Όλων τα γόνατα κόβονται όταν αντικρίζουν την Αγία Σοφία. Ξεναγείς, ανεβαίνεις, φορτίζεσαι. Αρχιτεκτονική, ιστορία, εκκλησία, μάρμαρα, σελίδες δόξης, εύκλείας, σελίδες βανδαλισμών, πόνου, δακρύων. Μισοτελειωμένη λειτουργία, ψηφιδωτά απαράμιλλα, περασμένα μεγαλεία. Παιχνίδια ευτράπελα της ιστορίας, ηζωηρά Ζωή, η Αυγούστα που άλλαξε στα ψηφιδωτά του γυναικωνίτη το πρόσωπο του πρώτου άντρα της Ρωμανού του Αργυρού με το πρόσωπο του τρίτου συζύγου της Κωνσταντίνου του Μονομάχου και έτσι τώρα βλέπουμε άλλο σώμα και άλλο κεφάλι. Όλα μαζί τραγικά και ένδοξα, άδοξα και κωμικά, χιλίων εξακοσίων χρόνων ιστορία. Μορφές Ιερές, του Κυρίου, της Θεοτόκου, του Προδρόμου υπερκάλως ιστορηθείσαι.
Αρχιμανδρίτης π. Δοσίθεος
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
Είναι η πιο σπουδαία εκκλησία που έγινε στην Κωνσταντινούπολη από τους Βυζαντινούς. Το πρώτο οικοδόμημα χτίστηκε μεταξύ των 325 - 360. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος άρχισε τις εργασίες και ο γιος του Κωνστάντιος (337-361) τις ολοκλήρωσε. Ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης και του παλατιού, την ονόμαζαν επίσης Μεγάλη Εκκλησία. Μετά τον 5ο αιώνα, πήρε το όνομα Αγία Σοφία και το διατήρησε σε όλη τη βυζαντινή περίοδο. Από τους Τούρκους έγινε τζαμί και ονομάστηκε «Αγιασόφια».
Υποθέτουν ότι ο πρώτος ναός ήταν μία βασιλική από πέτρα, με ξύλινη στέγη. Γνωρίζουμε ότι μία μεγαλειώδης τελετή συνόδεψε τα εγκαίνια στις 30 Οκτωβρίου του 360. Στις αρχές του 5ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Αρκάδιος, μη μπορώντας να ανεχτεί τις επιθέσεις εναντίον της αυτοκράτειρας, εξόρισε τον Αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Χρυσόστομο, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη λαϊκή οργή και το πλήθος να πυρπολήσει αυτό το πρώτο κτίσμα στις 20 Ιουνίου του 404. Ο Θεοδόσιος ο 2ος (408 - 450), ανάθεσε στον αρχιτέκτονα Ρουφίνο την επιμέλεια της αναστήλωσης της εκκλησίας, ο οποίος υιοθέτησε πάλι το ρυθμό της βασιλικής. Η εκκλησία λειτούργησε πάλι στις 8 Οκτωβρίου του 415. Κάηκε για δεύτερη φορά στις 13 Ιανουαρίου του 532, κατά τη διάρκεια των συμπλοκών της στάσης του «Νίκα».
Μπορούμε ακόμη και σήμερα να διακρίνουμε ίχνη μπροστά στο δυτικό τοίχο της Αγίας Σοφίας, ίχνη που βγήκαν στο φως με τις ανασκαφές που έγιναν το 1935. Μέσα σ' ένα χαντάκι βάθους 2 μέτρων, μπορούμε να διακρίνουμε ένα πρόστυλο, στο οποίο μας οδηγεί μία σκάλα με πέντε σκαλοπάτια μαρμάρινα, που επικοινωνεί από τρεις πόρτες με το νάρθηκα. Τα ευρήματα επιτρέπουν να υπολογιστεί ότι το κτίσμα είχε 60 μέτρα φάρδος. Οι ανασκαφές δεν συνεχίστηκαν προς τα ανατολικά, από φόβο μήπως προκληθεί ζημιά στα θεμέλια της Αγίας Σοφίας. Γι' αυτό, αγνοούμε το μήκος που θα είχε ο ναός αυτός.
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός θέλησε να ξαναχτίσει την καμένη εκκλησία, με την επιθυμία, η νέα οικοδομή να είναι η μεγαλύτερη και η ωραιότερη που είχε γίνει μέχρι τότε. Ανέθεσε αμέσως στους πιο διάσημους αρχιτέκτονες της εποχής, στον Ανθέμιο από τις Τράλλεις καΐ στον Ισίδωρο από τη Μίλητο, να διευθύνουν το έργο, έτσι ώστε οι εργασίες να αρχίσουν μόλις 39 μέρες μετά την πυρκαγιά. Ύστερα από τις πολύπαθες εμπειρίες του παρελθόντος, δεν χρησιμοποίησαν το ξύλο σαν υλικό κατασκευής. Έφεραν από διάφορες περιοχές της Αυτοκρατορίας πολύτιμα μάρμαρα. Πολλές από τις κολόνες του εσωτερικού, προέρχονται από ναούς αρχαίους, όπως του Μπάαλμπεκ της Συρίας, της Ηλιουπόλεως της Αιγύπτου, της Εφέσου και των Δελφών. Λευκά μάρμαρα από την Προκόνησο, πράσινα από τη Θεσσαλία, χρυσαφιά από τη Λιβύη, κοκκινωπά από τη Φρυγία, κοκκαλί από την Καππαδοκία, χρησιμοποιήθηκαν για τις υπόλοιπες κολόνες, τα κιονόκρανα και τις επενδύσεις των τοίχων. Για τον τρούλο χρησιμοποίησαν τούβλα, όπως επίσης και για τα τόξα και τους τοίχους. Στο έργο δούλεψαν 1.000 μαστόροι και 10.000 εργάτες και διάρκεσε πέντε χρόνια. Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου 537. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έφθασε μέσα σε άμαξα. Τον υποδέχθηκε στην είσοδο του ναού ο Πατριάρχης Μηνάς και σύμφωνα με το πρωτόκολλο, μπήκαν μαζί στην εκκλησία. Ο Αυτοκράτορας ένοιωσε υπερηφάνεια και έκσταση, κατευθύνθηκε προς το Ιερό και διηγούνται ότι αφού προσευχήθηκε στο θεό που τον αξίωσε να πραγματοποιήσει αυτό το μεγάλο έργο, φώναξε «Νενίκηκά σε Σολομών».
Δεν υπολογίζονται προσθήκες και επιδιορθώσεις που έγιναν ανά τους αιώνες, έδωσαν όμως στην Αγία Σοφία, μία όψη διαφορετική από αυτήν που είχε εκείνη η αρχική Βασιλική. Ο τρούλος της εκκλησίας κατέρρευσε πολλές φορές εξαιτίας των σεισμών, όπως το 558, όπου μέρος του γκρεμίστηκε. Ξαναχτίστηκε από τον Ισίδωρο το Νεώτερο, ο οποίος υψώνοντας τον κατά 6,25 μέτρα, παρέδωσε στο εκκλησίασμα το ναό το 562. Το οικοδόμημα, με τις αλλεπάλληλες επισκευές, έχασε την απαραίτητη στατική ισορροπία του. Οι συχνοί σεισμοί προκαλούσαν ζημιές, και οι επεμβάσεις αναγκαστικά αύξαναν. Το 1204, οι Φράγκοι που ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την 4η Σταυροφορία, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν την Αγία Σοφία, λες και ο ναός ανήκε σε άλλο θρησκευτικό δόγμα. Οι στρατιώτες αφαιρούσαν κομμάτια επιχρυσωμένου ασημιού, ασημένιους και χρυσούς σταυρούς και όλα τα πολύτιμα αντικείμενα. Οι ιερείς τους λαφυραγώγησαν τα σκεύη λατρείας. Έτσι, δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι τις μεγαλύτερες ζημιές στην Αγία Σοφία, τις προκάλεσαν οι Σταυροφόροι.
Το 1261, όταν οι Παλαιολόγοι ξαναπήραν την πόλη, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ ο 8ος (1261-1282), ανάθεσε την επισκευή της βασιλικής σε αρχιτέκτονα που ήταν επίσης και μοναχός. Οι αντηρίδες της δυτικής όψης έγιναν τότε. Επί Ανδρόνικου του 2ου (1317), ο όγκος του τρούλου προκάλεσε απόκλιση στους εξωτερικούς βορεινούς και νότιους τοίχους, τους οποίους ενίσχυσαν με πυραμιδοειδή στηρίγματα. Το 1453, όταν ο σουλτάνος Μεχμέτ ο 2ος ο Πορθητής κατέλαβε στην πόλη εκεί στην Αγία Σοφία έκανε την πρώτη προσευχή του και διάταξε να μετατραπεί ο ναός σε τζαμί. Πρόσθεσαν τότε ένα «Μιχράμπ» (Ιερό) προσανατολισμένο στη Μέκκα μέσα στην ανατολική Ιερή Κόγχη και κατασκεύασαν έναν ξύλινο μιναρέ σε ένα μικρό τρούλο, στα δυτικά.
Αργότερα, επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520 -1566), τα ψηφιδωτά σκεπάστηκαν με σοβά. Επί Φατίχ επίσης, ο ναός δέχθηκε επισκευές και προσθήκες, όπως ένας μιναρές από τούβλα στα νοτιοανατολικά και μία αντηρίδα στ' ανατολικά. Ο Μπεγιαζίτ ο 2ος (1481 - 1512), ύψωσε ένα λεπτό μιναρέ στα βορειανατολικά. Οι δύο μεγάλοι μιναρέδες στα δυτικά, έγιναν επί Σελίμ του 2ου (1566-1574) και τους έχτισε ο μεγάλος Σινάν.
Οι Οθωμανοί σουλτάνοι πλούτισαν το κτίριο με έργα ισλαμικής τέχνης. Ο Μουράτ ο 3ος (1574-1595), κατασκεύασε τον άμβωνα του «μουεζζίν» (ιεροψάλτη) αξιόλογο για τη λεπτοδουλειά στο μάρμαρο. Δύο μαρμάρινες υδρίες, ελληνιστικής εποχής, που προέρχονταν από την Πέργαμο, τοποθετήθηκαν δεξιά και αριστερά της εισόδου. Τις πρόσθεσαν και από μία βρύση και τις χρησιμοποιούσαν σαν κρήνες καθαρμού. Τους δύο μεγάλους κηροστάτες, που βρίσκονται πλάι στο «Μιχράμπ» (Ιερό), τους έφερε ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής από τη Βουδαπέστη, ύστερα από την εκστρατεία του κατά της Ουγγαρίας. Το μαρμάρινο «Μιμπέρ» (άμβωνας) και η μαρμάρινη εξέδρα του ιεροκήρυκα, αριστερά κάτω από τον κεντρικό τρούλο, έγιναν επί Μουράτ του 4ου (1625 - 1640).
Νότια του Ιερού, η βιβλιοθήκη με 30.000 τόμους, διακοσμημένη με φαγιάνς της Νίκαιας, το συντριβάνι μέσα στην αυλή, ένα από τα πιο ωραία παραδείγματα της τουρκικής αρχιτεκτονικής, η Αίθουσα του Ρολογιού και η Σχολή Εφήβων, έγιναν επί Μαχμούτ του 1ου. Στον ανατολικό χώρο του κήπου, υψώνονται τέσσερα μαυσωλεία, που φυλάσσουν τα λείψανα πολλών Οθωμανών Σουλτάνων. Διακρίνουμε επίσης το παλαιό Βαπτιστήριο, που είχε μετατραπεί σε μαυσωλείο «τουρμπέ».
Στο σουλτάνο Αμπντουλμετζίτ (1823-1861) οφείλονται τα μεγαλύτερα έργα ανόρθωσης που έγιναν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με αρχιτέκτονα τον Ελβετό Γκασπάρ Φοσσάτι, τα έργα διάρκεσαν δύο χρόνια. Ο τρούλος ενισχύθηκε από ένα διπλό σιδερένιο στεφάνι. Οι μολυβένιες στέγες ανανεώθηκαν, οι κολόνες που έγερναν, διορθώθηκαν. Κάλυψαν τα ψηφιδωτά και επισκεύασαν τα καταστραμμένα σημεία. Κατόπι, επικάλυψαν καλλίτερα όλες τις παραστάσεις που είχαν αγίους και σταυρούς. Το θεωρείο του σουλτάνου που υπάρχει σήμερα, είναι έργο του Φοσσάτι. Τα καλλιγραφικά έργα του Ιζζέτ Εφέντη και οι αραβικές επιγραφές των τεράστιων κυκλικών μενταγιόν (7,5 μ. διάμετρος) που κρέμονται στους τοίχους, έγιναν τότε. Οι στοίχοι του Κορανίου, που καλύπτουν όλο τον κεντρικό τρούλο, είναι επίσης έργα του ιδίου. Στις 24 Οκτωβρίου 1934, ο Ατατούρκ διάταξε η Αγία Σοφία να γίνει μουσείο.
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ
Η είσοδος της Αγίας Σοφίας βρίσκεται στα δυτικά, μία πόρτα οδηγεί στον εξωνάρθηκα. Από εκεί, πέντε πόρτες μας οδηγούν στο νάρθηκα. Αξιοσημείωτα είναι τα χρωματιστά μάρμαρα που καλύπτουν τους τοίχους. Από το νάρθηκα (11x60μ.), περνάμε στον κυρίως ναό, από εννέα πόρτες, από τις οποίες οι τρεις μεσαίες είναι αυτοκρατορικές και έχουν από πάνω ψηφιδωτό, του 9ου αιώνα. Διακρίνεται ο Ιησούς, καθισμένος σε θρόνο, να ευλογεί με το δεξί ενώ στο αριστερό χέρι κρατά το Ευαγγέλιο, στα γόνατα του.
Η Παρθένος και ο άγγελος Γαβριήλ αναπαρίστανται μέσα σε δύο κύκλους, ενώ ο Λέων ο 6ος (886 - 912) είναι μπροστά Του γονατιστός. Η επιφάνεια της εκκλησίας μαζί με το νάρθηκα και τον εξωνάρθηκα, είναι 7.570μ2. Είναι η τέταρτη σε μέγεθος στον κόσμο. Όχι εντελώς ημισφαιρικός ο κεντρικός τρούλος που κυριαρχεί στο εσωτερικό, έχει 55.60 μέτρα ύψος και διάμετρο μεταξύ 30.80μ. με 31.88μ. Ακουμπά σε τέσσερις γιγάντιους πεσσούς, που τους λένε «πόδια του ελέφαντα». Το μεσοδιάστημα καλύπτεται από τέσσερα λοφία. Το τύμπανο του τρούλου φέρει 40 παράθυρα, που φωτίζουν το κεντρικό κλίτος. Έργα του 10ου αιώνα θεωρούνται τα Χερουβείμ που κοσμούν τα τέσσερα λοφία και είναι τα μοναδικά βυζαντινά έργα που έχουν διασωθεί από τον τρούλο. Μέσα στην Κόγχη, το ψηφιδωτό παριστά την Παρθένο σ' ένα θρόνο να κρατά στα γόνατα τον Ιησού, σύμβολο ιδεώδους κάλλους. Χρονολογείται από τον 9ο αιώνα.
Πάνω στο βορεινό τοίχο, υπάρχουν τα ψηφιδωτά τριών αγίων που βρίσκονται μέσα στις θολωτές κόγχες, σε θέση μετωπική με χρυσό φόντο. Είναι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Ιωάννης - Χρυσόστομος, ο επίσκοπος Ατταλείας Ιγνάτιος και ο Άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος. Μέσα στο βόρειο κλίτος βρίσκεται η περίφημη μαρμάρινη κολόνα που ιδρώνει. Υγραίνεται από μία στέρνα που υπάρχει εκεί από κάτω. Αν βάλουμε το δάχτυλο μας σ' ένα βαθούλωμα σκαμμένο στην κολόνα, που είναι στο τμήμα αυτό καλυμμένη από μπρούντζινες προστατευτικές πλάκες, θα αισθανθούμε υγρασία. Από τα βυζαντινά χρόνια, είχε θεωρηθεί θαυματουργή. Στο νότιο τμήμα του κεντρικού κλίτους, φαίνεται στο δάπεδο ένα μέρος μωσαϊκού από διαφόρων χρωμάτων μάρμαρα, που θεωρείται ως ο βυζαντινός Ομφαλός (ή κέντρο του κόσμου), όπου εκεί γινόταν η τελετή της στέψεως των Αυτοκρατόρων. Εκτός της Ιερής Κόγχης, η εκκλησία έχει και στις τρεις πλευρές πλάγια κλίτη, των οποίων οι θόλοι είναι πλούσια διακοσμημένοι και στους τοίχους υπάρχουν μερικά ψηφιδωτά μεγάλης αξίας. Στο νότιο υπερώο, το ψηφιδωτό της Δεήσεως είναι μερικά διατηρημένο και χρονολογείται από το 12ο αιώνα. Έχει γίνει από πολύ μικρές ψηφίδες και είναι εξαίρετης τεχνικής. Μέσα σε χρυσό φόντο, ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα στην Παρθένο και τον Άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή. Απέναντι από τη Δέηση, στη βάση του τοίχου, υπάρχει μια ταφόπετρα με χρονολογία 1205. Είναι ο τάφος του Ερρίκου Ντάντολο, δόγη της Βενετίας. Αν προχωρήσουμε λίγο στο υπερώο, προς την πλευρά του Ιερού, θα δούμε δύο υπέροχα ψηφιδωτά. Στα αριστερά, στο ψηφιδωτό του 11ου αιώνα, ο Χριστός εικονίζεται ανάμεσα στην αυτοκράτειρα Ζωή και τον τρίτο της σύζυγο, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο 9ο το Μονομάχο (1042 - 1054). Στα δεξιά, στο ψηφιδωτό του 12ου αιώνα, διακρίνουμε την Παρθένο με τον Ιησού βρέφος, ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό 2ο τον Πορφυρογέννητο (1118 - 1143) στα δεξιά Της και τη σύζυγο του αυτοκράτειρα Ειρήνη της Ουγγαρίας. Δεξιά, στο στενό σημείο του τοίχου, ο γιος τους Αλέξης, του οποίου το πρόσωπο δεν χαρακτηρίζεται από υγεία. Γνωρίζουμε ότι πέθανε σε ηλικία 20 χρόνων. Από εδώ μπορούμε να θαυμάσουμε το ψηφιδωτό με την Παρθένο, που διακοσμεί την Ιερή Κόγχη. Κατεβαίνουμε από το υπερώο, φτάνουμε στην έξοδο στα νότια του νάρθηκα και παρατηρούμε την τεράστια μπρούντζινη πόρτα, που προέρχεται από έναν ελληνιστικό ναό στην Ταρσό. Πάνω από αυτήν την πόρτα, ένα ψηφιδωτό παρουσιάζει την Παρθένο Μαρία σε θρόνο με το Βρέφος. Στα δεξιά, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος Της αφιερώνει συμβολικά την Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Ιουστινιανός αριστερά, Της προσφέρει, επίσης συμβολικά, την Αγία Σοφία.
Η διαδικασία της τεχνικής των ψηφιδωτών με το χρυσό, ήταν η ακόλουθη: Κολλούσαν φύλλα χρυσού πάνω σε ψηφίδες από γυαλί. Από πάνω περνούσαν ένα λεπτό στρώμα βερνικιού για την προστασία του χρυσού και τοποθετούσαν την κάθε ψηφίδα ανάποδα, ώστε το χρυσό να φαίνεται στο βάθος δια μέσου του γυαλιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου