύτης καταφρονήσεως του Μυστηρίου. Ο λαμβάνων εις το στόμα την Αγίαν Κοινωνίαν ημπορεί ευκολώτατα και ανετώτατα να μη την καταπίη, αλλά να την κρατήση και ρίπτοντάς την αμέσως εις ένα κουτάκι που θα έχη εις την τσέπην του, να την χρησιμοποιήση εις οιανδήποτε πονηρίαν ή μαγείαν ή να την καταφρονήση και να την βεβηλώση, με όποιον τρόπον του υπαγορεύσει ο Διάβολος... Δεν προστατεύει λοιπόν η λαβίς το Μυστήριο από καταφρόνησιν ή βεβήλωσιν. Βλέπεις, ότι φέρομεν μέχρι σήμερα όχι μόνο ημείς, αλλά και σεις την παράβασιν του Κανόνος τούτου; αφού όλοι οι Κανόνες, όλαι αι παραδόσεις της Εκκλησίας, είναι απαράβατοι και η παράβασίς των σημαίνει σχίσμα, πως καταργήσατε τον 101ον αυτόν Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου; Θα ηδυνάμην να φέρω και άλλα παρόμοια τοιαύτα παραδείγματα καταργήσεως παλαιών Κανόνων δια νεωτέρων, όχι μόνο από ημάς τους νεοημερολογίτας αλλά και από σας τους παλαιοημερολογίτας. Τα τέσσερα όμως ως άνω παραδείγματα είναι αρκετά, δια να μη μακρηγορώ. Και σε ερωτώ: Που στηρίζεσθε σεις οι παλαιοημερολογίται και καταργήσατε τους ανωτέρω Κανόνας, Αποστ. Διαταγάς, παλαιά έθη, αρχαίας συνηθείας και παραδόσεις της Εκκλησίας άνευ νεωτέρας Οικουμενικής Συνόδου; Ασφαλώς δεν δύνασαι να απαντήσης και να δικαιολογήσης τας παραβάσεις σας αυτάς, διότι συγχέεις παραδόσεις και Εκκλησίαν. Νομίζεις ότι η Εκκλησία είναι μόνον αι αρχαίαι παραδόσεις και οι παλαιοί Κανόνες. Ουδεμίαν σημασίαν δίδεις εις την σημερινήν Εκκλησίαν ως όλον, ως Σώμα, με τα Πατριαρχεία και τας αυτοκεφάλους Εκκλησίας. Θεωρείς αυτάς σχισματικάς, διότι τινές ακολουθούν το νέον ημερολόγιον και αι άλλαι, αι ακολουθούσαι το παλαιόν, έχουν πνευματικήν επικοινωνίαν με νεοημερολογίτας. Είσαι Θεολόγος και δεν πρέπει να αγνοής την διαφοράν παραδόσεων και Εκκλησίας. Άκουσον λοιπόν την διαφοράν: Η Εκκλησία διαιρείται, ως γνωρίζεις, εις δύο μέρη: θριαμβεύουσαν και στρατευομένην. Θριαμβεύουσα είναι η εν τω ουρανώ Εκκλησία, οι Άγιοι Απόστολοι και Μάρτυρες και Πατέρες και Όσιοι και Δίκαιοι, οι οποίοι απέθανον. Στρατευομένη είναι η εν τη γη ζήσα Εκκλησία. Η ήδη εν ουρανώ θριαμβεύουσα Εκκλησία αφήκεν ωρισμένους Νόμους, Κανόνας, συνηθείας. Αυτά λέγονται παραδόσεις. Η στρατευομένη Εκκλησία δύναται και αυτή να θέτη νόμους, να νομοθετή δια τον εξής λόγον: Ο Κύριος όταν είπεν ότι «μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» Ματθ. 28, 20, δεν απηυθύνετο εις την θριαμβεύουσαν εν τω ουρανώ Εκκλησίαν, αλλά εις την εν τη γη στρατευομένην, διότι μετά της στρατευομένης θα είναι μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι «της συντελείας του αιώνος», ενώ μετά της θριαμβευούσης θα είναι και πέραν της «συντελείας του αιώνος» και του κόσμου τούτου, εις αιώνας αιώνων. Τούτο βεβαιοί και η ιστορία της Εκκλησίας μας. Θα σου φέρω μερικά παραδείγματα: Όταν έγιναν η 6η Οικουμενική Σύνοδος το έτος 690 μ.Χ. είχον οι τότε Πατέρες προ αυτών τας παραδόσεις και τους Κανόνας των προ αυτής Αποστόλων και Αγίων Πατέρων, οίτινες απετέλουν ήδη την θριαμβεύουσαν εν ουρανώ Εκκλησίαν. Ως Εκκλησία ζώσα η στρατευομένη τότε Εκκλησία, το 690, είχε το δικαίωμα να τροποποιήση τους δύο Αποστολικούς Κανόνας, οι οποίοι ομιλούν υπέρ του γάμου των Επισκόπων. Κατήργησε την παλαιάν συνήθειαν και παράδοσιν του γάμου των Επισκόπων, καίτοι αύτη είχε Αποστολικήν καταγωγήν, και εθέσπισεν νέαν κατάστασιν: Την υποχρεωτικήν αγαμίαν των Επισκόπων. Οι Πατέρες της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ώρισαν επίσης δια του ΡΑ’ Κανόνος ότι δεν πρέπει να κοινωνώμεν δ’ οιουδήποτε αντικειμένου (ως είναι και η λαβίς), αλλά δια των ιδίων μας χειρών, όχι μόνον οι Κληρικοί, αλλά και οι λαϊκοί. Οι Πατέρες της 6ης Οικουμενικής Συνόδου απέθανον και μετεφέρθησαν εις την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν. Έμεινεν ο Κανών αυτός ως παράδοσις. Ήλθεν η έπειτα Εκκλησία τον 10ον ή 11ον αιώνα μέχρι σήμερον και ως Εκκλησία ζώσα καταργεί εν τη πράξει τον Κανόνα αυτόν. Η κουρά των Μοναχών και Κληρικών μετά της παπαλήθρας απετέλεσε παράδοσιν της Εκκλησίας μέχρι του 15ου αιώνος. Έφυγον όλοι οι Πατέρες εκείνοι, μετέβησαν εις τον ουρανόν και αφήκαν την παράδοσιν της κουράς. Η μετά τον 16ον αιώνα Εκκλησία κατήργησε την παράδοσιν αυτήν και σήμερον όλοι οι Κληρικοί, ιδικοί μας, και ιδικοί σας, φέρουν κόμην και ουδεμίαν παπαλήθραν. Τι διδασκόμεθα από τα παραδείγματα, που σου ανέφερα; Άλλο πράγμα είναι αι παραδόσεις και άλλο η Εκκλησία. Παραδόσεις είναι τα κατάλοιπα εν γη της θριαμβευούσης εν ουρανώ Εκκλησίας. Αυτά είναι αρχαίαι συνήθειαι, διάφοροι Κανόνες Συνόδων Οικουμενικών και Τοπικών και γνώμαι Αγίων Πατέρων ευρισκομένων σήμερον εν τω ουρανώ. Εκκλησίαν δε λέγοντας εννοούμεν την εκάστοτε ζώσαν εν γη Εκκλησίαν, την στρατευομένην, ήτις έχει παρά Θεού την εξουσίαν είτε να νομοθετή ρητώς, ως έκαμεν η 6η Οικουμενική Σύνοδος, καταργήσασα Αποστολικούς Κανόνας και αρχαιοτάτην παράδοσιν περί εγγάμων Επισκόπων, ή και να ζη σιωπηρώς καταστάσεις διαφόρους των καταλοίπων της θριαμβευούσης εν ουρανώ Εκκλησίας, ως έκαμε και κάμνει η μετά την 6ην Οικουμενικήν Σύνοδον Εκκλησία μέχρι σήμερον με την εισαγωγήν της αγίας λαβίδος και η μετά τον 16ον αιώνα Εκκλησία μέχρι σήμερον δια την κουράν των Κληρικών. Εκκλησία λοιπόν και παραδόσεις αποτελούν ένα ζώντα οργανισμόν. Όπως εις πάντα οργανισμόν υπάρχουν δύο πράγματα, ένα αμετάβλητον και ένα μεταβλητόν, κατά παρόμοιον τρόπον παραδόσεις και Εκκλησία, ήτοι παλαιά και νέα Εκκλησία, αποτελουμένη από Θείον και ανθρώπινον στοιχείον, έχει τι το αμετάβλητον, απολύτως με το δόγμα και την ηθικήν, σχετικώς δε παν ό,τι ολόκληρος η Εκκλησία σιωπηρώς ή ρητώς θεσπίση. Ουδείς δηλαδή έχει το δικαίωμα μόνος του, έστω και αν είναι Ιερεύς η Αρχιερεύς, να παραβή παράδοσίν τινα των Πατέρων. Ούτε μία Εκκλησία δικαιούται εις γενικής φύσεως ζητήματα να αγνοή την συγκατάθεσιν των άλλων τοπικών Εκκλησιών. Επομένως σχίσμα δεν λέγεται η παράβασις μιας αρχαίας παραδόσεως (τοιαύται ως είδομεν ανωτέρω έγιναν πολλαί χωρίς να γίνη σχίσμα), αλλά όταν παράβασις της αρχαίας παραδόσεως σχίση την μίαν Εκκλησίαν από της άλλης, όταν διακοπή η κοινωνία των Εκκλησιών. Μόνον λοιπόν «η παράδοσις της Πίστεως», ήτοι η ηθική, είναι πράγματα αιωνίως αμετάβλητα και αναλλοίωτα και δεν επιδέχονται ουδεμίαν τροποποίησιν. Αι άλλαι όμως παραδόσεις, αι αναφερόμεναι εις θέματα λατρείας, διοικήσεως, εκκλησιαστικής ευταξίας κ.λ.π. δύνανται να τροποποιούνται και να μεταβάλλωνται, υπό τον όρον βεβαίως ότι τούτο γίνεται όχι υπό του α’ ή β’ ατόμου, έστω και αν είναι Ιερεύς ή Αρχιερεύς (εν τη περιπτώσει ταύτη έχομεν παράβασιν και ανταρσίαν), αλλ’ υπό της ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ! Το Νέον Ημερολόγιον αποτελεί σχίσμα; Αφού εξεκαθαρίσαμεν το έδαφος περί παραδόσεων Εκκλησίας, Σχίσματος, ας ίδωμεν εάν το Νέον Ημερολόγιον αποτελή σχίσμα. Δια να αποδείξης ότι το Νέον Ημερολόγιον είναι σχισματικόν, επικαλείσαι διάφορα επιχειρήματα, τα οποία θα εξετάσωμεν ένα προς ένα: Και πρώτον: Επικαλείσαι τας Πανορθοδόξους Συνόδους 1582, 1587, 1593, 1848 εν σελ. 26-29 και αλλαχού, αι οποίαι κατεδίκασαν το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον. Σου απαντώ: Επειδή ταυτίζεις το Γρηγοριανόν και Νέον Ημερολόγιον, ισχυρίζεσαι ότι είναι καταδικασμένον και αυτό που έχομεν ημείς. Εις την αρχήν της πραγματείας μου σου απέδειξα ότι το Νέον λεγόμενον Ημερολόγιον δεν είναι Γρηγοριανόν, αλλά διωρθωμένον Ιουλιανόν, όχι μόνον από καθαρώς ημερολογιακής απόψεως, αλλά και από Εκκλησιαστικής, καθ’ όσον το Γρηγοριανόν δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του το Πάσχα των Εβραίων και εορτάζουν οι Δυτικοί προ αυτού ή μαζί με αυτό. Αι Πανορθόδοξοι Σύνοδοι κατεδίκασαν το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, το Πασχάλιον τούτου και το Καλανδάριον, το εορτολόγιον δηλ. των κινητών εορτών Μεσοπεντηκοστής, Αναλήψεως, Πεντηκοστής, Αγίας Τριάδος κ.λ.π., διότι ξεφεύγει από τας πραγματικάς οροθεσίας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, καθ’ ην το Πάσχα μας πρέπει να γίνεται μετά το Εβραϊκόν Πάσχα. Το Νέον Ημερολόγιον τηρεί την διάταξιν ταύτην. Άρα δεν υπάγεται εις την καταδίκην αυτήν. Μόνη η προώθησις των 13 ημερών, εφ’ όσον δεν έθιξε το Πασχάλιον ούτε το Καλανδάριον του Πασχαλίου, δεν υπόκειται εις την καταδίκην εκείνην των Πανορθοδόξων Συνόδων των ετών 1582, 1587, 1593, 1848. Δεύτερον «Με την προώθησιν των 13 ημερών και την διατήρησιν του Πασχαλίου κύκλου περιωρίσθη, ενίοτε δε καταργείται η νηστεία των Αγίων Αποστόλων», γράφει εν σελ. 13. Η νηστεία των Αγίων Αποστόλων αν και δεν έχει νομοθετηθή υπό Οικουμενικής ή τοπικής Συνόδου, ως αρχαίον έθος έχει νόμου ισχύν και δεν δύναται να καταργηθή ή τροποποιηθή. Ναι, δεν δύναται να τροποποιηθή η νηστεία αύτη υπό τινος Χριστιανού, έστω και Αρχιερέως. Δεν δύναται ακόμη να μην καταργήση μία Εκκλησία εν αγνοία της άλλης. Εφ’ όσον όμως και αι τηρούσαι το Παλαιόν και διατηρούσαι το Νέον Ημερολόγιον Εκκλησίαι, αι μεν δέχονται και αι άλλαι ανέχονται τον περιορισμόν αυτόν, δεν έγινε Σχίσμα. Σχίσμα θα ήτο, εάν διεφώνουν επί του προκειμένου αι Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι και τα Πατριαρχεία και διέκοπτον τας σχέσεις των μετά των Νεοημερολογιτικών Εκκλησιών. Τούτο όμως δεν έγινε. Άρα δεν υπάρχει Σχίσμα! Τρίτον: Θεωρείς ως Σχίσμα εν τη Εκκλησία το ότι αι Εκκλησίαι Νεοημερολογιτών και Παλαιοημερολογιτών έχουν τας εορτάς Χριστουγέννων και τας άλλας ακινήτους εορτάς και νηστεύουν κατά διάφορον χρόνον. Ούτω, όταν η μία Εκκλησία νηστεύη, η άλλη δεν νηστεύει. Όταν η μία Εκκλησία νηστεύη η άλλη έχει τα Φώτα κ.λ.π. Βεβαίως ωραιότερον είναι να συνεορτάζουν όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και να νηστεύουν ομού κατά τον αυτόν χρόνον. Ουδεμία αντίρρησις υπάρχει επ’ αυτού. Η διαφορά όμως του χρόνου της εορτής και της νηστείας Χριστουγέννων και Αγίων Αποστόλων, δεν αποτελεί Σχίσμα, διότι η αρχαία μας Εκκλησία μέχρι της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου ούτε τα Χριστούγεννα ούτε το Πάσχα συνεώρταζεν ούτε και η νηστεία της ήτο η αυτή πανταχού. Εν τούτοις δεν υπήρχε Σχίσμα εις τας επιμέρους Εκκλησίας. Το ότι δεν εώρταζον ουδέ συνεώρταζον οι προ του 300 μ.Χ. Χριστιανοί τας ακινήτους εορτάς, έδειξα δι’ ων είπον προηγουμένως. Όχι μόνον τα Χριστούγεννα και τας συναφείς προς αυτά εορτάς δεν συνεώρταζον οι παλαιοί Χριστιανοί, αλλά ουδέ το Πάσχα. Αυτό μας λέγει η ιστορία: Ο Άγιος Πολύκαρπος (150 μ.Χ.) Επίσκοπος Σμύρνης μετέβη εις την Ρώμην και συνηντήθη με τον Επίσκοπον Ανίκητον. Συνέπεσε το Πάσχα. Ο πρώτος ήθελε να τελέση αυτό την 14ην του μηνός Νισάν. Ο Πάπας Ανίκητος ήθελε να κάμη το Πάσχα την Κυριακήν. Συνεζήτησαν επ’ αυτού. Ούτε ο Πολύκαρπος έπεισε τον Ανίκητον ούτε ο Ανίκητος τον Πολύκαρπον. Συνελειτούργησαν και απεχωρίσθησαν ειρηνικώς (Ευσεβίου εκκλης. Ιστορ. Ε’ 24, 14). Δεν απετέλεσε Σχίσμα μεταξύ των ο κατά διάφορον χρόνον εορτασμός του Πάσχα (ιδέ Εκκλης. Ιστορ. Στεφανίδου σελίδα 99). Ούτε και η κατά διάφορον χρόνον γινομένη νηστεία αποτελεί Σχίσμα. Ιδού τι λέγει επ’ αυτού η Εκκλησιαστική ιστορία του Ευσεβίου Ε’ 24, 12-13. «Ου μόνον περί της ημέρας εστίν η αμφισβήτησις, αλλά και περί του είδους αυτού της νηστείας. Οι μεν οίονται μίαν ημέραν δεις αυτούς νηστεύειν, οι δε δύο, οι δε και πλείονας. Οι δε τεσσαράκοντας ώρας ημερινάς τε και νυκτερινάς.... Πάντες ούτοι ειρήνευσάν τε και ειρηνεύομεν προς αλλήλους και η διαφωνία της νηστείας την ομόνοιαν της πίστεως συνίστησιν». Βλέπεις· τι εγίνετο εις την πρώτην Εκκλησίαν; Είχον διαφοράς εις την νηστείαν και όμως ειρήνευον μεταξύ των και η διαφορά αύτη όχι μόνον δεν ετάρασσεν αυτούς, αλλά «η διαφωνία της νηστείας την ομόνοιαν της πίστεως συνίστησιν»! Διατί λοιπόν συ θέτεις τόση βαρύτητα εις την διαφοράν της νηστείας των Αγίων Αποστόλων, αφού εις την αρχαίαν Εκκλησίαν «η διαφωνία της νηστείας την ομόνοιαν της πίστεως συνίστησιν»; Θα μου είπης ότι πριν κανονισθούν αι εορταί και αι νηστείαι, είχε το δικαίωμα εκάστη Εκκλησία να τηρή την παράδοσίν της. Όταν όμως εκανονίσθησαν, δεν δικαιούμεθα να εκφεύγωμεν της οροθεσίας αυτής. Ναι, δεν δύναται, επαναλαμβάνω, έκαστον άτομον, έστω και Αρχιερεύς, παρά την γνώμην της Εκκλησίας του ή και εκάστη Εκκλησία εν αγνοία των άλλων, να παραβαίνη χρόνους εορτών και διάρκειαν νηστειών. Όταν όμως η Εκκλησία ως όλον, ως Σώμα, με τας αυτοκεφάλους Εκκλησίας και τα Πατριαρχεία, δέχεται ή ανέχεται το Παλαιόν και Νέον Ημερολόγιον και τον διάφορον χρόνον των εορτών και της νηστείας, ουδείς δύναται να ομιλή περί Σχίσματος. Μήπως και αι Πανορθόδοξοι Σύνοδοι που κατεδίκασαν το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον δεν παρέβαινον τον ρητώς ομιλούντα περί του τρόπου της θείας Κοινωνίας 101 Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και εκοινώνουν τους λαϊκούς με λαβίδα, ή δεν έφερον κόμην και παρέβαινον τους σχετικούς Κανόνας; Και όμως δεν ήσαν Σχισματικοί! Τέταρτον: Θα μου είπης: Διατί λοιπόν γίνεται τόσος λόγος περί τηρήσεως της Παραδόσεως; Ο Απόστολος Παύλος, οι Πατέρες της Εκκλησίας, αι Σύνοδοι φωνάζουν: «Στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις». Επί του σημείου αυτού αναφέρεις πλήθος παραπομπών εις ωρισμένους Κανόνας που ρητώς καταφέρονται κατά νεωτερισμών. Πως, θα μου είπης, τόσαι φωναί περί παραδόσεως ελέχθησαν εις μάτην; Όχι, αγαπητέ μου. Αι αφωναί αύται ισχύουν και πρέπει να ισχύουν. Πρέπει να προσέξης όμως, εις ποίον απευθύνονται αι φωναί και οι αφορισμοί ούτοι. Αι φωναί αύται απευθύνονται υπό της Εκκλησίας δια των αντιπροσώπων της, Πατέρων και Συνόδων Οικουμενικών και Τοπικών, εις τους πιστούς και όχι από τους πιστούς προς τας Εκκλησίας των! Τα μέλη της Εκκλησίας δηλαδή είναι υποχρεωμένα να τηρούν τας γραπτάς και αγράφους Παραδόσεις. Δεν δικαιούται τις να παραβή αυτάς, έστω και αν είναι Ιερεύς ή Αρχιερεύς. Διότι τούτοι όλοι οι Κανόνες έχουν την φράσιν: «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος....», απευθύνονται προς επί μέρους άτομα. Η Εκκλησία όμως ως όλον, ως Σώμα, έχει διαφορετικήν θέσιν από τα μέλη της. Αύτη είναι ο Ύπατος Κριτής της Παραδόσεως. Τι είδομεν προηγουμένως εις το θέμα του γάμου των Αρχιερέων; Ενώ ούτος επετρέπετο κατά τους Αποστολικούς Κανόνας και την αρχαίαν παράδοσιν, η Εκκλησία τον κατήργησε ρητώς δια της 6ης Οικουμενικής Συνόδου. Τι είδομεν εις το θέμα της λαβίδος; Ότι η Εκκλησία σιωπηρώς έθεσεν εις αχρηστίαν τον 101ον Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου εισαγαγούσα εν τη κοινωνία των λαϊκών την χρήσιν λαβίδος. Η ίδια πάλιν Εκκλησία έθεσεν εις αχρησίαν νόμους και παραδόσεις περί κουράς, θεσπίσασα σιωπηρώς την κόμην των Κληρικών. Μάθε λοιπόν ότι ημείς μεν ως άτομα δεν δυνάμεθα να καταργώμεν ή να τροποποιώμεν τας παραδόσεις. Η Εκκλησία όμως έχει άλλην δύναμιν· δεν είμεθα ίσοι με αυτήν. Αυτό μας διακηρύσσει η ιστορία της Εκκλησίας, η Παράδοσις! Πέμπτον: Εν κεφ. 1 και 2 γράφεις ότι «το Νέον Ημερολόγιον εισήχθη μονομερώς αντικανονικώς άνευ της συναινέσεως απασών των ορθοδόξων Εκκλησιών και διέσπασεν την ενότητα της καθ’ όλου ορθοδόξου Εκκλησίας». Απαντώ: Ούτε το Ημερολόγιον ήλλαξεν, όπως σου είπα εις την αρχήν (Ιουλιανόν – διορθωμένον – έχομεν και ημείς) ούτε αντικανονική υπήρξεν η προώθησις του μηνολογίου κατά 13 ημέρας, διότι αύτη εγένετο κατόπιν συνεννοήσεως των Εκκλησιών και ούτω δεν διεσπάσθη η ενότης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τούτο άλλωστε απέδειξε και το εν Ρόδω συνελθόν Πανορθόδοξον Συνέδριον του 1961 και 1964 όπου Εκκλησίαι Παλαιού και Νέου Ημερολογίου συνελειτούργησαν και έδωσαν τον ασπασμόν της αγάπης. Μόνον σείς ως σχισματικοί απεκλείσθητε του Διορθοδόξου αυτού Συνεδρίου, διότι ουδείς εξ υμών των αυτοτιτλοφορουμένων «γνησίων ορθοδόξων Χριστιανών» εγένετο δεκτός εις το Πανορθόδοξον αυτό Συνέδριον 1961 και 1964. Έκτον: Εν κεφ. 5ω γράφεις ότι η τήρησις υφ’ υμών των Νεοημερολιγιτών αθίκτου του Πασχαλίου Κανόνος επέδρασεν επί του εορτολογίου του ενιαυσίου κύκλου των εορτών, μεθ’ ου αναποσπάστως συνδέεται ο υπό της Α’ Οικουμενικής Συνόδου καθιερωθείς Πασχάλιος Κανών και επέφερε διαταραχήν. Απαντώ: Η σημερινή διαταραχή εορτολογίου κινητών και ακινήτων εορτών, είναι επάνοδος εις τας ημερομηνίας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, διότι επανήλθον εις την 21ην Μαρτίου ως εαρινήν ισημερίαν που είχον οι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Εν άτομον, έστω και Αρχιερεύς, μία επί μέρους Εκκλησία, δεν δύναται, εν αγνοία των άλλων, να κάμη τας αναπροσαρμογάς αυτάς, έστω και αν αύται μας επαναφέρουν εις τας αρχαίας ημερομηνίας. Η ηνωμένη όμως Εκκλησία Νεοημερολογιτών και Παλαιοημερολογιτών, ως όλον, ως Σώμα, δεχομένη η πρώτη, ανεχομένη η δευτέρα, το Νέον Ημερολόγιον έχει δικαίωμα να κάμνη τοιαύτας μεταβολάς, τοσούτω μάλλον καθ’ όσον δια της προωθήσεως 13 ημερών φθάνομεν, ως είπομεν, εις τας πραγματικάς ημερομηνίας των Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι είχον εαρινήν ισημερίαν, επαναλαμβάνω, την 21ην Μαρτίου ως έχομεν ημείς με την προώθησιν αυτήν και όχι την 8ην Μαρτίου που έχετε σεις. Έβδομον: Εις το κεφ. 16 γράφεις ότι, αι ακολουθούσαι το Παλαιόν Ημερολόγιον Εκκλησίαι έχουν 200 εκατομμύρια πιστών αι ακολουθούσαι το Νέον έχουν 25 εκατομμύρια. Ιδού λοιπόν ότι έγινε Σχίσμα. Σχίσμα, αγαπητέ μου, έχομεν όταν διακοπή η πνευματική κοινωνία μεταξύ των Εκκλησιών και όχι όταν εορτάζουν κατά διάφορον χρόνον τας εορτάς. Αυτό λέγει η ιστορία της Εκκλησίας, ως ίδωμεν προηγουμένως εις τον διάφορον εορτασμόν του Πάσχα προ της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Εφ’ όσον λοιπόν αι ακολουθούσαι το Παλαιόν Ημερολόγιον Εκκλησίαι δεν διέκοψαν τας σχέσεις των μετά των Νεοημερολογιτών, Σχίσμα δεν υπάρχει. Διάβασε καλά την Ιστορίαν της Εκκλησίας μας. Μου αναφέρεις τον αριθμόν των ακολουθούντων το Παλαιόν Ημερολόγιον, 200.000.000 με τα 25.000.000 που ακολουθούν το Νέον δια να δείξης ότι η πλειονότης είναι με το Παλαιόν. Σου απαντώ: Τα 200 εκ. των Παλαιοημερολογιτών εφ’ όσον είναι ηνωμένα με τας Εκκλησίας των «σχισματικών Νεοημερολογιτών», κατά την γνώμην σας, είναι σχισματικοί! Διατί λοιπόν τους επικαλείσαι; Εν σελ. 47 καταδικάζεις συ ο ίδιος όλας τας αυτοκεφάλους Εκκλησίας όχι μόνον των Νεοημερολογιτών αλλά και των Παλαιοημερολογιτών και λέγεις: «Δεν είναι εν τάξει, διότι όταν εκαινοτόμησεν η Εκκλησία της Ελλάδος έπρεπε να κόψουν πάσαν επικοινωνίαν». Δεν έκοψαν όμως. Άρα είναι και αυτοί Σχισματικοί! Αφ’ ου και τα 200 αυτά εκ. είναι Σχισματικοί, πως παρουσιάζεις τους αριθμούς των ως απόδειξιν υπέρ του Παλαιού Ημερολογίου; Βλέπεις, πως αντιφάσκεις; Όγδοον: Εις το κεφ. 83 φροντίζεις να αποδείξης ότι είναι μυθώδες και από αστρονομικής απόψεως η μετατόπισις των εποχών του Χειμώνος και του Θέρους, εάν συνεχίζετο η διαφορά του Ημερολογίου. Και λέγεις: «Αφού Μάρτιον είχομεν την έξοδον των Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου το 1500 μ.Χ., Μάρτιον έχομεν και σήμερον 2000 μ.Χ., πως δεν επήλθε μεταβολή τις; Απλούστατα το προ του Ιουλιανού Ημερολογίου 45 π.Χ. ακολουθούμενον ημερολόγιον των Εβραίων είχε σεληνιακούς μήνας και ηλιακά έτη. Επειδή το ηλιακόν έτος έχει 12 σεληνιακούς μήνας και 11 ημέρας οι Εβραίοι προσέθετον ως είπομεν ανωτέρω ανά 3 ή 2 έτη τον 13ον μήνα τον οποίον ωνόμαζαν βε – Αδάρ και ούτω εκάλυπτον την διαφοράν. Εκείνο δηλ. το οποίον κάνομεν ημείς με την προσθήκην των 13 ημερών εις 1600 έτη δια να καλύψωμεν την διαφοράν του Ιουλιανού ημερολογίου από της Α’ Οικουμενικής Συνόδου μέχρι σήμερον, το έκαμνον οι Εβραίοι ανά δύο ή τρία έτη προ του Ιουλιανού Ημερολογίου, ήτοι προ του 45 π.Χ., προσθέτοντες ολόκληρον, σεληνιακόν μήνα ανά δύο ή τρία έτη και ούτω διετηρήθη το Πάσχα των τον Μάρτιον μήνα. Την διαφοράν αυτήν των 13 ημερών από της Α’ Οικουμενικής Συνόδου την δέχεται και το ίδιον το Πηδάλιον. Ιδέ σελίδα 9, ερμηνείαν του 7ου Αποστολικού Κανόνος. Πως συ την αρνείσαι; Πλην αυτού γνωρίζομεν εκ της Κοσμογραφίας της 6ης τάξεως των Γυμνασίων σελ. 57, ότι το π.Χ. ακολουθούμενον ημερολόγιον υπό των Ρωμαίων από το 700 μέχρι το 45 π.Χ. ήτο το ημερολόγιον του Νουμά, το οποίον, είχεν 354 ημέρας. Ήτο δηλαδή όμοιον με το ημερολόγιον των Εβραίων, είχε σεληνιακούς μήνας και ηλιακά έτη. Καθ’ έκαστον έτος υπελείποντο 11 ημέραι. Προσέθετον οι Ρωμαίοι εις έκαστον 2ον έτος συμπληρωματικόν μήνα, 22 ημέρας. Ενόμιζον ότι ούτω θα καλυφθή η διαφορά του πολιτικού έτους και του ηλιακού, του τροπικού, έτους. Πράγματι όμως με τον συμπληρωματικόν μήνα το έτος ήτο μικρότερον του πραγματικού κατά 0,242217 μέσης ηλιακής ημέρας. Μέχρι δε του Ιουλίου Καίσαρος είχον προχωρήσει τοσούτον, ώστε αι εορταί του θερισμού εωρτάζοντο εις το τέλος του χειμώνος! Ο Ιούλιος Καίσαρ επεχείρησε το 45 π.Χ. να άρη την ασυμφωνίαν ταύτην καλέσας τον αστρονόμον Σωσιγένην εκ της Αλεξανδρείας. Και εν πρώτοις επεξέτεινε την διάρκειαν του έτους της μεταρρυθμίσεως (του 45 π.Χ.) εις 445 ημέρας. Ήτοι προσέθεσαν εις το ημερολόγιον του Νουμά 91 ημέρας, ούτως ώστε αι διάφοροι εορταί να εορτάζωνται εις τας καταλλήλους ημέρας του έτους. Το έτος τούτο ωνομάσθη έτος συγχύσεως. Έπειτα από αυτό ο Ιούλιος Καίσαρ ώρισε το Ιουλιανόν ημερολόγιον, 365 ημέρας, και εν δίσεκτον έτος ανά 4 έτη. Βλέπεις ότι ο Ιούλιος Καίσαρ προσέθεσεν 91 ημέρας εις το έτος 45 π.Χ. δια να καλύψη την διαφοράν των προηγουμένων ετών; Επομένως προ Χριστού Εβραίοι και Ρωμαίοι έκαμον προσθήκας προς κάλυψιν ημερολογιακών διαφορών. Πως αγνοείς τα πράγματα αυτά; Ένατον: «Πρέπει να υπακούωμεν», γράφεις εν κεφ. 86 σελ. 74, «εις τους Θεοφόρους και Αγίους εκείνους Πατέρας και όχι εις τους σημερινούς». Εκείνοι όμως οι Πατέρες εδέχοντο τον γάμον των Επισκόπων, δεν είχον κόμην, έφερον παπαλήθραν, εκοινώνουν τους λαϊκούς ουχί δι’ αγίας λαβίδος και κατεδίκαζον τους έχοντας κόμην, μη φέροντας παπαλήθραν και μη δίδοντας την θείαν Κοινωνίαν στους λαϊκούς επί των χειρών αυτών. Διατί και αυτά δεν τα τηρείς; Διατί δεν υπακούεις εις αυτούς; Δέκατον: Λέγεις εν σελίδι 85: Η Εκκλησία της Ελλάδος προτίθεται να προβή εις μεταρρυθμίσεις, ώστε να υπάρχη γάμος Μοναχών, κατάργησις Εικόνων, μεταβολή του Βαπτίσματος και άλλα. Εδώ είσαι συκοφάντης! Διάφορα σπερμολογήματα ανευθύνων τα παρουσιάζεις ως γνώμας της Εκκλησίας! Δέκατον: Λέγεις όλως αφελώς: «Με ποίους εορτάζουν τα επουράνια, όταν τα επίγεια έχουν διαφόρους ημέρας εορτών; Όταν δηλ. οι Νεοημερολογίται ψάλλουν «Σήμερον γεννάται ο Χριστός....» 13 ημέρας προ των Παλαιοημερολογιτικών Εκκλησιών, με ποίους θα εορτάσουν τα επουράνια την Γέννησιν του Χριστού, αφού υπάρχη διαφορά χρόνου; Όταν πάλιν μετά την Γέννησιν του Σωτήρος λέγομεν εις την σχετικήν ευχήν «Σήμερον τα άνω εορτάζουν...» με ποίους εορτάζουν τα επουράνια; Με το Παλαιόν ή το Νέον; Σε ερωτώ και εγώ: Όταν επί 300 έτη εώρταζον αι μεν Εκκλησίαι της Δύσεως Πάσχα την Κυριακήν μετά το Νομικόν Πάσχα, αι δε Εκκλησίαι της Μ. Ασίας την 14ην Νισάν, με ποίους εώρταζον το Πάσχα τα ουράνια; Την 14ην Νισάν με τον Άγιον Πολύκαρπον Σμύρνης ή την Κυριακήν με τον Άγιον Ανίκητον Πάπαν Ρώμης; Ασφαλώς και με τους δύο. Όταν η Αίγυπτος, η Παλαιστίνη, η Κύπρος εώρταζον την Γέννησιν του Χριστού την 6ην Ιανουαρίου μετά των Θεοφανείων, ως είδομεν, η δε Ρώμη την 25ην Δεκεμβρίου, με ποίους εώρταζον τα επουράνια; Και με τους δύο! Το ίδιον συμβαίνει και σήμερον, αφού η Εκκλησία η επί γης είναι ηνωμένη. Τα ουράνια εορτάζουν και με τους δύο. Τα ουράνια έχουν πάσαν ημέραν εορτήν, διότι εκεί δεν υπάρχουν εργασίαι ως εν τη γη και ημέραι ιδιαίτεραι εορτών. Τα ουράνια πανηγυρίζουν πάντοτε, διότι πάσα ημέρα εορτή εστι δια τους εκεί. Συμπέρασμα: Πρώτον: Συγχέεις το Νέον Ημερολόγιον με το Γρηγοριανόν. Ιδού η εσφαλμένη σου βάσις. Σου απέδειξα ότι το Νέον Ημερολόγιον δεν είναι το Γρηγοριανόν από ημερολογιακής και εκκλησιαστικής απόψεως, αλλά διορθωμένον Ιουλιανόν με τας ημερομηνίας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Άρα το Ημερολόγιον που ακολουθούμεν είναι πράγματι το Παλαιόν Ιουλιανόν Ημερολόγιον. Δεύτερον: Δια το Πασχάλιον Κανόνα δεν λαμβάνεις ως κύρια χαρακτηριστικά τα ορισθέντα υπό της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (εαρινήν ισημερίαν, Πανσέληνον, Πάσχα Εβραίων και Κυριακήν), αλλά την ημερομηνίαν 22αν Μαρτίου – 25ην Απριλίου, ήτις ουδόλως μνημονεύεται εις τα πρακτικά της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Την συμπληρωματικήν οροθεσίαν ταύτην 22 Μαρτίου – 25 Απριλίου έλαβε ως μοναδικόν και κύριον χαρακτηριστικόν παρά του ρητούς Κανόνας. Τρίτον: Θεωρείς τας ακινήτους εορτάς Χριστουγέννων και τας συναφείς προς αυτάς ορισθείσας υπό του Θεού, και επομένως ουδείς δύναται να τας μετακινήση! Σου απέδειξα δια των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας ότι αύται επί 300 έτη μ.Χ. ηγνοούντο. Κατόπιν η των Χριστουγέννων συνεωρτάζετο μετά των Θεοφανείων και έπειτα εχωρίσθησαν τα Χριστούγεννα από τα Θεοφάνεια. Αυτά λέγουν οι Πατέρες. Αν αι εορταί αύται ήσαν, ως λέγεις συ, υπό Θεού ορισθείσαι, ηγνόουν αυτάς οι Πατέρες και τας εγνώριζες συ; Τέταρτον: Συγχέεις παραδόσεις και Εκκλησίαν και νομίζεις ότι δεν δύναται η Εκκλησία ως όλον να κάμη μεταβολήν εις τας παραδόσεις. Και όμως σου απέδειξα πως εκάστοτε Εκκλησία, ζώσα ούσα, μετέβαλε ρητώς ή σιωπηρώς ουκ ολίγα έθιμα, προγενεστέρας συνηθείας και παραδόσεις. Πως και σεις σήμερον παραβαίνετε παραδόσεις αρχαίας της Εκκλησίας; Αφού λοιπόν δεν ημπόρεσες να διακρίνης διαφοράν παραδόσεων και Εκκλησίας και δεν εννοείς τι θα είπη Σχίσμα, θεωρείς Σχισματικήν την Εκκλησίαν των Νεοημερολογιτών, διότι ακολουθεί το Νέον Ημερολόγιον! Και όμως σου απέδειξα δια της Ιστορίας της Εκκλησίας ότι Σχίσμα δεν συνιστά ο κατά διάφορον χρόνον εορτασμός, αλλά η μη πνευματική κοινωνία των αυτοκεφάλων Εκκλησιών και Πατριαρχείων. Σεις λοιπόν που έχετε αποκοπή από την ολομέλειαν αυτήν της Ορθοδοξίας είσθε σχισματικοί και προς υμάς ως τοιούτους απευθύνονται όλοι οι αφορισμοί των Πατέρων και τα ουαί. Είχον υποχρέωσιν να σου απαντήσω, διότι γραπτώς και προφορικώς δια γνωστών σου προσώπων με προεκάλεσας εις τούτο. Έκαμα το καθήκον μου προς σε και πάντα άλλον, ο οποίος θέλει να μάθη την αλήθειαν περί Παλαιού και Νέου Ημερολογίου. Τα περαιτέρω ανήκουν εις σε, τους αναγνώστας μου και τον Θεόν! Υγίαινε!

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ


Η Ανώτατη Εκπαίδευση στο Βυζάντιο

Σπύρος ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
Υπ. Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας και Τέχνης Παν/μίου Πατρών


1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Nα γράψει κανείς για την εκπαίδευση στο Βυζάντιο δεν είναι εύκολο έργο, εφόσον αυτή καλύπτει μία περίοδο 11 αιώνων. Οι πληροφορίες που έχουμε είναι λιγοστές και περιστασιακές και κατανέμονται ανισομερώς σε μία χιλιετία! Υπάρχει μία μακρά περίοδος μετάβασης από τον αρχαίο στο μεσαιωνικό κόσμο, από τις εθνικές θρησκείες στην επικράτηση του Χριστιανισμού και από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο ελληνόφωνο και ορθόδοξο Βυζάντιο. Η παιδεία θα παρακολουθήσει αυτές τις μεταβολές και θα καταλήξει στη διαμόρφωσή της μετά την πτώση της ελληνιστικής ανατολής τον 7ο αιώνα. Η παρούσα εργασία θα επικεντρωθεί στην εκπαίδευση στο Βυζάντιο και συγκεκριμένα στην ανώτατη εκπαίδευση, στα είδη της και στους δασκάλους που κόσμησαν με την παρουσία τους τα βυζαντινά γράμματα. Καθώς ένας υπήκοος του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης μπορούσε να είχε γεννηθεί και εκπαιδευτεί στην Αθήνα, την Αλεξάνδρεια ή την Αντιόχεια, άλλα τόσα ήταν και τα εκπαιδευτικά συστήματα. Ύστερα από μία σύντομη αναφορά στις πρώτες βαθμίδες της βυζαντινής εκπαίδευσης, θα αναφερθούμε στη συνέχεια στην ανώτατη βυζαντινή εκπαίδευση και παιδεία.1
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους το εκπαιδεύω λεγόταν «ἀνάγω» και η εκπαίδευση αναγωγή, η φοίτηση στο σχολείο «ἀναγινώσκειν» ή «γραμματίζεσθαι». Εκείνος που δεν έλαβε εκπαίδευση ονομαζόταν ανάγωγος και ο τελείως αγράμματος αναλφάβητος, σε αντίθεση με αυτόν που λεγόταν Γραμματικός ή «πολλὰ γράμματα εἰδώς»2. Αυτός που δεν είχε τύχει επιμελημένης παιδείας χαρακτηριζόταν «ἀνάγωγος» ή «δυσανάγωγος» και ο τελείως αγράμματος «ἀναλφάβητος». Η αγωγή θεωρούταν ότι ήταν «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν».
Η βυζαντινή εκπαίδευση- ή διαφορετικά το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα-, διαιρούταν σε τρία είδη: α) κοσμική εκπαίδευση, β) εκκλησιαστική εκπαίδευση και γ) μοναστική εκπαίδευση.3 Στην παρούσα εισήγηση θα ασχοληθούμε με τα δύο πρώτα είδη εκπαίδευσης και συγκεκριμένα με το ανώτατο στάδιο μόρφωσης. Περιδιαβαίνοντας 11 αιώνες βυζαντινής παιδείας, θα έρθουμε αντιμέτωποι με το κύριο χαρακτηριστικό της βυζαντινής εκπαίδευσης, το οποίο δεν ήταν άλλο από τη μόρφωση ικανών ανθρώπων που θα επάνδρωναν τη δημόσια διοίκηση ή την ανώτατη εκκλησιαστική ιεραρχία.

ii) ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Ως πηγές της εκπαίδευσης στο Βυζάντιο έχουμε τα αγιολογικά κείμενα που αναφέρονται στην παιδική ηλικία των οσίων και των αγίων.4 Σημαντικές πληροφορίες μας παρέχουν οι Vitae οσίων ή Αγίων που προέρχονταν από πλούσιες οικογένειες και οι οποίες διέθεταν τα οικονομικά μέσα για την ανατροφή των παιδιών τους. Εντούτοις όμως και Άγιοι που έζησαν την παιδική τους ηλικία σε χωριά της βυζαντινής επικράτειας δεν στερήθηκαν μόρφωσης.5 Εκτός από τους Βίους Αγίων, σημαντικές πηγές για τη Βυζαντινή Εκπαίδευση αποτελούν οι πάπυροι, τα όστρακα και οι πινακίδες από ξύλο ή κερί που παρέχουν πληροφορίες από πρώτο χέρι για διάφορες όψεις της καθημερινής ζωής, περιλαμβανομένης της εκπαίδευσης των παιδιών.6 Μία άλλη σημαντική πηγή για την εκπαίδευση στο Βυζάντιο είναι και οι πρώιμοι Εκκλησιαστικοί Πατέρες που προσπάθησαν να «ιδρύσουν» το χριστιανικό δόγμα συντάσσοντας κανονισμούς για την «κατάλληλη» εκπαίδευση των νεαρών Χριστιανών. Πληροφορίες επίσης μπορούμε να αντλήσουμε από τα ελληνολατινικά και λατινοελληνικά γλωσσάρια του σοφιστή και ρητοροδιδάσκαλου στην Ακαδημία Αθηνών Ιουλίου Πολυδεύκους (2ος μ.Χ. αιώνας), τα οποία περιλάμβαναν ομιλίες σχετικά με τα σχολεία και το εκπαιδευτικό σύστημα. Φυσικά δεν πρέπει να αγνοήσουμε και τα όσα έγραψαν διάφοροι λόγιοι, κληρικοί και λαϊκοί, όπως ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος Κατάφλωρος (1178-1195/6) ή ο φιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός (1018-1096) που είχαν χρηματίσει διδάσκαλοι. Τέλος οι βιογραφίες ή αυτοβιογραφίες ατόμων που διετέλεσαν διδάσκαλοι καθώς και οι επιτάφιοι λόγοι που αναφέρονται σε λογίους άνδρες, οι οποίοι είχαν διαπρέψει στην παιδεία, συμπληρώνουν την εικόνα για το εκπαιδευτικό σύστημα κατά τους μέσους αιώνες.7

iii) ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Η βυζαντινή εκπαίδευση διαιρούταν σε τρία είδη: α) την κοσμική, β) την εκκλησιαστική και γ) τη μοναστική εκπαίδευση. Από τα τρία αυτά είδη, η κοσμική και εκκλησιαστική εκπαίδευση ήταν οργανωμένες, ενώ η μοναστική εκπαίδευση παρεχόταν μέσα στα μοναστήρια και απευθυνόταν κυρίως σε όσους ήθελαν να ακολουθήσουν το μοναστικό βίο. Πρέπει να αναφέρουμε εξαρχής ότι η βυζαντινή εκπαίδευση αποσκοπούσε στην κατάρτιση ικανών στελεχών που θα στελέχωναν τη δημόσια διοίκηση ή την ανώτατη εκκλησιαστική ιεραρχία. 8

ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
α) Στοιχειώδης παιδεία
Η στοιχειώδης παιδεία ονομαζόταν από τους Βυζαντινούς «προπαιδεία» ή «προπαιδεία τῶν μαθημάτων», «ἐγκύκλιος παίδευσις9» ή ακόμη «εἰσαγωγικαὶ καὶ στοιχειώδεις τῶν μαθημάτων τέχναι». Η στοιχειώδης εκπαίδευση άρχιζε νωρίτερα από το τέλος της «πρώτης ἡλικίας», η οποία συμπίπτει με την ηλικία των 4 ή 7 ετών.10 Πριν από το τέλος της «πρώτης ἡλικίας», αρκετά παιδιά είχαν τη δυνατότητα αλλά και την ευκαιρία να αρχίσουν άτυπη εκπαίδευση, που περιλάμβανε κυρίως τη διδασκαλία των Θείων Γραφών- στο σπίτι μαζί με τους γονείς τους.11 Για ένα μεγάλο μέρος από αυτούς, η εκπαίδευση άρχιζε και τελείωνε εκεί. Για όσους συνέχιζαν μια τυπική στοιχειώδη εκπαίδευση, η ηλικία ποίκιλε ανάμεσα στα 5 και 8 ετών. Η διάρκεια της στοιχειώδους εκπαίδευσης δεν καθοριζόταν από κάποιο νόμο, από τη στιγμή που δεν υπήρχαν καθόλου νόμοι για τη λειτουργία των «παιδικών» σχολείων. Το α’ επίπεδο της μάθησης διαρκούσε περίπου μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών, δηλ. την αρχή της εγκυκλίου παιδείας.
Ενιαίο σχολικό πρόγραμμα για τα κατώτερα σχολεία δεν υπήρχε, ούτε κεντρική αρχή που να εποπτεύει και να κατευθύνει τον τρόπο λειτουργίας τους. Την εποπτεία ασκούσαν οι τοπικές εκκλησιαστικές αρχές και οι διδάσκαλοι στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ιερείς, μοναχοί ή άλλα πρόσωπα της εκκλησίας. Ως αίθουσες διδασκαλίας χρησιμοποιούνταν διάφορα δωμάτια μέσα στους περιβόλους των ναών, οι νάρθηκες των εκκλησιών, ή τα κελιά ορισμένων μοναστηριών, των οποίων τα Τυπικά επέτρεπαν τη λειτουργία σχολείων στοιχειώδους παιδείας.12
Τα σχολεία στοιχειώδους παιδείας ονομάζονταν «διδασκαλεία», «χαμαιδιδασκαλεία», «παιδαγωγεῖα», «σχολεῖα κάτω παιδεύσεως», «παιδευτήρια», «παλαίστραι» ή «διατριβαί» και αποσκοπούσαν στην παροχή ορισμένων στοιχειωδών γνώσεων και στη θρησκευτική και ηθική αγωγή των παιδιών τους. Θα λέγαμε ότι η «στοιχειώδης παίδευσις» προετοίμαζε τους μαθητές για να ζήσουν καλύτερα στην κοινωνία έχοντας αποκτήσει τις στοιχειώδεις γνώσεις για τη ζωή τους. Στα σχολεία των «ἱερῶν γραμμάτων»13 φοιτούσαν αγόρια και κορίτσια, εκτός αν αυτά λειτουργούσαν σε κάποιο μοναστήρι, οπότε ανάλογα με το είδος της μονής- ανδρώας ή γυναικείας ήταν και το φύλο του μαθητή.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Ως πρώτα βιβλία χρησίμευαν το Ψαλτήρι και η Βίβλος («Παροιμίαι Σολομῶντος», «Ἐκκλησιαστής», «Ἄσμα Ἀσμάτων», αποσπάσματα από κείμενα προφητών κ.λ.π.). Η σειρά των ιερών γραμμάτων ολοκληρωνόταν με επιλογές από κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Μ. Βασιλείου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου κ.λ.π. Σύμφωνα με το στοιχειώδες αυτό πρόγραμμα οι μαθητές αρχικά μάθαιναν να αναγνωρίζουν και να προφέρουν τα γράμματα του αλφαβήτου. Ακολουθούσε η διδασκαλία της γραφής κατά την οποία ο «γραμματιστής» χάρασσε στην πινακίδα του μαθητή τον «ὑπογραμμόν», δηλ. το γράμμα ή τη λέξη. Η διδασκαλία της γραμματικής γινόταν από το εγχειρίδιο «Ἐπιμερισμοὶ τοῦ Ψαλτηρίου ἀπὸ φωνῆς τοῦ ἐπίκλην Χοιροβοσκοῦ14», που αποτελούσε σειρά μαθημάτων στοιχειώδους γραμματικής και ασκήσεων τεχνολογίας από το Ψαλτήρι. Για την εκτέλεση των αριθμητικών πράξεων οι μαθητές χρησιμοποιούσαν τα δάκτυλα των χεριών τους (ἐψήφιζον δακτύλοις) ή ψήφους (ψηφίδας), απ’όπου και το «ψηφίζειν», ή ακόμη και το «ἀβάκιον».
Τα θρησκευτικά αποτελούσαν το κέντρο της στοιχειώδους εκπαίδευσης και διδάσκονταν από τα ιερά κείμενα που χρησίμευαν για ανάγνωση και γραφή.
Για τη μυθολογία χρησιμοποιούσαν τους μύθους του Αισώπου και άλλα κατάλληλα μεταγλωττισμένα θέματα από την ελληνική μυθολογία. Η διδακτέα ύλη της ιστορίας περιλάμβανε των Τρωικό Πόλεμο, τους Μηδικούς Πολέμους, καθώς τη ζωή και το έργο σπουδαίων ιστορικών προσωπικοτήτων. Τέλος οι μαθητές διδάσκονταν την ψαλτική τέχνη διαβάζοντας το Ψαλτήρι και ψάλλοντας ύμνους και ψαλμούς με τη βοήθεια μουσικού οργάνου.

β) Εγκύκλιος Παιδεία
Μετά τη στοιχειώδη παιδεία άρχιζε η εγκύκλιος παιδεία, όπου τα παιδιά πήγαιναν στη «σχολή του γραμματικού» για να συνεχίσουν τις σπουδές τους και να συνεχίσουν αν το επιθυμούσαν στην ανώτατη εκπαίδευση. Την εγκύκλιο παιδεία οι Βυζαντινοί την ονόμαζαν «θύραθεν παιδεία» ή «έξωθεν παιδεία» ή ακόμη «τὴν παρ’ Ἕλλησι παιδείαν», «τὰ τῶν Ἑλλήνων μαθήματα» ή «γράμματα» και τέλος «ἐγκύκλιον» ή «ἔξωθεν σοφίαν».
Στη σχολή γραμματικού διδάσκονταν κυρίως αρχαία ελληνικά κείμενα ρητορικής, ιστορίας και φιλοσοφίας. Οι μαθητές παρακολουθούσαν το trivium- δηλ. γραμματική,14 ποιητική και ρητορική (όλα τα είδη) και στη συνέχεια ιστορία (πολιτική και εκκλησιαστική), διαλεκτική ή φιλοσοφία (λογική, πρακτική φιλοσοφία[ηθική], δογματική, μεταφυσική) καθώς και τους τέσσερις κλάδους του quadrivium- δηλ. αριθμητική (ψηφίζειν), γεωμετρία (γραμμικήν), αστρονομία και μουσική (αρμονικήν), φυσική, φυσιογνωστικά μαθήματα, γεωγραφία, στενογραφία («ὀξυγραφίαν» ή «σημειογραφίαν») και τέλος καλλιγραφία. Διδασκαλία θεολογικών μαθημάτων εξειδικευμένων γνώσεων γινόταν μόνο στις μονές και στις εξειδικευμένες εκκλησιαστικές σχολές.15

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ
Εκτός από τη σχολή του γραμματικού, λειτουργούσε στην Κωνσταντινούπολη την εποχή των Μακεδόνων μία ειδική σχολή για «ταβουλλαρίους»16 και «συνηγόρους», την οποία θα μπορούσαμε να εντάξουμε σύμφωνα με τη γνώμη του γράφοντος σε σχολή μεταδευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης. Οι ταβουλλάριοι ή συμβολαιογράφοι στους οποίους είχε ανατεθεί από το κράτος από τον 6ο αιώνα και μετά η σύνταξη των συμβολαίων και γενικά των δικαιοπρακτικών εγγράφων των πολιτών. Ο προϊστάμενος των ταβουλλαρίων έφερε τον τίτλο του «πριμικηρίου»17 , προερχόταν από τα στελέχη του «συλλόγου» τους και εκλεγόταν με την ψήφο όλων των συναδέλφων του. Οι υποψήφιοι ταβουλλάριοι έδιναν εξετάσεις σε θέματα νομικά και εγκυκλίου παιδείας ενώπιον όλων των μελών της συντεχνίας, ενώ η εγγραφή του «εἰς τὴν ὁμήγυριν τῶν ταβουλλαρίων» στοίχιζε 32 χρυσά νομίσματα.
Οι συνήγοροι (λατ. advocati) γνωστοί επίσης και ως «σχολαστικοί» ήταν νομικοί σύμβουλοι ή δικηγόροι. Αποτελούσαν ένα είδος δημοσίων υπαλλήλων τους οποίους διόριζε ο Έπαρχος της Πόλης στα πολιτικά δικαστήρια και τους μισθοδοτούσε το κράτος. Ο προϊστάμενος των συνηγόρων έφερε τον τίτλο του «πριμικηρίου» και διοριζόταν από τον Έπαρχο της Πόλης. Ο θεσμός των συνηγόρων δεν άκμασε για πολύ. Με την πάροδο των ετών και την ενίσχυση της θέσης των δικαστών ο ρόλος τους υποβαθμίστηκε και ο αριθμός τους περιορίστηκε.
Στη σχολή των ταβουλλαρίων στην οποία φοιτούσαν και οι συνήγοροι, δίδασκαν δύο κατηγορίες εκπαιδευτικών: οι «παιδοδιδάσκαλοι νομικοί» και οι «διδάσκαλοι». Οι πρώτοι ήταν επιφορτισμένοι με τη διδασκαλία των νομικών μαθημάτων τα οποία αποτελούσαν τη βάση του επαγγέλματος. Οι δεύτεροι δίδασκαν μαθήματα εγκυκλίου παιδείας. Με την ίδρυση του «Διδασκαλείου των Νόμων» από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο, πιθανώς το έτος 1045, η σχολή των ταβουλλαρίων καταργήθηκε.
Από τον 8ο αιώνα και μετά λειτουργούσε στην Κωνσταντινούπολη ειδική σχολή «Νοταρίων» (γραμματέων- γραφέων) και «Ἀσηκρητῶν» (γραμματέων-ταχυγράφων).

ΑΝΩΤΑΤΗ ΠΑΙΔΕΙΑ

Ι) ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πολύ πριν ιδρυθεί το πρώτο Πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη, πολλές άλλες πόλεις της βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν φημισμένες για τις ανώτερες και ανώτατες σχολές τους, όπως:

α) Στην Αθήνα η Ακαδημία
β) Στην Αλεξάνδρεια, σχολές αστρονομίας, γεωμετρίας και ιατρικής
γ) Στην Αντιόχεια σχολές φιλοσοφίας και ρητορικής
δ) Στη Βηρυτό Νομική Σχόλη
ε) Στην Πέργαμο σχολή Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας
στ) Και από τον 4ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.18
Από τις αρχές του 6ου αιώνα και μετά ο αριθμός των πανεπιστημιακών σχολών της ανατολικής αυτοκρατορίας άρχισε να μειώνεται, εξαιτίας της πολιτικής του Ιουστινιανού Α’ (527-565 μ.Χ.) κατά των εθνικών αιρετικών και η ισχυροποίηση και επέκταση των Αράβων19.
Πριν περάσουμε στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και στις φάσεις που αυτό διήλθε ανά τους αιώνες, θα αναφερθούμε σε δύο σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία υπήρξαν φάροι παιδείας στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας.

ΙΙ) ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΒΗΡΥΤΟΥ
Η Βηρυτός διέθετε μία από τις σπουδαιότερες σχολές Νομικής, που ο Λιβάνιος (4ος αιώνας) την ονόμαζε «Μητέρα των Νόμων και η οποία διακρινόταν για τον ιστορικό της προσανατολισμό και τις πνευματικές της διακρίσεις. Η σχολή ήταν στελεχωμένη με ένα διάσημο σώμα καθηγητών και κατάρτιζε άριστους νομικούς και άρτια εκπαιδευμένους διοικητικούς υπαλλήλους με αποτέλεσμα να προσελκύει πλήθος σπουδαστών από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας. Ο Ιουστινιανός αναγνωρίζοντας την αξία της αποκαλούσε την Βηρυτό «τροφὸ τῶν νόμων» και στήριζε τη σχολή όχι μόνο οικονομικά αλλά και ηθικά. Το 551 μ.Χ. ισχυρός σεισμός κατέστρεψε τη Βηρυτό, η οποία αργότερα μεταφέρθηκε στη Σιδώνα· το πλήγμα που δέχθηκε η πόλη ήταν τόσο μεγάλο ώστε επέδρασε δυσμενώς ακόμη και στη λειτουργία της Νομικής σχολής, η οποία μέχρι και την κατάργησή της το έτος 635 που κατελήφθη από τους Άραβες, δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της δόξα.
Από τους πλέον διακεκριμένους καθηγητές της σχολής που υπήρξαν «διδάσκαλοι» ήταν: ο Δωρόθεος20 που διετέλεσε πρύτανης, Ανατόλιος21 και Θαλλέλαιος,22 ο Τριβωνιανός23, ο διάσημος νομικός σύμβουλος του Ιουστινιανού. Οι δύο πρώτοι συμμετείχαν στην επιτροπή που πραγματοποίησε κατ’ εντολή του Ιουστινιανού την κωδικοποίηση των νόμων, ενώ ο τρίτος υπήρξε σχολιαστής και μεταφραστής στα ελληνικά του Codex Justinianus. Άλλοι σπουδαίοι καθηγητές της Νομικής Σχολής ήταν οι Δημοσθένης, Ευδόξιος, Άμβλιχος, Λεόντιος και άλλοι ενώ στη σχολή φοίτησαν χιλιάδες μαθητές.

ΙΙΙ. ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Στα τέλη του 4ου αιώνα ιδρύθηκε από τον γηγενή φιλόσοφο των Αθηνών Πλούταρχο24, η Νεοπλατωνική Ακαδημία. Έδρα της είχε την οικία του ιδρυτή της, στις νότιες παρυφές της Ακρόπολης. Από τον 5ο αιώνα η Ακαδημία ανέπτυξε ένα νέο δόγμα, μία ιδιότυπη ειδωλολατρική θεολογία. Μέγιστος διευθυντής υπήρξε ο εκ Κωνσταντινούπολης Πρόκλος (412-485) που διαδέχτηκε το 437 τον φιλόσοφο Συριανό, διάδοχο του Πλουτάρχου.
Στο τρόπο λειτουργίας της σχολής αναφέρεται ο N.G. Wilson: «Η Ακαδημία λειτουργούσε σαν ένα ιδιωτικό σχολείο ή μία ιδιωτική λέσχη. Η διάταξη μερικών μελών της και η απροκάλυπτη αντιχριστιανική τοποθέτησή τους, εξασφάλιζαν τη διατήρηση της φήμης της». Η φήμη και το πνευματικό μεγαλείο της Ακαδημίας προφανώς ενόχλησαν τον Ιουστινιανό, ο οποίος αν και δεν ήταν αντίθετος στη διδασκαλία των κλασικών ελληνικών γραμμάτων, διαφωνούσε απόλυτα στο να διδάσκονται από ειδωλολάτρες, οι οποίοι όπως επισημαίνει ο G. Downey, « είχαν τελείως αντίθετη φιλοσοφική αντίληψη από την κρατούσα βυζαντινή κοσμοθεωρία». Το κλείσιμο της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας είχε πλέον δρομολογηθεί.


IV. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Η Κωνσταντινούπολη όταν έγινε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας δεν διέθετε εκπαιδευτική παράδοση. Είναι βέβαιο ότι πολλοί γραμματικοί, ρήτορες ίσως και φιλόσοφοι συγκεντρώθηκαν εκεί. Υπάρχουν αρκετοί επιστήμονες που θεωρούν ότι η οργάνωση ανώτερης εκπαίδευσης άρχισε από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, χωρίς όμως αυτό να επιβεβαιώνεται από τις πηγές. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η Κωνσταντινούπολη έγινε πνευματική πρωτεύουσα την εποχή του Κωνστάντιου Β’ (337-361 μ.Χ.), καθώς συγκεντρώθηκαν πολλοί διάσημοι δάσκαλοι που άνοιξαν σχολές και συγκέντρωσαν συστηματικούς μαθητές ή απλώς ακροατές. Σπουδαιότεροι από αυτούς ήταν ο Λιβάνιος και ο Θεμίστιος, καθηγητής της φιλοσοφίας ο οποίος σύμφωνα με τον Κωνστάντιο κατέστησε την Κωνσταντινούπολη, «ἱκανὸν τῆς παιδεύσεως καταγώγιον».30
Το πρώτο πανεπιστήμιο στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Ονομάστηκε «Μέγα Διδασκαλείον», στεγαζόταν στο Καπιτώλιο31 και σε αυτό δίδασκαν διαδοχικά οι εθνικοί ρητοροδιδάσκαλοι και σοφιστές, Λιβάνιος και Θεμίστιος.
Στον τομέα της παιδείας άξιος διάδοχος του Κωνσταντίου στάθηκε ο Ιουλιανός (361-363 μ.Χ.) που με την αγάπη του για τα αρχαία γράμματα και την ώθηση που έδωσε στην ανάπτυξη της κλασικής παιδείας κατέστησε οριστικά την Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα πνευματική πόλη. Ο Ιουλιανός απομάκρυνε τους χριστιανούς γραμματικούς, ρήτορες ή σοφιστές από τη δημόσια εκπαίδευση, γιατί δεν του φαινόταν τίμιο οι άνθρωποι αυτοί να διδάσκουν για «μερικές δραχμές» το αντίθετο από αυτό που πίστευαν: «Αν θέλουν να διδάσκουν, πρέπει πρώτα να πείσουν όντως τους μαθητές τους, ότι ούτε ο Όμηρος, ούτε ο Ησίοδος, ούτε κανείς από τους συγγραφείς που εξηγούν και τους οποίους έχουν καταδικάσει ως ασεβείς, ανόητους και πλανεμένους ως προς τα θεία, είναι πραγματικά τέτοιοι». Ο Ιουλιανός πίστευε ότι οι διευθυντές των σπουδών και οι διδάσκαλοι πρέπει να διακρίνονται πρώτα για το ήθος τους κι έπειτα για τις γνώσεις και την ευγλωττία τους32. Ο Ιουλιανός δεν απαγόρευε στους νέους Χριστιανούς να μελετούν τους Έλληνες συγγραφείς:33 «Πραγματικά δεν θα ήταν ούτε φυσικό ούτε λογικό να κλείνουμε τον καλό δρόμο σε παιδιά που δεν ξέρουν ακόμα ποιο δρόμο να ακολουθήσουν. […] Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να διαφωτίζουμε τους ανθρώπους που παραλογίζονται, όχι να τους τιμωρούμε».34
Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’ (408-450 μ.Χ.) με εισήγηση της συζύγου του Αθηναΐδας-Ευδοκίας εξέδωσε στις 27 Φεβρουαρίου 425 νόμο που στο πρώτο μέρος του ρύθμιζε την κρατούσα κατάσταση και στο δεύτερο προέβαινε στην αναδιοργάνωση του πανεπιστημίου, του πρώτου κρατικού πανεπιστημίου με το όνομα «Πανδιδακτήριον» και καθόριζε τη σύνθεση του διδακτικού προσωπικού.
Αναλυτικότερα ο νόμος35 του Θεοδοσίου ρύθμιζε τα ακόλουθα:
1) Στο πρώτο μέρος καθόριζε ότι οι ιδιωτικοί καθηγητές που αμείβονταν βέβαια από τους μαθητές τους, μπορούσαν να συνεχίσουν τη διδασκαλία υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα είχαν ταυτόχρονα και την ιδιότητα του δημοσίου δασκάλου και δεν θα δίδασκαν σε δημόσιες αίθουσες.
2) Στο δεύτερο μέρος του νόμου ανέφερε τα μαθήματα που θα διδάσκονταν στο αναδιοργανωμένο πανεπιστήμιο και διόριζε 31 καθηγητές από τους οποίους 16 για την ελληνική φιλολογία, γραμματική, φιλοσοφία και ρητορική και 15 για τη λατινική φιλολογία, γραμματική και νομική. Ως προς τις έδρες, οι λιγότερες ήταν της φιλοσοφίας στην οποία είχε δοθεί μόνο μία.
Η οργάνωση του πανεπιστημίου σε νέες βάσεις είχε ως σκοπό:
α) Να δημιουργήσει «ένα χριστιανικό αντίβαρο», όπως γράφει ο Βρετανός ιστορικός Norwich, «στο τόσο αξιόλογο αλλά ειδωλολατρικό πανεπιστήμιο (Ακαδημία) των Αθηνών, που παρά τις συνεχείς προσπάθειες που είχαν γίνει για να κλείσει, εξακολουθούσε να παραμένει ανοιχτό και να λειτουργεί».36
2) Να τονίσει έστω και με τη μικρή υπεροχή των ελληνικών εδρών, τον κατ’ εξοχήν ελληνικό πολιτιστικό χαρακτήρα της Νέας Ρώμης και κατά συνέπεια του ανατολικού κράτους.
3) Να προσελκύσει για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη νέους από την Αρμενία και τις άλλες ανατολικές περιοχές, οι οποίοι μέχρι τότε φοιτούσαν σε σχολές της Συρίας και της Παλαιστίνης. Φαίνεται ότι οι σκοποί του Θεοδοσίου εκπληρώθηκαν γιατί πολλοί νέοι από την Αρμενία όπως μαρτυρούν οι πηγές τις επόμενες δεκαετίες σπούδασαν στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας.
5) Τέλος, να αποκτήσει η σχολή πρακτικότερο χαρακτήρα ώστε να παρέχονται στην πολιτεία περισσότεροι «νοτάριοι» (γραμματείς), «συνήγοροι» ή «σχολ αστικοί» (δικηγόροι) και γενικά άτομα ικανά να επανδρώσουν τον κρατικό μηχανισμό. Η ύπαρξη μίας και μόνο έδρας φιλοσοφίας έναντι των άλλων επιστημών, καταδεικνύει την πρόθεση του νομοθέτη.
Η εκλογή των καθηγητών της «Σχολής του Καπιτωλίου» γινόταν με έγκριση της Συγκλήτου. Μεταξύ των πρώτων επιλεγέντων αναφέρονται οι Ελλάδιος, Συριανός, Θεόφιλος, Μαρτίνος, Μάξιμος και Λεόντιος, στους οποίους ο αυτοκράτορας με νόμο της 25ης Μαρτίου 425 μ.Χ. απένειμε τον ιδιαίτερα τιμητικό τίτλο του «Comes Primi Ordinis». Δεν μπορούσε να διοριστεί καθηγητής χωρίς αυστηρή δοκιμασία. Ο υποψήφιος έπρεπε όχι μόνο να δώσει δείγματα πολυμάθειας, αλλά και να έχει ήθος ανεπίληπτο.
Το πανεπιστήμιο αναδιοργανώθηκε εκ νέου την εποχή του Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.) και ονομάστηκε «Οἰκουμενικὸν Διδασκαλεῖον». Η νομική έγινε χωριστή σχολή με διάρκεια φοίτησης 5 ετών, με συστηματικά διαρθρωμένες παραδόσεις, φροντιστήρια και εξετάσεις και με τη διδασκαλία να γίνεται στη λατινική αλλά και στην ελληνική γλώσσα. Ως καθηγητές (antecessores) ορίστηκαν οι καλύτεροι νομομαθείς του κράτους ενώ οι έδρες αυξήθηκαν από δύο σε τέσσερις. Οι Σπουδαστές μελετούσαν το «Corpus Juris Civilis». Οι πρωτοετείς σπουδαστές της Νομικής διδάσκονταν τις «Εισηγήσεις» και το πρώτο μέρος του «Πανδέκτη».37 Οι δευτεροετείς και τριτοετείς διδάσκονταν το δεύτερο και τρίτο μέρος του «Πανδέκτη». Το τέταρτο έτος ήταν αφιερωμένο σε κατ’ ιδίαν μελέτη καθώς και στη σπουδή του τέταρτου και πέμπτου μέρους του «Πανδέκτη». Τέλος οι σπουδαστές του πέμπτου έτους ασχολούνταν με τη μεθοδική και επισταμένη μελέτη του «Κώδικος».38
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φωκά (602-610 μ.Χ.), λέγεται ότι το πανεπιστήμιο έκλεισε με εντολή του ίδιου του αυτοκράτορα. Στο λόγο του ο Θεοφύλακτος Σιμοκάτης (6οσ-7ος αιώνας) στην αρχή του βιβλίου του «Ἱστορίαι», η φιλοσοφία αποτεινόμενη στην ιστορία αναφέρει ότι την εποχή του Φωκά, «τῆς βασιλέως στοᾶς ἐξωστρακίσθην»39. Ο Γάλλος Βυζαντινολόγος Paul Lemerle, ο οποίος δεν πιστεύει ότι ο Φωκάς έκλεισε πραγματικά το Πανεπιστήμιο, αποδίδει την παράδοση αυτή στον Θεοφύλακτο Σιμοκάτη, ο οποίος στο σύγγραμμά του επιδιώκει να παρουσιάσει «την αντίθεσή του προς το καθεστώς του Φωκά και να υμνήσει την επιστροφή του προηγούμενου καθεστώτος του Μαυρίκιου».40
Πάντως όπως και αν έχει το θέμα, είτε δηλαδή το πανεπιστήμιο έκλεισε είτε περιόρισε τη δραστηριότητά του στα χρόνια του Φωκά, εντούτοις αναβίωσε γρήγορα την εποχή του διαδόχου του Ηρακλείου (610-641 μ.Χ.), οπότε και έλαβε εκ νέου την ονομασία, «Πανδιδακτήριον». Εντούτοις από την εποχή αυτή οι νομικές σπουδές παύουν πλέον να αποτελούν εξειδικευμένη μορφή εκπαίδευσης, όπως επί Ιουστινιανού και εντάσσονται στο γενικότερο πρόγραμμα των πανεπιστημιακών σπουδών.41 Το σύστημα αυτό θα ισχύσει μέχρι και το 1045, οπότε λειτούργησε και πάλι στο πανεπιστήμιο χωριστή Νομική σχολή.
Δυστυχώς όμως το πανεπιστήμιο δεν λειτούργησε για πολύ. Επειδή οι καθηγητές που σύμφωνα με ανώνυμο συγγραφέα προέρχονταν από την τάξη των μοναχών42, ήταν αντίθετοι στις εικονομαχικές δοξασίες του αυτοκράτορα, ο Λέων Γ’ έκαψε το 727 ή κατά τον Paul Lemerle το 726 το ίδρυμα και τη δημόσια βιβλιοθήκη του, -η οποία υπολογιζόταν σε 36.500 τόμους!- και μαζί του κατά μία εκδοχή όλους τους καθηγητές του πανεπιστημίου. Ας παρακολουθήσουμε όμως τί αναφέρει ο χρονογράφος Ιωάννης Ζωναράς( 12ος αιώνας) για τη δήθεν πυρπόληση του πανεπιστημίου και των καθηγητών του από τον Λέοντα Γ’:
Οἶκος ἦν ἐν τῇ καλουμένῃ Βασιλικῇ, ἐν ᾧ καὶ βίβλοι τῆς τε θύραθεν σοφίας καὶ τῆς εὐγενεστέρας καὶ θεοτέρας πολλαὶ ἐναπέκειντο. Ἦν δὲ οὖτος ἀνέκαθεν τοῦ προύχοντος ἐν λόγοις κατοικήτηριον, ὃν οἰκουμενικὸν ἐκάλουν διδάσκαλον· ὃς καὶ δώδεκα εἶχεν ἑτέρους συνοικοῦντας αὐτῷ, κακείνους τῆς λογικῆς παιδείας μετέχοντας κατὰ τὸ ἀκρότατον. […] Παρ’ αὐτοῖς ἐφοίτων οἷς ἔμελλε λογικῆς παιδείας καὶ γνώσεως, οὓς καὶ ὁ βασιλεύων συμβούλους ἐν τοῖς πρακτέοις πεποίητο. Τούτους οὖν εἰ ἕλοι καὶ τῆς αὐτοῦ ποιήσαιτο γνώμης, ἔκρινε τὸ πᾶν κατεργάσεσθαι. Καὶ τοὺς ἄνδρας μεταστειλάμενος τὴν περὶ τῶν σεβαστῶν εἰκόνων γνώμην αὐτοῦ τὴν πονηρᾶν αὐτοῖς ἐκοινώσατο. Οἱ δὲ οὐχ ὅσον οὐχ ὡμοδόξουν αὐτῷ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν μεταστήσαι τῆς γνώμης ταύτης ἐπεχείρουν ὁλοσχερῶς, πῇ μὲν καταψῶντες τὸν θῆρα τὸν λεοντώνυμον καὶ κατεπάδοντες καὶ διελέγχοντες τὴν ἀσέβειαν. Ὁ δὲ ὡσεὶ ἀσπὶς ἔβυε τὰ ὦτα καὶ φωνῆς ἐπαδόντων οὐκ ἢκουεν οὐδ’ ἐφαρμακεύετο παρὰ τῶν σοφῶν. Πολλάκις οὖν αὐτοῖς προσῳμιληκὼς καὶ τὴν αὐτῶν μετάθεσιν ἀπογνούς, τοὺς μὲν ἀφῆκεν εἰς τὴν σφετέραν πορευθῆναι διατριβήν, τὸν οἶκον ἐκείνον δηλαδὴ τὸν βασίλειον, αὐτὸς δὲ κελεύσας εὔπρηστον ὕλην συναχθῆναι πολλὴν καὶ πέριξ τοῦ οἴκου τεθεῖσαν ἀναφθῆναι νυκτός, οὕτω καὶ τὸν οἶκον σὺν ταῖς βίβλοις καὶ τοὺς σοφοὺς ἐκείνους ἄνδρας καὶ σεβασμίους κατεύκασεν».43
Ο χρονογράφος Θεοφάνης ο Ομολογητής (760-818 μ.Χ.) θρηνώντας για την πυρπόληση και καταστροφή του πανεπιστημίου γράφει: «Τὰ παιδευτήρια σβεσθῆναι καὶ τὴν εὐσεβῆ παίδευσιν τὴν ἀπὸ τοῦ ἐν ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου καὶ μέχρι νῦν κρατήσασαν, ἦς καὶ μετὰ ἄλλων πολλῶν καλῶν καθαιρέτης ὁ σαρακηνόφρων οὗτος Λέων γέγονεν».44 Επίσης τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως (10ος αιώνας), χωρίς να μνημονεύουν την καταστροφή του καθιδρύματος, σημειώνουν ότι το «Πανδιδακτήριον» παρέμεινε «εἰς τὸ τετραδήσιον τὸ Ὀκτάγωνον» μέχρι «τοῦ δεκάτου χρόνου Λέοντος τοῦ Συρογενοῦς», δηλαδή μέχρι το 727 μ.Χ. Τέλος ο ανώνυμος συγγραφέας της Συνόψεως Χρονικής (13ος αιώνας), αναφερόμενος στην αντιδικία του Λέοντα με τους «διδασκάλους» του πανεπιστημίου σχετικά με το θέμα των εικόνων ιστορεί τα εξής: ο αυτοκράτορας αφού απέτυχε να πείσει τους «ἱεροὺς ἐκείνους καὶ λογίους ἄνδρας» τους «γνώσει καὶ ἀρετῇ τῶν ἄλλων ἐξοχωτάτους» να αποδεχθούν την «ἑαυτοῦ κακοδοξίαν» τον «μέγιστον καὶ περιφανῆ βασιλικὸν οἶκον» όπου βρισκόταν εγκατεστημένο το «Πανδιδακτήριον» «καὶ ταῖς ἐν αὐτῷ ἀποτεθησαυρισμέναις ἱεραῖς βίβλοις τῆς θείας Γραφῆς καὶ τῆς ἔξωθεν σοφίας» καθώς και όλους όσοι «πᾶσαν λογικὴν ἐπιστήμην […] καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἅπασαν θεοσοφίαν, τοὺς μανθάνειν βουλομένους […] ἐδίδασκον ἀμισθί», «πυρὶ συγκατακαίει καὶ παντελεῖ ἀφανείᾳ παραδίδει, ὁ τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἄξιος».
Ωστόσο στις μέρες μας αμφισβητείται σοβαρά ο ισχυρισμός των βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων ότι ο Λέων Γ’ παρέδωσε εσκεμμένα στο πυρ το πανεπιστήμιο και τη βιβλιοθήκη και προκάλεσε το θάνατο των πανεπιστημιακών καθηγητών. Αναφέρει συγκεκριμένα η ιστορικός Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «Ἡ πυρπόλησις του Πανδιδακτηρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετὰ τῶν ἐν αὐτῷ διδασκόντων καὶ τῆς συνεχομένης βιβλιοθήκης παραδιδομένη ὑπὸ μεταγενεστέρων χρονογράφων θεωρεῖται σήμερον ὡς κακόβουλος ἐπινόησις τῆς ἀντιπάλου παρατάξεως (τῶν εἰκονοκλαστῶν)»45. Ο Paul Lemerle υποστηρίζει ότι « Τὸ ὁλοκαύτωμα ἑνὸς ἰδρύματος ἀνώτερης ἐκπαίδευσης μὲ τοὺς καθηγητές του καὶ τὴ βιβλιοθήκη του, ποὺ δῆθεν τὸ διέταξε ὁ Λέων Γ’ το 726, εἶναι ἕνας μύθος που δημιουργήθηκε ἀργότερα ἀπὸ τὴν ταραγμένη φαντασία τῶν λαϊκῶν καὶ μοναστικῶν εἰκονολατρικῶν κύκλων, μέσα στὸν ἐνθουσιασμό τους γιὰ τὸν θρίαμβο τῶν εἰκόνων». Και καταλήγει: « καὶ κυρίως ὁ Λέων Γ’, στὴν πρώτη περίοδο τῆς βασιλείας του, δεν ὑπήρξαν οἱ διῶκτες ποὺ θέλει νὰ παρουσιάσει ἡ ὀρθόδοξη πίστη».46
Μύθος λοιπόν, ιστορικό γεγονός ή εγκληματική πράξη που αποδίδεται στον Λέοντα Γ’; Η απάντηση μοιάζει να είναι αρκετά δύσκολη. Αν ακόμη θεωρηθεί ως αποκύημα της φαντασίας των εικονολατρών δεν παύει να κρύβει κάποιον πυρήνα αλήθειας. Κατά την άποψη του γράφοντος, δεν αποκλείεται να καταστράφηκαν πραγματικά το πανεπιστήμιο και η βιβλιοθήκη από φωτιά είτε τυχαία είτε κατά τη διάρκεια των διαφόρων εσωτερικών συγκρούσεων και ταραχών, όπως συμβαίνει σε τέτοιου είδους περιπτώσεις. Πάντως φαίνεται δύσκολο ο Λέων Γ’ να προέβη ηθελημένα σε μια τέτοια παράλογη πράξη.
Το πανεπιστήμιο λειτούργησε πάλι με μέριμνα του «καίσαρος» Βάρδα, θείου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ (842-867 μ.Χ.), λίγο μετά το 843 ή κατά τον Ch. Diehl το 850 ή κατά τον Paul Lemerle το 855 με 856.47 Ο Βάρδας στελέχωσε το Πανεπιστήμιο (Πανδιδακτήριον) με κατάλληλο διδακτικό προσωπικό και το εγκατέστησε σε αίθουσες του ανακτόρου της Μαγναύρας48, τμήμα του οποίου είχε φροντίσει να διατεθεί γι’ αυτόν τον σκοπό.
Πρώτος καθηγητής διορίστηκε ο Λέων49, ο φιλόσοφος ή Μαθηματικός (790-869) που είχε προηγουμένως διδάξει ιδιωτικά και δημόσια στην Κωνσταντινούπολη για 15 έως 20 έτη (820-838 περίπου) και είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη λόγω της ευρείας μόρφωσής του. Για τον Λέοντα ο Αββασίδης χαλίφης Al Mamûn (818-833), ο οποίος είχε πληροφορηθεί την ύπαρξή του από έναν βυζαντινό μαθητή του φιλοσόφου, αιχμάλωτου των Αράβων, προσέφερε στον αυτοκράτορα Θεόφιλο (829-842) το ποσό των 20 κεντηναρίων χρυσού προκειμένου να τον «δανειστεί» για μερικούς μήνες. Ο Λέων προτίμησε όμως να αποποιηθεί την προσφορά και να τον διορίσει δημόσιο διδάσκαλο στην πρωτεύουσα, όπου ο Λέων έδινε τακτικά διαλέξεις στην εκκλησία των Σαράντα Μαρτύρων. Ο Λέων υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές στον χώρο των γραμμάτων τον 9ο αιώνα. Υπήρξε μία μορφή πανεπιστήμονα που ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, την γεωμετρία, την αστρονομία και την αστρολογία, ενώ του αποδίδονται και διάφορες πρακτικές εφαρμογές.
Μεταξύ των καθηγητών της Μαγναύρας κατά τον 9ο αιώνα πολλοί ιστορικοί συγκαταλέγουν και τον Θεσσαλονικέα ιεραπόστολο των Σλάβων Κύριλλο- Κωνσταντίνο (περίπου 827-869) καθώς και τον λόγιο, μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Φώτιο (δύο πατριαρχίες: 858-867 και 877-886). Για τον Κύριλλο ο Βρετανός ιστορικός Norwich μας πληροφορεί ότι: « ανέλαβε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα την έδρα της φιλοσοφίας στην Μαγναύρα»51 ενώ ο D. Nicol αναφέρει ότι «διαδέχθηκε τον φίλο του Φώτιο στην έδρα της φιλοσοφίας» στο ίδιο πανεπιστήμιο.52
Αναφορικά με τον Φώτιο, η άποψη ότι διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μαγναύρας ή ότι δίδαξε ιδιωτικά, βρίσκει αντίθετο τον Paul Lemerle: «Όσο είναι βέβαιο ότι ο Λέων υπήρξε εξ επαγγέλματος καθηγητής, άλλο τόσο είναι βέβαιο ότι ο Φώτιος δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο. Όσα και αν λέγονται και αν επαναλαμβάνονται για το αντίθετο δεν στηρίζονται πουθενά, και μου φαίνεται ότι αν ο Φώτιος είχε, έστω και για ένα διάστημα διδάξει επαγγελματικά, θα σωζόταν τουλάχιστον κάποια μαρτυρία. Δεν σώζεται καμία».53
Το ενδιαφέρον του Βάρδα για τους σπουδαστές ήταν πολύ μεγάλο. Ο ιστορικός Ιωσήφ Γενέσιος (10ος αιώνας) γράφει ότι: «ἐφ’οἷς ἐκ φιλοπονίας ἐπιχωριάζων συχνῶς καὶ τῶν μαθητιώντων ἑκάστου τὸ ἐπιτήδειον ἐννοῶν χρησταῖς ἐλπίσιν ὑπέτρεφεν»54. Χάρη στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας και στην ιδιαίτερη μέριμνα που έδειξε γι’ αυτό ο Βάρδας αναγεννήθηκαν τα γράμματα και οι επιστήμες που είχαν παραμεληθεί και παρακμάσει όπως λέγει ο χρονογράφος Γεώργιος Κεδρηνός, «τῇ τῶν κρατούντων ἀγροικίᾳ καὶ ἀμαθείᾳ» (επειδή οι κρατούντες ήταν αγροίκοι και αμαθείς).
Μεγάλο ενδιαφέρον για το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας έδειξαν επίσης οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1059), Βασίλειος Α’ (867-886), Λέων ΣΤ’ (886-912) και Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος (913-959). Ο τελευταίος μάλιστα για τις ανανεωτικές του πρωτοβουλίες εξυμνήθηκε από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους στην εποχή του. Στο προοίμιο των «Γεωπονικῶν»55 ο ανώνυμος συγγραφέας του απευθυνόμενος στον Πορφυρογέννητο: «Πρῶτα μὲν γὰρ φιλοσοφίαν τε καὶ ῥητορικὴν ἤδη παρερρυκηίας καὶ πρὸς ἀχανῆ βυθὸν τῆς λήθης καταδεδυκυίας εὐμηχάνως καὶ συνετῶς ἀνείλκυσας, τὴν κραταιάν σου χεῖρα ταύταις προσεπιδούς. Ἔπειτα δὲ καὶ πᾶσαν ἀλλην ἐπιστήμην τε καὶ τέχνην πρὸς καινισμὸν ἐπανήγαγες»56
Την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ’ στο πανεπιστήμιο υπήρχαν τέσσερις έδρες: της φιλοσοφίας, της γεωμετρίας, της αστρονομίας και της ρητορικής, ενώ διδάσκονταν συμπληρωματικά η αριθμητική, η γραμματική, η νομολογία, η ιατρική και η μουσική. Ο ίδιος αυτοκράτορας είχε μεριμνήσει ώστε το πανεπιστήμιο να επανδρωθεί με αξιόλογους καθηγητές. Ο Πορφυρογέννητος, όπως αναφέρουν οι Συνεχιστές του Θεοφάνη του Ομολογητή, «παιδευτὰς δὲ ἀρίστους προκέκρινεν· εἰς Κωνσταντῖνον πρωτοσπαθάριον τὸν τηνικαῦτα μυστικὸν τὸ τῶν φιλοσόφων παιδοτριβεῖον δέδωκεν, εἰς δὲ τὸ τῶν ῥητόρων Ἀλέξανδρον μητροπολίτην Νικαίας, εἰς δὲ τὸ τῆς γεωμετρίας Νικηφόρον πατρίκιον τὸν γαμβρὸν Θεοφίλου ἐπάρχου τοῦ Ἐρωτικοῦ, εἰς δὲ τὸ τῶν ἀστρονόμων Γρηγόριον ἀσηκρήτιν»57. Ο Κωνσταντίνος Ζ’ έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για την πρόοδο των σπουδαστών και άλλοτε τους προσκαλούσε να γευματίσουν μαζί του, άλλοτε επισκεπτόταν ο ίδιος το πανεπιστήμιο ενώ άλλοτε τους βοηθούσε οικονομικά και τους απηύθυνε παραινέσεις: Καὶ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ σπουδὴν εὶς τοὺς φοιτητὰς ὁ αὐτοκράτωρ ἐποιεῖτο, ὁμοδιαίτους καὶ ὁμοτραπέζους τούτους καθ’ ἑκάστην ποιῶν καὶ ἀργύρια παρέχων, καὶ ὁμιλίας μετ’ αὐτῶν προσηνεῖς ποιούμενος».
Η συνέχιση της λειτουργίας του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της χώρας μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου είναι αβέβαιη. Οι στρατιωτικοί αυτοκράτορες που ακολούθησαν, απασχολημένοι με την επέκταση και τη σταθεροποίηση των συνόρων της αυτοκρατορίας, παραμέλησαν για ένα περίπου αιώνα την παιδεία. Ο Βασίλειος ο Β’ για παράδειγμα που ύψωσε την Βυζαντινή Αυτοκρατορία στο απόγειο της δόξας της, δεν είχε πνευματικά ενδιαφέροντα και δεν ασχολούταν με τα γράμματα, ούτε εκτιμούσε τη μόρφωση. Ο Βασίλειος, γράφει ο χρονογράφος Ιωάννης Ζωναράς, «οὐδὲ τῶν λογίων ἀνδρῶν ἐπεστρέφετο, αλλὰ καὶ τοὺς λόγους ἥγητο περιττόν τι χρῆμα καὶ οὒκ ὀνήσιμον· ὅθεν ἀπολεξάμενος ἑαυτῷ οὔτε τῷ γένει οὐτε μέντοι ἐν λόγῳ τὸ ἐπίσημον ἔχοντας, ἐκείνοις τάς τε βασιλείους ἐπιστολὰς ἐνεχείρισε καὶ ἐκοινώνει τῶν βουλευμάτων, καὶ αὐτὸς ἐκείνοις ἀφελῶς τὰς γραφὰς ὡς ἔτυχεν ὑπηγόρευεν».58
Η αδιαφορία που έδειξαν οι «Μακεδόνες» αυτοκράτορες της περιόδου μέσα 10ου- μέσα 11ου αιώνα για την καλλιέργεια των γραμμάτων και την προαγωγή της γνώσης, σε συνάρτηση με τον περιορισμό ή την περικοπή της χρηματοδότησης των δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων εγκυκλίου και ανώτατης παιδείας που επιβλήθηκε προς αντιμετώπιση των μεγάλων στρατιωτικών δαπανών, οδήγησαν πολλά από αυτά τα ιδρύματα στον μαρασμό και στην αναστολή της λειτουργίας τους. Ωστόσο οι ιδιωτικοί διδάσκαλοι και οι εκκλησιαστικές σχολές εξακολούθησαν να διδάσκουν, ενώ οι Βυζαντινοί λόγοι συνέχισαν το πνευματικό τους έργο, δραστηριότητες που καρποφόρησαν αργότερα κατά την πνευματική αναγέννηση των μέσων του 11ου αιώνα.
Οι σπουδές αναζωπυρώθηκαν μεταξύ των ετών 1045-1047 όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος (1042-1055) ίδρυσε δύο ανώτατες σχολές, τη Φιλοσοφική και τη Νομική. Ο αυτοκράτορας, μνημονεύει ο ιστορικός Μιχαήλ Ατταλειάτης (11ος αι.), « μουσεῖον τῆς νομοθετικής ἀναγείρας καὶ νομοφύλακα προστησάμενος. Ἀλλὰ καὶ τοῦ τῆς φιλοσοφίας οὐρανοβάμονος ἐπεμελήθη μαθήματος, πρόεδρον τῶν φιλοσόφων προχειρισάμενος ἄνδρα τῶν καθ’ἡμᾶς διαφέροντα γνώσει, καὶ τοὺς νέους πρὸς ἄσκησιν τῶν σοφῶν λόγων καὶ μαθημάτων προυτρέψατο σὺν τῷ εὐμαρεῖ τῶν διδασκάλων, καὶ γερῶν τούτους ἐν τῷ δημηγορεῖν βασιλικῶν ἀξιῶν».59
Την περίοδο μέσα 11ου αρχές 13ου αιώνα ενδιαφέρον για τα γράμματα έδειξαν οι αυτοκράτορες Ισαάκιος Α’ Κομνηνός (1057-1059), Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας (1059-1067) και Αλέξιος Α’ Κομνηνός (1081-1118).60 Κατά τον χρονογράφο Ιωάννη Ζωναρά (12ος αι.) ο Ισαάκιος Α’ «λόγοις μὲν οὐχ ὡμιληκώς, προσέχων δ’αὐτοῖς καὶ τοὺς τούτων τροφίμους προσδεχόμενος». (Μολονότι ο ίδιος δεν είχε αποκτήσει μόρφωση φρόντιζε τα γράμματα και συναναστρεφόταν τους λογίους). Αλλά και ο Κωνσταντίνος Ι’, όπως αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας, «λόγοις δὲ οὐχ ὁμιληκὼς ἡγάπα τούτους καὶ τοὺς λογίους ἐσέβετο καὶ ἔλεγε βούλεσθαι μᾶλλον ἐκ λόγων ἢ τῆς βασιλείας γνωρίζεσθαι». (Παρόλο που δεν είχε λάβει μόρφωση, αγαπούσε τα γράμματα και σεβόταν τους λογίους λέγοντας πως προτιμούσε να ξεχωρίζει για την παιδεία παρά για το αξίωμά του). Τέλος ο Αλέξιος Α’, αναφέρει η κόρη του Άννα Κομνηνή, όταν ανέλαβε την εξουσία, «ἐπεὶ δὲ τὰ ὡδὶ παιδείας εὗρε ἁπάσης ἐνδεῶς ἔχοντα καὶ τέχνης λογικῆς, τοῦ λόγου πόρρω ποὺ ἀπελαθέντος, αὐτὸς εἴ που σπινθῆρές τινὲς ἦσαν τούτου ὑπὸ σποδιᾷ κρυπτόμενοι, ἀναχωννύειν ἠπείγετο. Καὶ τοὺς ὅσοι περὶ τὰ μαθήματα ἐπιρρεπῶς εἶχον (ἦσαν γάρ τινες καὶ οὗτοι βραχεῖς, καὶ οὗτοι μέχρι τῶν Ἀριστοτελικῶν ἑστηκότες προθύρων), τούτους πρὸς μάθησιν ὀτρύνων, οὐκ ἐνεδίδου, προηγεῖσθαι δὲ τὴν τῶν θείων βίβλων μελέτην τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ἐπέτρεπε».61 Ο Αλέξιος μερίμνησε επίσης για τη δημιουργία «σχολής γραμματικού» στο ορφανοτροφείο που είχε ήδη συστήσει. Ωστόσο ο Ιωάννης Ζωναράς θέλοντας ίσως να παρουσιάσει τους επαίνους της Άννας για τον πατέρα της ως υπερβολικούς, διατείνεται ότι ο Αλέξιος, «λόγους οὐχ ὡς ἔδει τιμῶν» (Στα γράμματα δεν έδινε την αξία που έπρεπε). Οι υπόλοιποι αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών και εκείνοι της δυναστείας των Αγγέλων κράτησαν έναντι των γραμμάτων στάση αδιάφορη και σε ορισμένες περιπτώσεις εχθρική.
Κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας (1204-1261) η πανεπιστημιακή μόρφωση συνεχίστηκε στην ελληνική αυτοκρατορία της Νίκαιας. Στην κατακτημένη Κωνσταντινούπολη, η ελληνική παιδεία περιορίστηκε στις εκκλησιαστικές σχολές που λειτουργούσαν σε διάφορες μονές, όπως στη μονή του Ακαταλήπτου Χριστού και στη Μονή της Χώρας. Οι σχολές αυτές φαίνεται ότι είχαν περιλάβει στην ύλη της εκτός από θεολογικά μαθήματα και κάποια μαθήματα της θύραθεν παιδείας. Αντίθετα στη Νίκαια ιδρύθηκαν σχολές υψηλού επιπέδου από ανθρώπους των γραμμάτων που στην πλειονότητά τους είχαν σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1204. Οι πιο γνωστοί από αυτούς υπήρξαν ο αρμενικής καταγωγής Μιχαήλ Σεναχηρείμ, ερμηνευτής και υπομνηματιστής του Ομήρου, ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος (1180-1236), διδάσκαλος της ποίησης και της ρητορικής και ο μεταγενέστερος τους Νικηφόρος Βλεμμύδης (1197-1269) που σπούδασε σε διάφορες σχολές της Μικράς Ασίας μέχρι το 26ο έτος της ηλικίας του. Ο χαρακτήρας του Βλεμμύδη ήταν ιδιαίτερα εριστικός και μολονότι είχε ευρύτατη μόρφωση και τα συγγράμματα του εκτείνονταν σε όλους τους τομείς της βυζαντινής γραμματολογίας, οι σχέσεις του με τους άλλους λογίους της εποχής του αλλά και με τους μαθητές του ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Δίδαξε θεολογία, φιλοσοφία, ιατρική και ρητορική. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονταν ο πολιτικός, ιστορικός, και διδάσκαλος Γεώργιος Ακροπολίτης και ο αυτοκράτορας Νικαίας Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις.
Οι ηγεμόνες της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, Ιωάννης Βατάτζης (1222-1254) και Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις (1254-1258) υπήρξαν μεγάλοι προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας. Ίδρυσαν σχολές όχι μόνο στη Νίκαια αλλά και σε άλλες πόλεις της Αυτοκρατορίας, μεριμνώντας για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας τους και των εξόδων διδασκόντων και διδασκομένων. Ο ανώνυμος συγγραφέας της «Συνόψεως Χρονικής» (13ος αι.) αναφέρει ότι ο Θεόδωρος Β’ ανήγειρε στη Νίκαια τον Ναό του «Χριστομάρτυρος Τρύφωνος […] καὶ σχολεῖα γραμματικοῦ καὶ ῥητόρων ἔταξεν ἐν αὐτῷ, διδασκάλους ἐπιστήσας καὶ μαθητὰς ἀποτάξας, ἐκ βασιλικῶν θησαυρῶν τὰ σιτηρέσια τούτους ἔχειν διορισάμενος φιλοτίμως»62.
Ένας άλλος λόγιος, ο μαθητής και προστατευόμενος του Γεωργίου Ακροπολίτη, Γεώργιος ο Κύπριος που ως Γρηγόριος Β’ διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1283-1289), αναφέρει στην αυτοβιογραφία του ότι στη Νίκαια παρεχόταν κανονικά η κατά παράδοση «ἐγκύκλιος παιδεία» και αποκαλεί την πόλη «θαυμασίαν καὶ πολυέραστον τῶν λόγων πηγήν». Η έλλειψη βιβλίων, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της περιόδου αυτής, αντιμετωπίστηκε με την αποστολή του Νικηφόρου Βλεμμύδη το 1239-1240 στον Άθω, στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα και στην Αχρίδα προς αναζήτηση χειρογράφων για τη βιβλιοθήκη που είχε ιδρύσει ο Βατάτζης στη Νίκαια.
Στην ελληνική αυτοκρατορία της Τραπεζούντας η δυναστεία των Μεγάλων Κομνηνών (1204-1261) προστάτευσε και προήγαγε την παιδεία. Στην ανύψωση της παιδείας στην Τραπεζούντα συνετέλεσαν επίσης και οι λόγιοι που είχαν σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη και είχαν κατά καιρούς μεταβεί στην πρωτεύουσα των Μεγάλων Κομνηνών. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ο σκευοφύλακας Λάζαρος, ο χρονογράφος Μιχαήλ Πανάρετος (14ος αιώνας), ο ιατροφιλόσοφος, θεολόγος και πολιτικός Γεώργιος Αμιρούτζης (15ος αι.) και ο πολυγραφότατος Βησσαρίων (1403-1472) αρχικά μητροπολίτης Νίκαιας και από το 1439 καρδινάλιος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Ο ιδρυτής της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας Αλέξιος Α’ Μέγας Κομνηνός (1204-1222), μερίμνησε ώστε η νέα πρωτεύουσα του κράτους του να αποκτήσει σχολεία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης. Σημαντικότερη όλων υπήρξε η ανωτέρα σχολή θετικών επιστημών, η οποία λειτούργησε κατά το διάστημα 1204-1461. Στη σχολή δίδαξαν διακεκριμένοι λόγιοι όπως ο ιατρός και αστρονόμος Γρηγόριος (ή Γεώργιος) Χιονιάδης (μέσα 13ου-μέσα 14ου αιώνα) πριν από την προχείρισή του σε επίσκοπο Ταυρίδας (1305-1310), ο κληρικός Μανουήλ (14ος αι.), ο πρωτονοτάριος και πρωτοβεστιάριος Κωνσταντίνος Λυκίτης (14ος αι.) κ.α.63
Στο Δεσποτάτο της Ηπείρου η παρουσία του «γραμματικού» και ποιητή Κωνσταντίνου Ερμονιακού στην Άρτα στις αρχές του 14ου αιώνα μαρτυρεί τη λειτουργία σχολείου της «θύραθεν παιδείας» στην πόλη κατά την περίοδο αυτή. Ο Ερμονιακός έγινε κυρίως γνωστός από τη διασκευή σε δημώδη γλώσσα των «Τρωικών Πολέμων», την οποία εκπόνησε κατόπιν εντολής του δεσπότη της Ηπείρου, Ιωάννη Β’ Κομνηνού Αγγέλου Δούκα (1323-1335) με βάση την «Ιλιάδα» και τις «Αλληγορίες στην Ιλιάδα» του Ιωάννη Τζέτζη (1110-1180).
Στη λατινική Κωνσταντινούπολη ο Φράγκος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Α’ (1204-1205) προσπάθησε να ιδρύσει λατινικό πανεπιστήμιο, όμως το αίτημά του δεν ικανοποιήθηκε επειδή αντέδρασε το πανεπιστήμιο των Παρισίων.64
Με την εκδίωξη των Λατίνων και την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολη από τον καίσαρα Αλέξιο Στρατηγόπουλο στις 25 Μαΐου 1261, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος (1259-1282) επανίδρυσε το φιλοσοφικό τμήμα του Πανεπιστημίου. Ως πρώτος «Ύπατος των Φιλοσόφων» διορίστηκε ο πολιτικός και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282), μαθητής του Νικηφόρου Βλεμμύδη, ο οποίος δίδασκε μαθηματικά στους σπουδαστές της φιλοσοφίας με βάση τον Ευκλείδη και τον Νικόμαχο65 και χρησιμοποιούσε ως χώρο διδασκαλίας τα υπερώα της Αγίας Σοφίας. Επόμενος «Ύπατος των Φιλοσόφων» υπήρξε ο Ιωάννης Πεδιάσιμος (13ος -14ος αιώνας), μαθητής του Γεωργίου Ακροπολίτη και από το έτος 1284 «Χαρτοφύλαξ Βουλγαρίας». Ο Πεδιάσιμος που δίδαξε και στην Αχρίδα, συνέγραψε ένα μεγάλο αριθμό έργων, πιθανόν για παιδαγωγικούς λόγους σχετικά με τη μυθολογία, τη γεωμετρία, τη μουσική, την αστρονομία, την ιατρική και τη συλλογιστική.
Ο διάδοχος του Μιχαήλ, αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος (1282-1328), αναδιοργάνωσε το Πανεπιστήμιο και περιέλαβε σε αυτό Νομικό τμήμα με το όνομα «Βασιλικόν» ή «Καθολικὸν Μουσεῖον». Διευθυντής του «Μουσείου» ανέλαβε ο Θεόδωρος Υρτακηνός (13ος -14ος αιώνας), ο οποίος δίδαξε γραμματική και ρητορική. Το 1348 διορίστηκε στο Νομικό τμήμα ως «αντικήνσωρ» (νομοδιδάσκαλος) ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος66 (1320-1380 ή 1383), τελευταίος Έλληνας νομομαθής της βυζαντινής περιόδου. Ο Αρμενόπουλος δίδαξε νομικά μέχρι το έτος 1350 οπότε αναδείχθηκε «Κριτής του Δρόμου» (ανώτατος δικαστής).
Στις αρχές του 15ου αιώνα επί αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου (1391-1425) το «Καθολικὸν Μουσεῖον» αναδιοργανώθηκε και πάλι και στεγάστηκε σε χώρους του «Ξενῶνος τοῦ Κράλη»67 στη μονή του Αγίου Ιωάννη της Πέτρας. Την εποχή αυτή έρχονταν να σπουδάσουν στην Κωνσταντινούπολη Ιταλοί και άλλοι δυτικοευρωπαίοι. Ανάμεσά τους ήταν πολλοί ανθρωπιστές που επέστρεφαν στις χώρες τους μεταδίδοντας τις ελληνικές ιδέες και απόψεις. Όπως γράφει ο σοβιετικός ιστορικός Μ. Λεφτσένκο, «Το Βυζάντιο εξακολουθούσε να κρατεί, όπως κα στα πριν χρόνια, τον ρόλο του κέντρου της πνευματικής ακτινοβολίας. Όπως και στους πιο καλύτερους καιρούς οι σχολές της Κωνσταντινούπολης τραβούσαν τη νεολαία όχι μόνο από τις χώρες που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, μα και από τις χώρες της χριστιανικής Ανατολής και ακόμη της Ιταλίας, όπου ξυπνούσε η ουμανιστική κίνηση».68 Ο πάπας Πίος Β’ (1458-1464) θαύμαζε την ελληνική διανόηση και αποκαλούσε την Κωνσταντινούπολη «οἶκο τῶν γραμμάτων καὶ ἀκρόπολη τῆς ὑψηλῆς φιλοσοφίας».
Ένας από τους σπουδαιότερους διδασκάλους του «Μουσείου» υπήρξε ο λόγιος και διπλωμάτης Μανουήλ Χρυσολωράς (1350-1415). Την περίοδο 1411-1413 ο Χρυσολωράς εγκαταστάθηκε στη Ρώμη όπου ασπάστηκε τον καθολικισμό και προχειρίστηκε καρδινάλιος από τον πάπα Ιωάννη ΚΓ’ (1410-1415). Εξίσου σημαντικός υπήρξε και ο Ιωάννης Αργυρόπουλος (1415-1487) που δίδαξε την ελληνική γλώσσα και την αριστοτελική φιλοσοφία στο Καθολικό Μουσείο από το 1448-1452, στην Πλατωνική Ακαδημία της Φλωρεντίας από το 1456-1470 και στη Ρώμη από το 1471 μέχρι το θάνατό του.
Το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης συνέχισε να λειτουργεί μέχρι την άλωση της Πόλης το 1453. Τελευταίος διδάσκαλος του Μουσείου υπήρξε ο Μιχαήλ Αποστόλης (1442-1480), ανθρωπιστής, θεολόγος και κωδικογράφος που διαδέχθηκε το 1452 τον Ιωάννη Αργυρόπουλο. Ο Αποστόλης δίδαξε μέχρι την άλωση της πόλης το 1453, οπότε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Έναν χρόνο αργότερα εξαγόρασε την ελευθερία του, πιθανόν με τη βοήθεια του Βησσαρίωνα. Ο Αποστόλης μετά την απελευθέρωσή του έζησε για λίγο στην Ιταλία και κατόπιν πήγε στην Κρήτη όπου και δίδαξε ιδιωτικά μέχρι τον θάνατό του.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Ο κοσμήτοράς της έφερε τον τίτλο «Ὕπέρτιμος», «Ὕπατος» ή «Πρόεδρος τῶν φιλοσόφων». Φαίνεται ότι οργανώθηκε στις βάσεις του πανεπιστήμιου της Μαγναύρας. Η Σχολή είχε τρεις κύκλους διδασκαλίας. Στον πρώτο οι σπουδαστές διδάσκονταν γραμματική, κλασική φιλολογία, ρητορική και διαλεκτική. Στον δεύτερο κύκλο αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία και ιατρική. Οι σπουδές ολοκληρώνονταν με τη διδασκαλία στον τρίτο κύκλο, της θύραθεν φιλοσοφίας, την οποία οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ως κορωνίδα των επιστημών.60
Πρώτος «Ύπατος των Φιλοσόφων» διορίστηκε το 1045 ο πολιτικός, φιλόσοφος και ιστορικός Κωνσταντίνος (Μιχαήλ) Ψελλός (1018-1096) Δίδαξε φιλοσοφία και έντεκα ακόμη μαθήματα, μεταξύ των οποίων γεωγραφία, μουσική και αστρονομία. Δέκα χρόνια αργότερα, το έτος 1054, αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να καρεί μοναχός. Τον διαδέχθηκε ο μαθητής του, φιλόσοφος, Ιωάννης Ιταλός (1025-1082).
Ο χώρος όπου λειτούργησε η σχολή μας είναι άγνωστος. Από τα βυζαντινά όμως κείμενα που αναφέρονται στην ανώτατη παιδεία επί Κωνσταντίνου Θ’, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν συστεγάστηκε με τη Νομική Σχολή, αλλά εγκαταστάθηκε σε χωριστό κτίριο, ίσως στις ίδιες αίθουσες του ανακτόρου της Μαγναύρας όπου είχε λειτουργήσει το πανεπιστήμιο του Καίσαρος Βάρδα. Η Φιλοσοφική Σχολή λειτούργησε μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα συγκεντρώνοντας σπουδαστές όχι μόνο από περιοχές του βυζαντινού κράτους, αλλά και ξένους από ανατολή και δύση. Έκλεισε τον Απρίλιο του 1204, όταν η Κωνσταντινούπολη κατελήφθη από τους Σταυροφόρους.

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ: «Διδασκαλεῖον τῶν Νόμων» ἢ «Μουσεῖον τῆς Νομοθετικῆς»
Ο κοσμήτοράς της έφερε τον τίτλο «Νομοφύλαξ» ή «Εξηγητής των Νόμων». Συγκροτήθηκε με «Νεαρά»61 που ίσως συνέταξε ο λόγιος Ιωάννης Μαυρόπους (1000-1081), μητροπολίτης Ευχαΐτων την περίοδο 1049-1075. Το τμήμα του νομοθετήματος κάλυπταν οι παράγραφοι 8-12. Τη «Νεαρά» εκφώνησε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ πιθανόν το έτος 1045.
Ο αυτοκράτορας εγκατέστησε το «Διδασκαλεῖον τῶν Νόμων» στο συγκρότημα της μονής του Αγίου Γεωργίου, «τοῦ εὐαγοῦς οἴκου τῶν Μαγγάνων», από του οποίου το εισόδημα όρισε να χρηματοδοτείται η λειτουργία του: «Ἔσται γὰρ ἀπὸ τῆς παρούσης εἰς παιδευτήριον τὸ κάλλιστον σχεδὸν καὶ τερπνότατον οἴκημα τοῦ ἐυαγοῦς ἡμῶν, ὃν ἀπὸ τοῦδε διδασκαλεῑον μὲν νόμων […] κληθήσεται».62
Η Νομική Σχολή ασχολούταν με τη μελέτη του δικαίου και την ερμηνεία των νόμων και μεριμνούσε για την ένταξη των αποφοίτων της στις δημόσιες υπηρεσίες καθώς και στους συλλόγους των «ταβουλλαρίων» και των «συνηγόρων» ή «σχολαστικών» Η κατεύθυνσή της ήταν πρωτίστως πρακτική. Γράφει για το διδασκαλείο των νόμων η ιστορικός Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «Τὸ διδασκαλεῖο τῶν νόμων δὲν εἶχε τὸν θεωρητικὸ χαρακτήρα μίας πανεπιστημιακῆς σχολῆς ὅπως οἱ παλαιότερες στὴν Κωνσταντινούπολη ἢ στὴν Βηρυτό. Τώρα ὅλο καὶ περισσότεροι ἐρευνητὲς δέχονται ὅτι πρόκειται γιὰ σχολὴ διοικήσεως γιὰ τὴν ἰκανοποίηση πρακτικῶν σκοπῶν, τὴν στελέχωση τῶν κρατικῶν ὑπηρεσιῶν, τὴν κατάρτιση συμβολαιογράφων και δικηγόρων, τῶν ὁποίων τὶς ἐπιτυχεῖς σπουδὲς θα πιστοποιοῦσε ὁ νομοφύλαξ».63
Ο κοσμήτορας της Σχολής είχε σημαντικά καθήκοντα και έπρεπε να γνωρίζει όχι μόνο την ελληνική γλώσσα αλλά λόγω της νομικής επιστήμης και τη λατινική. Το αξίωμα του «Νομοφύλακος» ήταν σπουδαίο. Ο κάτοχός του ανήκε στην τάξη των «συγκλητικών» και ιεραρχικά κατατασσόταν αμέσως μετά τον «ἐπὶ τῶν κρίσεων»64 αξιωματούχο. Μπορούσε να παρουσιάζεται ενώπιον του αυτοκράτορα τις ίδιες με εκείνον ημέρες και είχε το δικαίωμα να συνδιαλέγεται απευθείας με τον ηγεμόνα. Σύμφωνα με την ιδρυτική Νεαρά, «Ὁ Νομοφύλαξ ἐναριθμηθήσεται μὲν τοῖς μεγαλοδόξοις συγκλητικοῖς, ἕξει δὲ καὶ καθέδραν εὐθὺς μετὰ τὸν ἐπὶ τῶν Κρίσεων, ᾧ καὶ πρὸς τὸ ἡμέτερον κράτος συνεισελεύσεται, καθ’ ἃς κακεῖνος ἡμέρας, καὶ τῆς ἡμετέρας ὁμιλίας καὶ ὄψεως ὡσαύτως ἀξιωθήσεται» (παρ. 11). Ο κάτοχος του αξιώματος έπαιρνε ως αμοιβή «ῥόγαν ὰνὰ πᾶν ἔτος λίτρας τέσσαρας καὶ βλατίον καὶ βαΐον, σιτηρεσίων χάριν»65 (παρ. 11).
Ως πρώτος «Νομοφύλαξ» διορίστηκε ο «Κριτὴς ἐπὶ τοῦ Ἱπποδρόμου»66α και «Ἐξάκτωρ»66β Ιωάννης Ξιφιλίνος από την Τραπεζούντα ο οποίος αργότερα επρόκειτο να διατελέσει Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ξιφιλίνος βαθύς γνώστης της Θεολογίας και του Δικαίου, αναδείχθηκε σε λαμπρό διδάσκαλο των νόμων διαμορφώνοντας έναν προσωπικό τρόπο διδασκαλίας και έρευνας. Αντί να εκθέτει από έδρας κατά τρόπο δογματικό τις νομικές του γνώσεις, προτιμούσε τη διδασκαλία με παραδείγματα « αἰτιολογῶν ἅπαντα» όπως αναφέρει ο Μιχαήλ Ψελλός. Προσπαθούσε να διεγείρει το ενδιαφέρον των ακροατών του εφιστώντας την προσοχή τους στο βαθύτερο νόημα που εμπεριείχε η προσφερόμενη νέα γνώση, επιδιώκοντας έτσι να καταδείξει τη μεγάλη αξία της νομικής επιστήμης. «Τὶς δὲ», διερωτάται ο Μιχαήλ Ψελλός, «τὴν νομικὴν ἐπιστήμην οὕτως ὡς ἐκείνος (sc. ὁ Ξιφιλῖνος) ἐσέμνυνεν;». Ο Ιωάννης Ξιφιλίνος υπήρξε επίσης ο δημιουργός της βιβλιοθήκης της Νομικής Σχολής και εκείνος που μεριμνούσε για την όσο το δυνατόν καλύτερη ανάπτυξή της. Επικεφαλής της βιβλιοθήκης τέθηκε ένας «βιβλιοφύλαξ» από τον οποίο ο «Νομοφύλαξ» μπορούσε να δανείζεται τα απαραίτητα για την διδασκαλία συγγράμματα. Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε, ότι στη βιβλιοθήκη είχαν πρόσβαση και οι φοιτητές της Σχολής προκειμένου να δανείζονται τα απαραίτητα για τις σπουδές τους η αγορά των οποίων ήταν δαπανηρή.
Στους αποφοίτους της Σχολής απονέμονταν πτυχία ή πιστοποιητικά που τα υπέγραφε ο «Νομοφύλαξ». Τα πτυχία βεβαίωναν τη νομική εκπαίδευση και ευγλωττία των αποφοίτων και αποτελούσαν απαραίτητο αποδεικτικό στοιχείο για όσους επιθυμούσαν να σταδιοδρομήσουν στα δικαστήρια ή σε άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες.
Η «Σχολή των Μαγγάνων» αποτέλεσε υπόδειγμα για τη δημιουργία αντίστοιχων σχολών στη δυτική Ευρώπη. Σημειώνει ο Γ. Τσάμπης: « Η Νομική Σχολή του Κωνσταντίνου Θ’ επηρέασε την οργάνωση και λειτουργία της αντίστοιχης Σχολής της Βολωνίας στην Ιταλία, η οποία ιδρύθηκε κατ’ απομίμηση της πρώτης σαράντα περίπου χρόνια αργότερα, και μέσω αυτής και τη σπουδή του δικαίου στη Γαλλία αργότερα αλλά και στη Γερμανία».67 Στην Κωνσταντινούπολη όμως, δεν επρόκειτο να διατηρηθεί επί πολύ. Γύρω στα 1054 ο Ιωάννης Ξιφιλίνος κατηγορήθηκε ως αιρετικός, από κάποιον Οφρυδά. Ο Μιχαήλ Ψελλός προσπάθησε να τον υπερασπιστεί συγκρίνοντας τον Ξιφιλίνο άνθρωπο των γραμμάτων με τον «φαῦλον καὶ τοῦ μηδενὸς ἄξιον» Οφρυδά που κινούσε τη γλώσσα του σαν μυλόπετρα, «ὥσπερ τινὰ μυλιαῖον λίθον βίᾳ τὴν γλῶσσαν μετακινών».68 Η προσπάθεια απέτυχε και ο Ξιφιλίνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να μεταβεί σε μονή του όρους Ολύμπου της Βιθυνίας69 για να καρεί μοναχός. Ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να πατριαρχεύσει δέκα περίπου χρόνια μέχρι το 1063.
Μετά την απομάκρυνση του Ξιφιλίνου και τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θ’ στις 8 Ιανουαρίου του 1055, οι διάδοχοι αυτοκράτορες παραμέλησαν τη Νομική Σχολή με αποτέλεσμα το ίδρυμα να υποβιβαστεί και τελικά να κλείσει. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Κωνσταντίνου Θ’, «δὲν ὑπάρχουν ἐνδείξεις γιὰ τὴν διατήρηση της Νομικῆς Σχολῆς».70

ΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ
Η φοίτηση στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης διαρκούσε πέντε χρόνια περίπου και ήταν για όσους είχαν τα απαραίτητα προσόντα και την ικανότητα για σπουδές, δωρεάν. Η ηλικία των σπουδαστών κυμαινόταν μεταξύ 16 και 20 ετών. Σπουδαστές μικρότερης ή μεγαλύτερης ηλικίας ήταν μάλλον σπάνιο φαινόμενο Οι φοιτούντες στο πανεπιστήμιο ονομάζονταν «μαθηταί» αλλά και «φοιτηταί», όπως και οι σπουδαστές της εγκυκλίου παιδείας.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών τους οι φοιτητές όφειλαν να διάγουν ανεπίληπτο βίο, να απέχουν από οχλοκρατικές εκδηλώσεις ή θεατρικές παραστάσεις και να είναι ντυμένοι σεμνά. Η εν Τρούλλῳ Πενθέκτη Σύνοδος που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 692 ορίζει για τους φοιτητές της νομικής, στον Κανόνα ΟΑ’ τα ακόλουθα: «Τοὺς διδασκομένους τοὺς πολιτικοὺς νόμους, μὴ δεῖν τοῖς ἑλληνικοῖς ἔθεσι κεχρῆσθαι, μήτε ἐπὶ θεάτρων ἐνάγεσθαι, ἢ τὰς λεγομένας κυλίστρας ἐπιτελεῖν ἢ παρὰ τὴν κοινὴν χρῆσιν στολὰς ἑαυτοῖς περιτιθέναι».71
Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι ονομάζονταν «μάγιστροι» ή «μαγίστορες» ή «μαΐστορες» ή «διδάσκαλοι». Η εκλογή τους γινόταν συνήθως από τη σύγκλητο με αυστηρά κριτήρια και ο διορισμός τους εγκρινόταν από τον αυτοκράτορα. Οι «μάγιστροι» ανάλογα με την ύλη που δίδασκαν καλούνταν «γραμματικοί», «ρήτορες», «φιλόσοφοι» κ.λ.π. Οι σπουδαστές προσφωνούσαν τον διδάσκαλο «λογιώτατον», «ἐπιφανέστατον», «ἐκλαμπρότατον», «μεγαλοεπιφανέστατον», «μεγαλοπρεπέστατον» και με άλλλες παραπλήσιες εκφράσεις.
Ο κοσμήτορας ανάλογα με το τμήμα που διηύθυνε έφερε κατά καιρούς διάφορους τίτλους. Έτσι ο κοσμήτορας του φιλοσοφικού τμήματος ονομαζόταν «Ὑπατος» ή «Ὑπέρτιμος τῶν Φιλοσόφων», «Μέγας Φιλόσοφος», «Προστάτης τῆς Φιλοσόφου Σχολῆς», «Μέγας Διδάσκαλος» «Διδάσκαλος τῶν Διδασκάλων», «Οἰκουμενικός» ή «Καθολικὸς Διδάσκαλος» και τέλος «Ἀρχιδιδάσκαλος». Ο κοσμήτορας του νομικού τμήματος ονομαζόταν «Νομοφύλαξ». Εκτός από τους «διδασκάλους» υπήρχαν και οι «ὑπογραμματεῖς», δηλαδή οι επίκουροι καθηγητές, από τους οποίους επιλέγονταν οι «διδάσκαλοι».72
Ο τίτλος και η θέση του «μαΐστορος» ήταν ισόβιοι και οι κάτοχοί του θεωρούνταν ιερά και απαραβίαστα πρόσωπα. Σύμφωνα με τον Θεοδοσιανό Κώδικα όσοι προσέβαλλαν διδάσκαλο του Auditorium εάν ήταν ελεύθεροι πολίτες έπρεπε να πληρώσουν στο δημόσιο ταμείο 100.000 νομίσματα της εποχής του Θεοδοσίου Β’ (408-450). Εάν ήταν δούλοι έπρεπε να μαστιγωθούν από τον κύριό τους ενώπιον του υβρισθέντος. Τέλος εάν ως κύριοι δούλου ανέχονταν την προσβλητική συμπεριφορά τούτου, καταδικάζονταν να καταβάλουν στο δημόσιο ταμείο 20.000 νομίσματα.73
Οι «μαΐστορες» απαλλάσσονταν από τα καθήκοντά τους μόνο αν έδειχναν ανικανότητα και αδιαφορία τους στην τέλεση των καθηκόντων τους, αν η διαγωγή τους ήταν επιλήψιμη και αν παράβαιναν τους νόμους. Οι καθηγητές του πανεπιστημίου όφειλαν να έχουν προσόντα παρόμοια με εκείνα των δασκάλων της εγκυκλίου διδασκαλίας.74 Οι σχέσεις τους με τους συνανθρώπους τους έπρεπε να είναι άψογες ενώ η παρακολούθηση εκ μέρους τους θεατρικών παραστάσεων ή ιπποδρομιακών αγώνων, αλλά και η παρουσία τους σε χώρους διασκέδασης αμφίβολης σοβαρότητας και ηθικής απαγορευόταν αυστηρά.
Ο ιστορικός Κεκαυμένος (11ος αι.) αναφερόμενος γενικά στους εκπαιδευτικούς δίνει τις ακόλουθες συμβουλές: «Εἰ μὲν γὰρ γραμματικὸς εἶ ἢ φιλόσοφος, σπούδασον ἵνα καὶ διὰ τοῦ σχήματός καὶ τῶν ῥημάτων καὶ διὰ τῆς ἐνεργείας καὶ αὐτῶν τῶν πραγμάτων δείξεις τὴν ἐπιστήμην σου καὶ ὅτι ἡ μελέτη καὶ ἡ σχολή σου οὺκ εἰς κενὸν γέγονεν. Ἔσο δὲ οἰκονομικὸς και πολιτικός. Οὐ λέγω δὲ πολιτικὸς οἷον μῖμος καὶ παιγνιώτης, ἀλλὰ πολιτικός, λέγω, διδάξαι δυνάμενος πόλιν ὁλκληρον ἀγαθοεργεῖν καὶ ἀναστεῖλαι ἐξ αὐτῆς κακόν, ἵνα οὺ μόνον οἱ ὁρῶντες σε ἀγάπην καὶ τιμὴν ἔχωσι πρός σε, ἀλλὰ καὶ οἱ ὰκούοντες τὴν ἀρετὴν σου καὶ τὴν σύνεσίν σου. Καὶ σπούδασον τὴν γνῶσιν σου φανερὰν πᾶσιν ποιὴσαι δι’ ἔργων».75
Οι πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι αμείβονταν πλουσιοπάροχα. Μέχρι τον 5ο αιώνα επειδή δεν θεωρούνταν κρατικοί υπάλληλοι, πληρώνονταν από την πόλη με ένταλμα που υπέγραφε ο αυτοκράτορας. Από τον 5ο αιώνα την αμοιβή και τη σίτισή τους κατέβαλλε η πολιτεία. Ο Ιωάννης Ζωναράς (12ος αι.) μας πληροφορεί ότι στις αρχές του 8ου αιώνα οι καθηγητές του πανεπιστημίου της Βασιλικής Στοάς επιπλέον του μισθού τους «καὶ σιτήσεις ἀνεῖντο δημόσιαι»76. Ο ιστορικός Ιωσήφ Γενέσιος (10ος αι.) αναφερόμενος στους καθηγητές του πανεπιστημίου της Μαγναύρας, γράφει: «Καὶ τούτους ταῖς βασιλικαῖς δωρεαῖς ἐπαρκεῖν».77 Η Νεαρά με την οποία ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος ίδρυσε το Νομικό τμήμα της Σχολής των Μαγγάνων όριζε στην παράγραφο 11 ότι ο ετήσιος μισθός του «Νομοφύλακος» θα ήταν τέσσερις λίτρες χρυσού και ότι ο κάτοχος του αξιώματος θα λάβαινε επιπλέον ως επίδομα και πολύτιμα υφάσματα.

ΕΚΚΛΗΣΙΣΑΣΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
α) Στοιχειώδης εκπαίδευση
Η δεύτερη μορφή της βυζαντινής εκπαίδευσης και η πλέον σημαντική στο Βυζάντιο, ήταν η εκκλησιαστική εκπαίδευση. Οι μονές μεριμνούσαν για την παροχή κάποιας μορφής στοιχειώδους εκπαίδευσης στους δόκιμους ή αρχάριους μοναχούς, οι οποίοι συνήθως ήταν έφηβοι.78 Οι μαθητές της κατηγορίας αυτής διδάσκονταν την ιερή ακολουθία, το Ψαλτήρι, την Αγία Γραφή και για πρακτικούς λόγους, ορθογραφία, γραμματική, στενογραφία και καλλιγραφία, προκειμένου να εργαστούν ως γραμματείς ή αντιγραφείς. Εφόσον διέθεταν τα κατάλληλα προσόντα, εκπαιδεύονταν στη μουσική ώστε να γίνουν ψάλτες, στη μετρική και ποιητική για να συνθέτουν ύμνους και τέλος στην αγιογραφία. Η εκπαίδευση «ἀνήβων»79 αρρένων, τέκνων λαϊκών στις μονές, απασχόλησε σοβαρά την Εκκλησία και τα μοναστήρια. Ιεράρχες όπως ο Μέγας Βασίλειος (329-379), θεωρούσαν την παρουσία λαϊκών μαθητών στις μοναστηριακές σχολές στοιχειώδους εκπαίδευσης επικίνδυνη και απρόσφορη.80 Υπάρχουν όμως τυπικά μονών, όπως εκείνο της Θεοτόκου Κοσμοσωτείρας παρά την Αίνον81, τα οποία προκειμένου να προστατεύσουν την αδελφότητα από σεξουαλικούς πειρασμούς, απαγορεύουν αυστηρά την παρουσία «ἀνήβων» στα μοναστήρια. Βέβαια υπήρχε και η μέση λύση, όπως εκείνη που εφάρμοσε η μονή του Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε δημιουργήσει τις αίθουσες διδασκαλίας εντός του περιβόλου του ιερού καθιδρύματος., αλλά σε οικήματα που απείχαν από τα κεντρικά συγκροτήματα της μονής. Πάντως σε κάθε περίπτωση η διδασκαλία για λόγους αποφυγής σκανδαλισμού μοναστών και λαϊκών, γινόταν από μοναχούς μεγάλης ηλικίας.
β) Δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Από τον 10ο αιώνα, η Εκκλησία αρχίζει να οργανώνει τη λειτουργία δευτεροβάθμιων εκκλησιαστικών ιερατικών σχολών, που ως σκοπό είχαν την εκπαίδευση των μελλοντικών κληρικών. Πάντως μόνο από το 1100 και μετά αναφέρεται πλήρες σύστημα δευτεροβάθμιας θρησκευτικής εκπαίδευσης. Την περίοδο αυτή υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη ιερατικές σχολές που στεγάζονταν σε μονές και στα υπερώα ή στους νάρθηκες των ναών. Οι σχολές αυτές συντηρούνταν από την Εκκλησία και το διδακτικό τους προσωπικό αποτελούνταν κυρίως από μοναχούς ή κληρικούς. Τέτοιες σχολές στις οποίες διδάσκονταν θεολογικά μαθήματα ειδικότερων γνώσεων, λειτουργούσαν:
α) Στους Ναούς: της Θεοτόκου Μαρίας της Διακονίσσης, του Αγίου Πέτρου, του Αγίου Θεοδώρου των Σφωρακίου, της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων και των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.
β) Στις Μονές του Ακαταλήπτου Χριστού και της Χώρας.
Μετά την εκδίωξη των Λατίνων από την Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1261 και τη μερική ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι δευτεροβάθμιες ιερατικές σχολές αναδιοργανώθηκαν. Γνωρίζουμε ότι κατά το δεύτερο μισό του 13ου-αρχές 14ου αιώνα ο λόγιος και βιβλιογράφος Μάξιμος (Μανουήλ) Πλανούδης (1255-περίπου 1305), ηγούμενος της μονής των Αγίων Πέντε (Αρμενίων) Μαρτύρων στο όρος Αυξέντιος, δίδαξε αρχικά στη σχολή της Μονής της Χωράς και από το 1301 μέχρι το θάνατό του στη σχολή της Μονής του Ακαταλήπτου Χριστού. Σε δευτεροβάθμια ιερατική σχολή δίδαξε επίσης και ο κληρικός της βασιλικής σχολής, Γεώργιος από την Κύπρο (1241-1290), ο οποίος αργότερα ως Γρηγόριος Β’, διετέλεσε οικουμενικός πατριάρχης την περίοδο 28 Μαρτίου 1283- Ιούνιος 1289.

«Οικουμενική» ή «Πατριαρχική Σχολή» ή «Πατριαρχική Ακαδημία»
Παράλληλα με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα λειτουργούσε στην Κωνσταντινούπολη και η «Πατριαρχική Σχολή»82 ή «Ακαδημία», η οποία υπαγόταν απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.83 Οι πληροφορίες μας για τη σχολή είναι περιορισμένες. Στην αρχή της ίδρυσής της φαίνεται ότι λειτουργούσε στα υπερώα της Αγίας Σοφίας ως ιερατική σχολή κατώτερης βαθμίδας και οι σπουδές περιορίζονταν στην εξήγηση της Αγίας Γραφής σε νέους που προορίζονταν για την ιεροσύνη. Επί Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου (1042-1055) προστέθηκε στο πρόγραμμα σπουδών η φιλοσοφία και η ρητορική. Την εποχή των Κομνηνών (1081-1185), η Πατριαρχική Σχολή άρχισε να προσομοιάζει με πανεπιστήμιο επειδή η ύλη που διδασκόταν εκεί ήταν εφάμιλλη εκείνης του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της πόλης. Την περίοδο αυτή ο κύκλος των μαθημάτων της Πατριαρχικής Σχολής περιελάμβανε, εκτός των θεολογικών μαθημάτων, ρητορική, ανώτερα μαθηματικά, φιλοσοφία, αστρονομία, λογική και στοιχεία ιατρικής. Η Πατριαρχική Ακαδημία διαμορφώθηκε σε ένα αυτοτελές εκπαιδευτικό ίδρυμα όχι μόνο θεολογικού αλλά και ευρύτερου προσανατολισμού, το οποίο περιελάμβανε και τους τρεις κύκλους της βυζαντινής παιδείας, δηλαδή τη στοιχειώδη, την εγκύκλιο και την ανώτατη. Έτσι στη σχολή γίνονταν δεκτοί όχι μόνο νέοι απόφοιτοι της εγκυκλίου παιδείας αλλά και «ἄνηβοι» και έφηβοι οι οποίοι ανάλογα με τις γνώσεις τους εντάσσονταν στον αντίστοιχο κύκλο σπουδών.
Τον 11ο αιώνα η Σχολή εγκαταστάθηκε στα κτίσματα που βρίσκονταν στον περίβολο της μεγαλοπρεπούς εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων την οποία είχε ανεγείρει εκ νέου ο Ιουστινιανός το 550 μ.Χ. Το περιβάλλον με τα δένδρα, τα λουλούδια, τα συντριβάνια και τις κιονοστοιχίες ήταν, όπως αναφέρει ο μητροπολίτης Εφέσου Νικόλαος Μεσαρίτης (1212-1220) ιδιαίτερα ειδυλλιακό.84 Στα κεντρικά κτίσματα βρίσκονταν οι αίθουσες διδασκαλίας της ανώτατης παιδείας ενώ στα ακριανά οι αίθουσες της στοιχειώδους και της εγκύκλιας παιδείας. Η Πατριαρχική Σχολή έπαιξε σημαντικό ρόλο στο εκπαιδευτικό σύστημα της πρωτεύουσας μέχρι και την κατάληψη της Πόλης από τους Φράγκους το 1204, οπότε και έπαυσε να λειτουργεί.

Εκπαιδευτικό προσωπικό της Πατριαρχικής Ακαδημίας.
Την Πατριαρχική Ακαδημία διηύθυνε επιτροπή από δώδεκα ιερωμένους και το διδακτικό προσωπικό ήταν κατά κανόνα διάκονοι που ανήκαν στον κλήρο της Αγίας Σοφίας. Ο διευθυντής της σχολής ονομαζόταν «οἰκουμενικὸς διδάσκαλος». Σύμφωνα με Νεαρά του Αλεξίου Α’ Κομνηνού το 1107, τα μαθήματα της Ερμηνείας της Βίβλου δίδασκαν τρεις καθηγητές: ο «διδάσκαλος του Ψαλτηρίου», ο «διδάσκαλος του Αποστόλου» και ο «διδάσκαλος των Ευαγγελίων» που ήταν συνήθως και «οἰκουμενικός διδάσκαλος». Ωστόσο ήδη από το 1082 και μετά μνημονεύονται επίσης ο «διδάσκαλος της ρητορικής» ή «μαΐστωρ των ρητόρων» και ο «διδάσκαλος των φιλοσόφων».
Όλους τους διδασκάλους πλην εκείνου της ρητορικής, επέλεγε ο πατριάρχης κατόπιν εισήγησης της διοικούσας επιτροπής της Σχολής. Τον «μαΐστορα των ρητόρων» επέλεγε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο «μαΐστωρ» εκφωνούσε εγκωμιαστικούς λόγους, που περιλάμβαναν εγκωμιαστικές προσαγορεύσεις προς τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη κατά την εορτή των Θεοφανίων και κατά το Σάββατο του Λαζάρου. Ως πρώτος «μαΐστωρ των ρητόρων» καταγράφεται ο διάκονος της Αγίας Σοφίας, Θεοφύλακτος (1050-1126), ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αχρίδας (1089-1118), που υπήρξε μαθητής του Μιχαήλ Ψελλού και διδάσκαλος του Κωνσταντίνου Δούκα (1074-1095).
Οι εκπαιδευτικοί της Πατριαρχικής Σχολής υπάγονταν στο Πατριαρχείο και στο τέλος της σταδιοδρομίας τους διορίζονταν συνήθως σε επισκοπικές έδρες. Γνωρίζουμε τα ονόματα 34 καθηγητών της Σχολής κατά τον 12ο αιώνα, των οποίων τα εκπαιδευτικά και φιλολογικά έργα σώζονται μέχρι σήμερα. Σημαντικότεροι από αυτούς ήταν:
α) Ο θεολόγος Νικηφόρος Βασιλάκης (1115-1182). Διετέλεσε «διδάσκαλος του Αποστόλου» το 1140 και όπως υποστηρίζει ο ίδιος στα έργα του ήταν πολύ δημοφιλής στους μαθητές του γιατί είχε εισαγάγει νέες μεθόδους διδασκαλίας.
β) Ο λόγιος και ιεράρχης Ευστάθιος ο Κατάφλωρος. Γεννήθηκε το 1115 και πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1195/6. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη όπου και χειροτονήθηκε διάκονος. Το έτος 1166 διαδέχτηκε στο Αξίωμα του «μαΐστορος των ρητόρων» κάποιον Βασιλίσκο. Υπήρξε εξαίρετος υπομνηματιστής του Ομήρου και όπως αναφέρει ο N.G. Wilson, «ως διδάσκαλος της ρητορικής διάβασε με τους μαθητές του (της Πατριαρχικής Σχολής) έναν αριθμό κλασικών κειμένων και, αν μπορούμε να δεχθούμε ως αληθινό αυτό που λέει στον πρόλογο του υπομνήματός του στην Ιλιάδα, έγραψε το έργο αυτό για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των σπουδαστών και όχι επειδή του ανατέθηκε από σημαίνοντα μέλη της υψηλής κοινωνίας».85 Ο Ευστάθιος σχολίασε επίσης τον Πίνδαρο, τον Διονύσιο τον Περιηγητή, τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό κ.α.
Υπήρξε σπουδαίος συγγραφέας, βαθύς γνώστης και άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσας, αξιόλογος ποιητής και εξαίρετος βιβλιογράφος. Έγραψε ποιήματα που αναφέρονται στην αγροτική ζωή και χειρωνακτική εργασία. Έγραψε εγκωμιαστικούς και πανηγυρικούς λόγους και πρότεινε τρόπους για τη βελτίωση της διαβίωσης των μοναχών. Το έτος 1178 προχειρίστηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
γ) Ο ρήτορας Νικηφόρος Χρυσοβέργης (1160-1213). Διετέλεσε «μαΐστωρ των ρητόρων» την περίοδο 1200-1204 οπότε χειροτονήθηκε μητροπολίτης Σάρδεων.
δ) Ο ρήτορας Μιχαήλ. Αρχικά υπήρξε πρωτέκδικος της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και μετά την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη, λίγο πριν το 1147, διάκονος της Αγίας Σοφίας. Την ίδια περίπου εποχή διορίστηκε στην Πατριαρχική Σχολή ως «διδάσκαλος του Ευαγγελίου» και αργότερα ως «μαΐστωρ των ρητόρων». Μετά από δεκαετή διδασκαλία ως απλός καθηγητής προήχθη γύρω στο 1157, στο αξίωμα του «οικουμενικού διδασκάλου», όπως ο ίδιος αναφέρει και ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής.
Ο Μιχαήλ έγινε γνωστός για τους εγκωμιαστικούς του λόγους, μεταξύ των οποίων τρεις προσαγορεύσεις του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού και για την εγκωμιαστική περιγραφή της Αγίας Σοφίας, την οποία εκφώνησε πιθανόν το 1150 κατά τον ετήσιο εορτασμό των εγκαινίων του Ναού την 23η Δεκεμβρίου. Στην εισαγωγή του εγκωμίου διαβάζουμε:
«Ἔκφρασις τῆς ἁγιωτάτης τοῦ Θεοῦ μεγάλης ἐκκλησίας, λεχθεῖσα ἐν τῷ καιρῷ τῶν ἐγκαινίων τῆς αὐτῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας παρὰ τοῦ σοφωτάτου διακόνου καὶ διδασκάλου τῶν ἐυαγγελίων κυροῦ Μιχαὴλ τοῦ Θεσσαλονίκης, τοῦ καὶ μαΐστωρος τῶν ῥητόρων γεγονότος».
Μετά την εκδίωξη των Φράγκων και την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το1261, το Πατριαρχείο μόλις επέστρεψε στην έδρα του, προέβη στη συγκρότηση ανώτερης εκκλησιαστικής σχολής, σκοπός της οποίας ήταν η επιμόρφωση των κληρικών. Η σχολή αυτή που είχε αυστηρά θεολογικό χαρακτήρα, δεν διέθετε ούτε την αίγλη, ούτε την απήχηση, ούτε και την προβολή της πάλαι ποτέ Πατριαρχικής Ακαδημίας και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ισότιμη εκείνης.86

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Παραπάνω παρακολουθήσουμε τη βυζαντινή εκπαίδευση σε όλες τις μορφές και σε όλες τις περιόδους. Οι Βυζαντινοί δάσκαλοι συνέχισαν ως την ύστατη ώρα να μελετούν, να αντιγράφουν και να διαφυλάσσουν με πάθος τα αρχαία ελληνικά κείμενα, ακόμη και όταν η άλλοτε πολυάνθρωπη αυτοκρατορία τους κατήντησε να απαρτίζεται μόνο από την ολιγάνθρωπη πια πρωτεύουσά τους και τον Μυστρά. Η άλωση της Πόλης τον Μάιο του 1453 σήμανε το πολιτικό τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Παράλληλα όμως δήλωνε και την πολιτική διακοπή μιας υπερχιλιετούς πνευματικής παράδοσης, γεγονός που είχε τις πιο οδυνηρές επιπτώσεις στους υπόδουλους Έλληνες. Οι ιστορικοί της αλώσεως θρηνούν για την απώλεια των βιβλίων. Να πώς καταγράφει το γεγονός ο Μιχαήλ Δούκας: «τὰς δὲ βίβλους ἁπάσας ὑπὲρ ἀριθμὸν ὑπερβαινούσας, ταῖς ἀμάξαις φωρτηγώσαντες ἀπανταχοῦ έν ἀνατολῇ καὶ δύσει διέσπειραν δι’ ἑνός νομίσματος δέκα βίβλοι ἐπιπράσοντο. Ἀριστοτελικοί, Πλατωνικοί, θεολογικοί καὶ ἄλλο πᾶν εἶδος βιβλίου».

1 Χωρίς να απομακρυνθούμε από τον αρχικό μας στόχο που είναι σαφώς η ανώτατη εκπαίδευση στο Βυζάντιο, η σύντομη αναφορά στις πρώτες βαθμίδες ενδείκνυται, έτσι ώστε να έχουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα για τη βυζαντινή εκπαίδευση.
2 Κίμων Εμμανουήλ Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών. Γλώσσα- Γράμματα- Παιδεία- Υμνογραφία- Χρονολογικό σύστημα, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 101· Βλ επίσης Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός και πολιτισμός, Τόμος Α1, σσ.37-38.
3 Στο «είδος» της μοναστικής εκπαίδευσης δεν θα αναφερθούμε, καθώς δεν αποτελούσε αυτόνομο είδος, αλλά συμφυρμό κοσμικής-εκκλησιαστικής εκπαίδευσης για την είσοδο ανδρών και γυναικών στο μοναχισμό και τη μετέπειτα ανάληψη της ηγουμενίας των μονών τους.
4 Για την εκπαίδευση των Αγίων στο Βυζάντιο, ως πηγή πληροφοριών μεταξύ άλλων βλ. Nikolaos Kalogeras, Byzantine Childhood Education and its Social Role from the sixth Century until the End of Iconoclasm, PhD Dissertation, University of Chicago, Department of History 2000, σσ. 32-42, 46-49· Harry Magoulias, «Education and Learning in the sixth and seventh Centuries as viewed in the Lives of Saints», The Greek Orthodox Theological Review 21/2(1976), σσ. 11-124.
5 Πρβλ. τον Βίο του Οσίου Θεοδώρου Συκεώτου, γιο μιας πόρνης και ενός ταχυδρόμου (sic), ο οποίος διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο του χωριού του, A. J. Festugiere, Vie de Theodore Saint de Sykeon, Subsidia Hagiographica 48, 2 vols (Brussels 1970).
6 Για παράδειγμα οι πάπυροι παρέχουν πληροφορίες για αριθμητικές πράξεις και γεωμετρία ή γραμματική που διδάσκονταν τα παιδιά. Βλ. B. Boyaval, «Sur quelques exercices d’arithmétique et de geometrie», Echos d’Orient 52(1977), σσ. 311-315· A. Wouters, The Grammatical Papyri from Graeco-Roman Egypt: Contributions to the Study of the ‘Ars Grammatica’ in Antiquity, Brussels 1979· M. Weems, Greek Grammatical Papyri: The School Texts, PhD Dissertation: University of Missouri 1981.
7 Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, ό.π., σ. 108.
8 Βλ. το άρθρο, «Η βυζαντινή εκπαίδευση» της Georgina Buckler που περιλήφθηκε στον τόμο των N.H.Baynes - H.ST.L.B. Moss, Βυζάντιο. Εισαγωγή στο βυζαντινό πολιτισμό, Αθήνα 2001 σσ. 209-235.
9 Τη Βυζαντινή περίοδο υπάρχει συγκεχυμένη χαλαρότητα στη βυζαντινή χρήση των εκπαιδευτικών όρων. Το επίθετο «εγκύκλιος» που αρχικά ισοδυναμούσε με τον όρο «παιδεία» ή «παίδευση», η οποία κατά τον Κοϊντιλιανό σήμαινε «γενική μόρφωση», σιγά-σιγά έπαθε συστολή της σημασίας για να σημαίνει «στοιχειώδη εκπαίδευση.
10 Π.χ. ο Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης άρχισε την εκπαίδευση όταν ήταν 8 ετών: βλ. Life of Gregorios Dekapolites, 47: Καὶ δὴ ὀκταετῆ γενόμενον εἰς γραμματεῖς τοῦ φοιτᾶν ἐδικαίωσεν. Παρόμοια ο Θεόδωρος ο Συκεών άρχισε τα μαθήματά του στο διδασκαλεῖον της Συκεώνας όταν ήταν οκτώ ετών: Life of Theodoros of Sykeon, 5: Ὀκταετῆ δὲ γενόμενον αὐτὸν ἔδωκεν διδασκάλῳ μαθεῖν γράμματα. Για περισσότερα παραδείγματα βλ. τη διατριβή του Kalogeras 2000, σ. 133.
11 Για παράδειγμα, ο Άγιος Ευτύχιος διδάχθηκε μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών από τον κληρικό παππού του. Οι γονείς της Αγίας Δομνίκης την δίδαξαν να διαβάζει «τις ιερές γραφές». Η μητέρα του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου (ένατος αιώνας) έκανε το ίδιο βοηθούμενη από την αδελφή της. Η μητέρα του Μιχαήλ Ψελλού (ενδέκατος αιώνας) του διηγούταν ιστορίες από τη Βίβλο κατά τη νύκτα. Βλ. Baynes, Moss 2001, σ. 293.
12 Πλακογιαννάκης, ό.π., σ. 110.
13 Τα πρώτα ή στοιχειώδη γράμματα ονομάζονταν πεζά ή θεία και «ἱερά», γιατί οι μαθητές διδάσκονταν από ιερά κείμενα. Ως πρώτο εγχειρίδιο χρησίμευε το Ψαλτήρι και έπειτα η Βίβλος.
14 Γεώργιος Χοιροβοσκός: Διάκονος στην Κωνσταντινούπολη, που τιμήθηκε με τα αξιώματα του χαρτοφύλακα και του οικουμενικού διδασκάλου. Έζησε πιθανόν μεταξύ του 6ου και 7ου αιώνα. Από τα έργα του διασώθηκαν τα: Υπόμνημα εις τους Ψαλμούς και Υπόμνημα εις το Άσμα Ασμάτων ( εκδ. Th. Gaisford, Georgios Coerobosci dictata in Theodosii canones et epimerismi in psalmos, III, Οξφόρδη 1842, σσ. 1-192.
14 Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν πως η Γραμματική είναι «ψυχή του λόγου και όλων των μαθημάτων, ψυχή της Παιδείας». Για τη Γραμματική λέει ο Μιχαήλ Ψελλός «τὴν γραμματικὴν στοιχεῖον πάλαι δοκοῦσαν πάσης παιδεύσεως» (Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πλιτισμός, τόμος Α1, Αθήνα, σ. 108, σημ. 4) και είχε ως σκοπό να εξελληνίζει τη γλώσσα των Βυζαντινών και να την καθαρίζει από βαρβαρισμούς. Αυτό φαίνεται από τα λόγια του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού που έγραφε ότι: «ἡ Γραμματικὴ καθίσταται ἐπίκουρος (βοηθός) τῆς εύγενοῦς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης».
15 Αν θέλουμε να σχηματοποιήσουμε τα παραπάνω γνωστικά αντικείμενα στα τρία στάδια σπουδών θα λέγαμε τα εξής: α) στο πρώτο και βασικό στάδιο της γραμματικής διδασκόταν η ελληνική γλώσσα και οι κυριότεροι από τους αρχαίους Έλληνες και χριστιανούς ποιητές και πεζογράφους καθώς και πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία. Στο δεύτερο στάδιο διδασκόταν η Ρητορική, η οποία ήταν απαραίτητη για τους κληρικούς που θα κήρυτταν τον Θείο Λόγο και για τους διπλωμάτες. Στο τρίτο και τελευταίο στάδιο διδασκόταν η Φιλοσοφία και οι επιμέρους κλάδους της καθώς και το quadrivium.
16Ταβουλλάριος17 Πριμικήριος ( Primicerius)< primus +cera= καλούνταν ο προϊστάμενος οποιουδήποτε σώματος ή υπηρεσίας και κατά το λεξικό Σούδα (10ος αιώνας), «ὁ πρῶτος τάξεως τῆς τυχούσης» ή ο «πρωτοταξεώτης», όπως τον αποκαλεί ο ιστορικός του 19ου αιώνα Σκαρλάτος Βυζάντιος. Για τα διάφορα είδη «πριμικηρίου», βλ. Πλακογιαννάκης, ό.π., passim. 18 Κ.Ε Πλακογιαννάκης, ό.π., σ. 11
19 Για την επίδραση των Αράβων στην παιδεία του ελληνικού μεσαίωνα, μεταξύ άλλων βλ., Paul Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, μτφρ. Μαρία Νυσταζοπούλου- Πελεκίδου, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα 2001 και ιδιαίτερα το Κεφάλαιο 3, «Η εκδοχή του συροαραβικού παράγοντα», σσ. 29-45.
20 Δωρόθεος: Βυζαντινός νομοδιδάσκαλος, ο οποίος έζησε και έδρασε κατά τον 6ο αιώνα. Συνεργάστηκε με τον Τριβωνιανό και τον Θεόφιλο για τη σύνταξη των Εισηγήσεων, των Πανδεκτών και του δεύτερου Κώδικα. Έγραψε υπομνήματα στους Πανδέκτες με τον τίτλο Index, τα οποία εκδόθηκαν το 542 μ.Χ. και χρησιμοποιήθηκαν από τους μεταγενέστερους.
21 Ανατόλιος: Νομικός και νομοδιδάσκαλος της Βηρυτού (6ος αιώνας) που χρησιμοποιήθηκε από τον Ιουστινιανό Α’ στην επιτροπή για τη σύνταξη των Πανδεκτών (Digesta). Τιμήθηκε με το αξίωμα του ύπατου και επιμελητή των Βασιλικών κτημάτων.
22 Θαλλέλαιος: Περίφημος βυζαντινός νομοδιδάσκαλος και καθηγητής στη νομική σχολή της Βηρυτού (6ος αιώνας). Εργάστηκε μαζί με άλλους νομικούς για την επεξεργασία του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού, ιδιαίτερα δε του Ιουστινιάνειου Κώδικα που εκδόθηκε το 536 μ.Χ. με μετάφραση των λατινικών διατάξεων. Η ευρύτητα των νομικών του γνώσεων, η νομική ευαισθησία και η κριτική ικανότητα, συνέθεταν τα εξαίρετα προσόντα του, γι’ αυτό και είχε χαρακτηριστεί « ὁ τῆς νομικῆς ὀφθαλμὸς καὶ διδάσκαλος»
23 Τριβωνιανός: Μέλος της αυτοκρατορικής επιτροπής που κατάρτισε τον πρώτο Κώδικα του Ιουστινιανού, ο Τριβωνιανός διετέλεσε στη συνέχεια πρόεδρος των επιτροπών που ανέλαβαν την προπαρασκευή των Πανδεκτών (533) και της δεύτερης αναθεωρημένης έκδοσης του Κώδικα (534). Σε μία προσπάθεια εκσυγχρονισμού του Ρωμαϊκού Δικαίου επέφερε με βάση κυρίως το Ελληνικό Δίκαιο, αρκετές μεταβολές, γνωστές ως «εμβλήματα Τριβωνιανού», για τις οποίες όμως κατηγορήθηκε από τους νομομαθείς του Μεσαίωνα για ασέβεια προς το έργο των κλασικών Ρωμαίων νομοδιδασκάλων. Επί πλέον, επέβλεψε τη σύνταξη των Εισηγήσεων (533) από τους νομοδιδασκάλους Δωρόθεο και Θεόφιλο. Ως νομικός σύμβουλος του Ιουστινιανού, έφερε οπωσδήποτε την ευθύνη για τις πρωιμότερες Νεαρές (534-565), όπου περιλαμβάνονταν οι νόμοι που είχαν εκδοθεί από το 534 μέχρι το θάνατο του Ιουστινιανού.
24 Πλούταρχος: Αθηναίος νεοπλατωνικός φιλόσοφος που έζησε κατά το διάστημα 350-432 μ.Χ. και ίδρυσε τη νεοπλατωνική σχολή της πατρίδας του. Διδάχθηκε από τον πατέρα του Νεστόριο τη μαγική και τη θεουργική τέχνη, αφοσιώθηκε όμως στη μελέτη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ψυχολογία, που την πραγματεύθηκε σύμφωνα με τις αρχές των δύο παραπάνω δασκάλων. Φαίνεται ότι έγραψε διάφορα έργα, από τα οποία όμως δεν σώθηκε τίποτα.
30 Paul Lemerle, ό.π., σ.55 κ.εξ. όπου αναλύονται και οι σχέσεις Κωνστάντιου- Θεμίστιου.
31 «Καπιτώλιον»: Ιδρύθηκε κατά μίμηση του Καπιτωλίου της Ρώμης από τον Λέοντα Α’ (457-474 μ.Χ.) στο βόρειο τμήμα της πλατείας του Ταύρου στην Κωνσταντινούπολη. Στις στοές του λειτούργησαν το πανεπιστήμιο της πόλης και η δημόσια βιβλιοθήκη. Κάηκε το 727 μ.Χ. και ξανακτίστηκε αμέσως από τον Λέοντα Γ’ (717-740 μ.Χ.).
32 Ιουλιανού, Επιστολή 61. J. Bidez, Œvres de Julien, I,2, Lettres et Fragments, Paris 1924, σ.75.
33 Για επίρρωση της παραπάνω θέσης βλ. Paul Lemerle, ό.π., υποσημείωση 46, σσ. 323-324.
34 J. Bidez, ό.π., σ.75. Επίσης πρβλ. Gl. Downey, «The Emperor Julian and the Schools», The Classical Journal 53(1957), σσ. 97-103· idem, «Julian and Justinian and the unity of faith and culture», Church History 28(1959), σσ. 1-13 (ανάτυπο)
35 Για τον νόμο του Θεοδόσίου βλ. επίσης, Paul Lemerle, «Ο Θεοδόσιος Β’ και το κρατικό πανεπιστήμιο», στο Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 62-64, καθώς και Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, ό.π., σσ. 136-138.
36 John Julius Norwich, Βυζάντιο: Οι πρώτοι αιώνες, Αθήνα 1996, σ. 138.
37 Κ.Ε. Πλακογιαννάκης, ό.π., σ. 138.
38 Γνωστοί καθηγητές της νομικής σχολής της περιόδου αυτής υπήρξαν ο Θεόφιλος και ο Κρατίνος που συμμετείχαν στην επιτροπή, η οποία κατ’ εντολή του Ιουστινιανού πραγματοποίησε την κωδικοποίηση των νόμων.
39 J.P Migne, P.G., τ. 98, σσ. 50-52.
40 Paul Lemerle, ό.π., σ.76.
41 Οι πληροφορίες για τους πανεπιστημιακούς διδασκάλους αυτής της περιόδου είναι ελάχιστες. γνωρίζουμε μόνο τον Στέφανο τον Αλεξανδρέα (6ος - 7ος αιώνας), ο οποίος δίδαξε στο πανεπιστήμιο στα χρόνια του Ηρακλείου, φιλοσοφία, αστρονομία, αριθμητική, γεωμετρία και μουσική. Στα κείμενα αποκαλείται «φιλόσοφος», «μέγας φιλόσοφος», «οικουμενικός» ή «καθολικός διδάσκαλος» και μία φορά «οικουμενικός φιλόσοφος». Για τον όρο οικουμενικός διδάσκαλος, βλ. Paul Lemerle, ό.π., σσ. 81-84
42 Για τον μύθο της καταστροφής του «Πανεπιστημίου» από τον Λέοντα Γ’, βλ. το κεφάλαιο «Εικονόφιλοι μύθοι: η δήθεν καταστροφή του «πανεπιστημίου από τον Λέοντα Γ’», Paul Lemerle, ό.π., σσ. 84-89. Βλ. επίσης P. Speck, Die Kaiserliche Universität von Konstantinopel, München 1958, σσ. 74-90, το οποίο αφιερώνεται στο θέμα, «Der οικουμενικός διδάσκαλος und die kaiserliche Universität».
43 Ιωάννου Ζωναρά, «Χρονικὸν εἰς Βιβλία ΙΗ’. Ἀρχόμενον ἀπὸ Κτίσεως Κόσμου μέχρι το 1118»: Εκδ. Κανάκης, τόμοι 3, Αθήνα 1995-1999, Βιβλίο XV, Κεφ. 3. «Υπήρχε κάποιο κτίριο στη λεγόμενη Βασιλική Στοά, όπου στεγάζονταν πάρα πολλά βιβλία τόσο της κλασικής όσο και της ανώτερης θεϊκής παιδείας. […] Κοντά σε αυτούς φοιτούσαν όσοι ενδιαφέρονταν να μορφωθούν και να αποκτήσουν γνώσεις, τους οποίους στη συνέχεια προσλάμβανε και ο αυτοκράτορας ως συμβούλους σε διάφορες υποθέσεις. Ο αυτοκράτορας Λέων λοιπόν έκρινε πως αν τους προσεταιρισθεί και τους πείσει να ασπαστούν τις απόψεις του, θα έχει πετύχει το παν. Τους κάλεσε λοιπόν και τους ανακοίνωσε τις πονηρές του ιδέες για τις σεβαστές εικόνες. Εκείνοι ωστόσο, όχι μόνο δεν συμφώνησαν μαζί του, αλλά προσπάθησαν να του αλλάξουν γνώμη με κάθε τρόπο, πότε χαϊδεύοντας τον συνονόματο με τον λέοντα θηρίο κάνοντάς του μάγια προκειμένου να ημερέψει, πότε τηρώντας στάση σθεναρότερη και επικρίνοντας την ασέβειά του. Αυτός εντούτοις έκλεινε τα αυτιά του όπως η έχιδνα, μην ακούγοντας τις επωδές των εξορκιστών και τα γητευτικά λόγια των σοφών. Αφού λοιπόν συζήτησε πολλές φορές μαζί τους και κατάλαβε πως δεν αλλάζουν γνώμη, τους άφησε να επιστρέψουν στον τόπο διαμονής τους, δηλαδή στη Βασιλική Στοά. Ταυτόχρονα διέταξε να συγκεντρωθεί πολύ εύφλεκτο υλικό το οποίο να το σκορπίσουν γύρω από το κτίριο και να του βάλουν φωτιά το βράδυ. Έτσι έκανε στάχτη το οικοδόμημα μαζί με τα βιβλία και εκείνους τους σεβάσμιους άνδρες».
44 Γινόμενος καθαιρέτης ο Λέων οδήγησε στο σβήσιμο των σχολείων και στην ευσεβή παιδεία, η οποία υπήρχε από την εποχή του Αγίου Μεγάλου Κωνσταντίνου μαζί με πολλά άλλα καλά.
45 Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ. Β1, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992-1997, σ. 112.
46 Paul Lemerle, ό.π., σ. 88.
47 Paul Lemerle, ό.π., σ.139.
48 Σε κείμενα της εποχής των Ισαύρων, το «Διδασκαλείον», δηλ. το Πανεπιστήμιον, αναφέρεται ως «Οικουμενικόν» και αργότερα «Καθολικόν». Το αντίστοιχο λατινικό επίθετο είναι το «Universalis, e», που σημαίνει «univers», (το σύμπαν, η οικουμένη, ο κόσμος). Ως εκ τούτου η λέξη Πανεπιστήμιο με τη σημασία της «οικουμενικής γνώσης» έλαβε στις λατινογενείς γλώσσες το όνομα: Università (Ιταλικά), Université (Γαλλικά), Universität (Γερμανικά) κ.λ.π.
49Για τον Λέοντα τον Μαθηματικό, βλ. επίσης, Paul Lemerle, ό.π., το Κεφάλαιο ΣΤ’, « Ο Λέων ο Φιλόσοφος (ή Μαθηματικός) και η εποχή του», σσ. 129-153.

51 John Julius Norwich, Βυζάντιο: Το Απόγειο, εκδ. Intered, Αθήνα 1999, σ. 117.
52 Donald Nicol, Βιογραφικό Λεξικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1993, σ. 203.
53 Paul Lemerle, ό.π., σ. 160.
54 Ιωσήφ Γενεσίος, «Περὶ Βασιλειῶν», εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1994, Βιβλίο Δ’, Κεφ. 17, S. 195.
55 «Γεωπονικά» ή «Περὶ Γεωργίας Ἐκλογαί»: Αποτελούν διασκευή της μεγάλης γεωπονικής συλλογής που συνέταξε τον 5ο αιώνα ο «σχολαστικός» Κασσιανός Βάσσος. Η διασκευή έγινε πιθανόν την περίοδο 944-959 από ανώνυμο συγγραφέα και είναι αφιερωμένη στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο. Το έργο υπήρξε πολύ δημοφιλές και έχει διασωθεί σε 50 χειρόγραφα όλα του 11ου αιώνα και νεότερα.
56 «Geoponica Cassiani Bassi Scholastici De Re Rustica Eclogae», ed. Heinr Beckh», Lipsiae 1895, σελ. 1, Προοίμιο: Πρώτα κατάφερες μεθοδικά και συνετά να ανασύρεις τη φιλοσοφία και τη ρητορική που είχαν εξαφανιστεί και καταποντιστεί στον απροσδόκητο βυθό της λήθης, απλώνοντάς τους το δυνατό σου χέρι, και ύστερα να ανοίξεις καινούριους ορίζοντες για κάθε Επιστήμη και Τέχνη.
57 Θεοφάνης Συνεχιστές, J. P. Migne, Patrologia Graeca, σ. 464: «Ο Πορφυρογέννητος επέλεξε ως καθηγητές τους αρίστους. Την έδρα της φιλοσοφίας έδωσε στον πρωτοσπαθάριο Κωνσταντίνο που μέχρι τότε κατείχε τη θέση του εξ απορρήτων γραμματέα του αυτοκράτορα. Την έδρα της ρητορικής στον μητροπολίτη Νικαίας Αλέξανδρο. Στην έδρα της γεωμετρίας διόρισε τον πατρίκιο Νικηφόρο, γαμπρό του έπαρχου Θεόφιλου Ερωτικού. Τέλος στην έδρα της αστρονομίας τοποθέτησε τον ασηκρήτη Γρηγόριο».
58 Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, τόμος Γ’, XVII, εκδ. Κανάκης, Αθήνα 1999, σσ. 52-54: «Ο Βασίλειος όχι μόνο δεν συναναστρεφόταν τους μορφωμένους, αλλά και τη μόρφωση την θεωρούσε πράγμα άχρηστο και ανωφελές. Συγκέντρωσε λοιπόν γύρω του άνδρες που δεν ήταν ούτε ευγενικής καταγωγής ούτε των γραμμάτων και τους ανέθεσε την αυτοκρατορική αλληλογραφία, κάνοντάς τους κοινωνούς των σκέψεών του. Σε αυτούς λοιπόν τους ανθρώπους υπαγόρευε ο ίδιος τα έγγραφα πρόχειρα και χωρίς να δίνει ιδιαίτερη προσοχή».
59 Μιχαήλ Ατταλλειάτης, Ιστορία, εκδ. Κανάκης, Αθήνα 1997, 21., σ.54.: «Ίδρυσε νομική σχολή και έθεσε επικεφαλής νομοφύλακα. Φρόντισε ωστόσο και για την ουράνια επιστήμη της φιλοσοφίας διορίζοντας πρόεδρο των φιλοσόφων έναν άνδρα που ξεχώριζε ως προς τη γνώση από όλους τους συγχρόνους μας, και ενθάρρυνε τους νέους να ασχοληθούν με τη μελέτη των σοφών βιβλίων και των επιστημών υπό την καθοδήγηση των ικανών τους διδασκάλων. Επίσης τους αντάμειβε με δώρα βασιλικά όταν εκφωνούσαν λόγους δημόσιους».
60 Για την εκπαίδευση αυτήν την περίοδο, βλ. επίσης: «Η επιδίωξη της γνώσης», στο: A. P. Kazhdan, Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1997, σσ. 192-209.
61 Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, Pars Prior, ed. Walter, de GruytterBerolini et Novi Eboraci 2001,Βιβλίο Ε.IX.4, σ.178: «Βρίσκοντας την παιδεία και τη φιλοσοφία σε μεγάλη κατάπτωση, λες και τα γράμματα είχαν εξοριστεί κάπου μακριά, αυτός, όπου υπήρχαν και ελάχιστοι σπινθήρες κρυμμένοι κάτω από τη στάχτη, βιαζόταν να τους φέρει στην επιφάνεια, και όσους είχαν κλίση προς τη μάθηση (γιατί υπήρχαν και μερικοί, λίγοι βέβαια, που σταματούσαν όμως στα πρόθυρα της Αριστοτελικής φιλοσοφίας) δεν έπαυε να τους παροτρύνει στη μάθηση συμβουλεύοντάς τους να προτάσσουν της ελληνικής παιδείας την μελέτη των ιερών βιβλίων».
62 Ανωνύμου, «Σύνοψις Χρονική», Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Ζ’, σ. 512, στίχο 3.
63 Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος, σ.158.
64 Το Πανεπιστήμιο του Παρισιού ένα από τα αρχαιότερα της Ευρώπης, ιδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Καρλομάγνο το 780. Η βεβαιωμένη πάντως χρονολογία του αρχίζει το 1107 με πρώτο καθηγητή τον Γάλλο σχολαστικό, φιλόσοφο και θεολόγο Πέτρο Αβελάρδο (Abailard ή Abelard, 1079-1142). Τα πανεπιστήμια στην Ευρώπη εμφανίστηκαν τον 10ο αιώνα (ιατρική σχολή του Σαλέρνο). Οι πρώτες σχολές πανεπιστημιακού επιπέδου ήταν συντεχνίες φοιτητών ή καθηγητών (λατ. Universitas) χωρίς δικά του κτίρια και ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα. Το 1200 η Ευρώπη είχε τέσσερα αναγνωρισμένα πανεπιστήμια: του Παρισιού, της Μπολόνια, του Σαλέρνο και της Οξφόρδης, από το οποίο το 1209, έφυγαν ορισμένοι καθηγητές και δημιούργησαν το πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Για την παιδεία στη δυτική Ευρώπη την περίοδο του Μεσαίωνα, βλ.: J. Bowen, A History of Western Education, New York 1972· A. Cobban, The Medieval Universities, Methuen, London 1975· J. Lawson, Medieval Education and the Reformation, Routledge & Kegan Paul, London- New York 1967· H. Rashdall, The University of Europe in the Middle Ages, London 1936, reprinted by F. M. Powicke, A.B. Emden, Oxford University Press.
65 Νικόμαχος: Από τους Γερασσούς της Πετραίας Αραβίας, γι’ αυτό αποκαλείται και Γερασηνός. Άκμασε το 100 μ.Χ. και μυήθηκε στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία. Από τα έργα του σώζονται η «Ἀριθμητικὴ Εἰσαγωγή», το «Ἐγχειρίδιον Άρμονικῆς» και η «Εἰσαγωγικὴ Γεωμετρική».
66 Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος: Κωδικοποίησε τη νομοθεσία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το έργο του εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1345 σε έξι βιβλία με τον τίτλο «Πρόχειρον Νόμων» ή «Ἐξάβιβλος». Το «Πρόχειρον Νόμων» επηρέασε σημαντικά τη νομοθεσία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης Στην Ελλάδα ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας Ιωάννης Καποδίστριας θέσπισε ότι «τὰ Δικαστήρια ἀκολουθοῦν εἰς μἐν τὰ πολιτικὰ (ἀστικά) τοὺς νόμους τῶν (Βυζαντινῶν) Αὐτοκρατόρων, περιεχομένων εἰς τὴν πρόχειρον Ἐξάβιβλον τοῦ Ἀρμενοπούλου, εἰς δὲ τὰ ἐμπορικὰ τὸν της Γαλλίας Κώδικα». Η «Ἐξάβιβλος» ύστερα από εξακόσια χρόνια δυναμικής παρουσίας στη ζωή του έθνους (1345-1946) έπαυσε πλέον να ισχύει.
67 «Ξενὼν τοῦ Κράλη»: Ιδρύθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα από τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Ούρεση Β’ Μιλούτιν (1282-1321). Στεγαζόταν σε κτίσμα, παραπλεύρως της ανδρώας μονής του Αγίου Ιωάννη της Πέτρας στην ΙΔ’ regio (κοινοτικό διαμέρισμα) της Κωνσταντινούπολης, πλησίον της κινστέρνας του Άσπαρος στο ΒΔ άκρο της πόλης. Με εντολή του ιδρυτή του είχαν διατεθεί τρία δωμάτια στον ηγούμενο της μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους για τη διαμονή του, όποτε ερχόταν στην πρωτεύουσα.
68 Μ. Λεφτσένκο, Ιστορία της Βυζαντνινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Γ. Αναγνωστίδης, Αθήνα, σ. 361.
60 Κ.Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος, σ. 150.
61 Ι. και Π. Ζέπου, Jus Graecoromanum, τ.A’, σσ. 618-627. « Νεαρὰ ἐκφωνηθεῖσα παρὰ τοῦ φιλοχρίστου δεσπότου κυροῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου ἐπὶ τῇ ἀναδείξει καὶ προβολῇ τοῦ διδασκάλου τῶν νόμων». Η «Νεαρά» ανακαλύφθηκε το έτος 1882 από τον Paulus de Legarde, ανάμεσα σε έργα του Ιωάννου Μαυρόπου. Το κείμενό της, όπως γράφει συγκεκριμένα ο καθηγητής Δ. Ζακυθηνός, «χαρακτηρίζει τὸ ὑψηλὸν ἦθος τῆς βυζαντινῆς πολιτείας».
62 Για τον Άγιο Γεώργιο των Μαγγάνων, βλ. ιδιαίτερα Κ.Ε. Πλακογιαννάκης, ό.π., σσ. 152-153.
63 Αικ. Χριστοφιλοπούλου, ό.π., τ. Β2, σ. 428.
64 Για τα διάφορα αξιώματα που παρουσιάζονται στην παρούσα μελέτη βλ., Κίμων Εμμανουήλ Πλακογιαννάκης, Τιμητικοί τίτλοι και αξιώματα στο Βυζάντιο, εκδ. Ιανός, Θεσσαλονίκη 2001.
65 Ετήσια πρόσοδο τέσσερις λίτρες χρυσού και ως επίδομα τεμάχιο ακριβού πορφυρού υφάσματος και επιπλέον κλάδο φοίνικα.
66α «Κριτὴς ἐπὶ τοῦ Ἱπποδρόμου»: Δικαστής, μέλος του ανώτατου βυζαντινού δικαστηρίου του γνωστού ως το «ἐπὶ τοῦ Ἱπποδρόμου» επειδή στεγαζόταν και συνεδρίαζε σε αίθουσα του σκεπαστού ιπποδρόμου. Ο σκεπαστός ιππόδρομος βρισκόταν μεταξύ του μεγάλου ανοικτού ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης και του συγκροτήματος του «Μεγάλου Παλατίου».
66β «’Εξάκτωρ»: Διοικητικός δικαστής φορολογικών διαφορών.
67 Γεωργίου Τσάμπη, Η Παιδεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1999, σ. 50.
68 Μιχαήλ Ψελλός, «Ἀπολογία ὑπὲρ τοῦ Νομοφύλακος κατὰ τοῦ Ὀφρυδᾶ», Κ. Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τ. Ε’, σ.181,185.
69 «Όλυμπος Βιθυνίας»: (Τουρκ. Ulu Dag). Υψόμ. 2327 μ. Υπήρξε το Άγιο Όρος της Μ. Ασίας και συνήθως το αποκαλούσαν «Ὄρος τῶν Μοναχῶν» λόγω του μεγάλου αριθμού μοναστηριών που υπήρχαν σε αυτό. Η πρώτη μονή ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα. Με την πάροδο των αιώνων οι μονές αυξήθηκαν σε πενήντα εκ των οποίων μία μόνο, η Μονή των Περιστερών, ήταν γυναικεία. Μέχρι και τον 10 αιώνα ο Όλυμπος αποτελούσε το σημαντικότερο μοναστικό κέντρο της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο από τις αρχές του 11ου αιώνα με την ανάπτυξη του Αγίου Όρους και την εμφάνιση των Σελτζούκων Τούρκων, ο Όλυμπος άρχισε να φθίνει. Πάντως κάποιες μονές υπήρχαν στην περιοχή μέχρι και τον 14ο αιώνα. Βλ. Κ.Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος…, ό.π., σ. 199, υποσημ. 202.
70 Αικ. Χριστοφιλοπούλου, ό.π., τ. Β2, σ. 428.
71 Γ.Α. Ράλλη, Μ. Ποτλή, Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, τ. Β’, σ. 469: «Εκείνοι που σπουδάζουν την πολιτική δικονομία δεν πρέπει να υιοθετούν τα ειδωλολατρικά έθιμα, ούτε να συχνάζουν στο θέατρο, ή να στοιχηματίζουν στον ιππόδρομο, ή ακόμη να φορούν εξεζητημένα ενδύματα».
72 Κ.Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και Ιδιωτικός…, σ. 162.
73 Κ.Ε. Πλακογιαννάκης, ό.π., σ. 163.
74 Για τα προσόντα των δασκάλων στην εγκύκλιο παιδεία βλ., Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδωτικός βίος, σ. 124.· Nikolaos Kalogeras, Byzantine Childhood Education, σσ. 232-260.
75 Κεκαυμένου, Στρατηγικόν, Α’ 8, σ. 48, εκδ. Κανάκης, Αθήνα 1996, σ.48: « Αν λοιπόν είσαι διδάσκαλος εγκυκλίου ή ανώτατης παιδείας φρόντισε ώστε και με την παρουσία σου και με τα λόγια και τις πράξεις σου αλλά και με τα ίδια τα πράγματα να δείξεις την επιστήμη σου και ότι η μελέτη και η εκπαίδευση σου δεν έπεσαν στο κενό. Να είσαι δε άνθρωπος φειδωλός αλλά και κοινωνικός. Λέγοντας δε «κοινωνικός» δεν εννοώ άνθρωπος των θεαμάτων και των παιγνίων αλλά «κοινωνικός» με την έννοια να μπορείς να διδάξεις ολόκληρη την πόλη πώς να κάνει το καλό και να αποδιώχνει το κακό, ώστε να σε αγαπούν και να σε τιμούν όχι μόνο όσοι σε βλέπουν αλλά και όσοι πληροφορούνται την αρετή και τη σύνεσή σου. Και φρόντιζε να κάνεις τη γνώση σου φανερή σε όλους με έργα».
76 Τους χορηγούνταν από το δημόσιο επίδομα σίτισης.
77 Σε όλους αυτούς δινόταν ικανοποιητική βασιλική χορηγία.
78 Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος, σ. 176.
79 «Ἄνηβος»: α) Αυτός που δεν έχει γίνει ακόμη έφηβος. «Ὁ μήπω εἰς τὴν ἤβην γενόμενος παῖς». β) (Βυζ.) Το αγόρι μέχρι τη συμπλήρωση του 14ου έτους της ηλικίας του και το κορίτσι μέχρι τη συμπλήρωση του 12ου έτους.
80 Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος…, σ. 176.
81 Μονή της Θεοτόκου της Κοσμοσωτείρας παρά την Αίνον: Ιδρύθηκε το 1152 από τον σεβαστοκράτορα Ισαάκ Κομνηνό, γιο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ στη σημερινή κωμόπολή των Φερών του Έβρου που βρίσκεται στη θέση της βυζαντινή πόλης «Βήρας».Το τυπικό της μονής προέβλεπε την εγκατάσταση 74 μοναχών ηλικίας άνω των τριάντα ετών και απαγόρευε την παρουσία ευνούχων και μικρών παιδιών. Η μονή υπήρχε μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα. Σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό της.
82 Για μία ολοκληρωμένη μελέτη για την Πατριαρχική Ακαδημία, βλ. Βασίλης Κατσαρός, «Η Πατριαρχική Σχολή. Το πρόβλημα του συστήματος παροχής σπουδών ανώτερου επιπέδου στην Κωνσταντινούπολη του δωδέκατου αιώνα», στο: Ιωάννης Κασταμονίτης. Συμβολή στη μελέτη του βίου, του έργου και της εποχής του, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 163-207.
83 Paul Lemerle, Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σ. 90· L. Brehier, «L’enseignement classique et l’enseignement religieux à Byzance», Revue d’ Histoire et de Philosophie religieuses, 1941, σσ. 34-69.
84 Nikolaos Mesarites, «Description of the Church of the Holy Apostles at Constantinople», ed- transl: G. Downey, Transactions of the American Philosophical Society, 47, 1957, 857-924.
85 N. G. Wilson, Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, εκδ. Intered, Αθήνα 1991, σ. 253.
86 Κ. Ε. Πλακογιαννάκης, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος, σ.182. Για την τύχη της σχολής από το 1261-1453 και για την ανώτερη εκκλησιαστική παιδεία μέχρι τον 16ο αιώνα, βλ. τις σελίδες 182-184 του παραπάνω βιβλίου.