Το Σάββατο 8 Ιουνίου 2019 η Ενορία του Αγίου Αθανασίου Χαλανδρίτσης, με πρωτοβουλία του εφημερίου του Ιερού Ναού και Αρχιερατικού Επιτρόπου φαρρών Πρωτοπρεσβ. Δημητρίου Παπαγεωργίου, πραγματοποίησε προσκυνηματική εκδρομή στην Αίγινα. Εκεί επισκέφθηκαν και προσκύνησαν τα χαριτόβρυτα λείψανα του Αγίου Νεκταρίου στην οικεία Ιερά Μονή, αλλά τους δόθηκε η ευκαιρία και επισκέφθηκαν την Ιερά Μονή της Παναγίας της Χρυσολεόντισσας και προσκύνησαν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας μας στην ιστορική αυτή Ιερά Μονή.
ΑΓΙΟΣ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
Ο Άγιος Νεκτάριος γεννήθηκε στη
Σηλυβρία της Θράκης το 1846. Γονείς του ήταν ο Δήμος και η Βασιλική Κεφαλά.
Ήταν το πέμπτο αγόρι της οικογένειας και όταν τον βάφτισαν του έδωσαν το όνομα
Αναστάσιος. Στην Σηλυβρία διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα, αλλά επειδή η οικογένειά
του ήταν φτωχή, αποφάσισε να πάει στην Κωνσταντινούπολη όπου θα συνέχιζε τις
σπουδές του, ενώ ταυτόχρονα θα εργαζόταν.
Πράγματι, σε ηλικία 14 ετών, πήγε
στη Βασιλεύουσα όπου άρχισε να εργάζεται στο καπνεργοστάσιο ενός συγγενή του.
Παρόλο που εργαζόταν, δεν τον πλήρωναν για την εργασία του κι έτσι ο Άγιος
δυσκολευόταν να βρει ακόμα και να φάει. Οι δυσκολίες της ζωής, δεν τον
εμπόδισαν, όμως, τα βράδια του να τα αφιερώνει στη μάθηση και να τα περνά
διαβάζοντας βιβλία και εκκλησιαστικές μελέτες.
Κάποια στιγμή αποφάσισε να
επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς τα εκεί,
ξέσπασε μεγάλη θαλασσοταραχή και κινδύνεψε το πλοίο να βυθιστεί. Ο Άγιος
Νεκτάριος βύθισε στη θάλασσα το Σταυρό, που κουβαλούσε πάντα μαζί του, και η
θάλασσα αμέσως ημέρεψε. Ο Σταυρός όμως χάθηκε και ο Άγιος λυπήθηκε πολύ. Όταν
το πλοίο, όμως, έφτασε σώο στον προορισμό του, ο Σταυρός βρέθηκε κολλημένος στα
ύφαλα του πλοίου. Αυτό ήταν το πρώτο θαύμα που έκανε ο Άγιος Νεκτάριος εν ζωή.
Το μετόχι του Παναγίου Τάφου προσέλαβε τον Άγιο και έτσι έμεινε εκεί ως την
ηλικία των 20 ετών.
Όταν συμπλήρωσε το 20 έτος της
ηλικίας του, πήγε στο χωριό Λιθί της Χίου. Εκεί δίδαξε γράμματα στα παιδιά του
χωριού, επί 7 συνεχή έτη. Η επιθυμία του Αγίου ήταν να γίνει μοναχός. Κάνοντας
πράξη την επιθυμία του, χρίστηκε μοναχός στη Νέα Μονή της Χίου. Στη Νέα Μονή
μελέτησε εκτενώς τα συγγράμματα που βρίσκονταν στην βιβλιοθήκη της Μονής. Το
1877 χειροτονήθηκε Διάκονος στο ναό του Αγίου Μηνά και έλαβε το όνομα Νεκτάριος.
Με τη βοήθεια του Ιωάννη Χωρέμη
(ευκατάστατου Χιώτη) και του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιου, ο Άγιος τελείωσε
τις Γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα και σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αφού πήρε το πτυχίο του το 1885,
πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και εργάστηκε ως
γραμματέας του Πατριαρχείου και ως Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάιρο. Το έτος
1889 χειροτονήθηκε στο Κάιρο, Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ο Άγιος Νεκτάριος
ασκούσε τα καθήκοντά του με ζήλο και αρετή. Η προσωπικότητά του όμως και οι
δραστηριότητές του, προκάλεσαν το μίσος σε ανθρώπους που βρίσκονταν στο
περιβάλλον του Πατριάρχη Σωφρόνιου. Αυτοί συκοφάντησαν τον Άγιο Νεκτάριο ότι
εποφθαλμιούσε το αξίωμα του Πατριάρχη και κατάφεραν να εκδιωχθεί από το Πατριαρχείο
Αλεξανδρείας.
Ο Αγιος ήρθε στην Αθήνα, όπου για
ένα έτος δεν έβρισκε εργασία και στερούνταν συχνά και το ίδιο το φαγητό. Ζήτησε
από το Υπουργείο Παιδείας να τον διορίσει Ιεροκήρυκα όπου θεωρούσε το Υπουργείο
σωστό. Τελικά διορίστηκε Ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Κατά τη διάρκεια της θητείας
του εκεί, αποκαλύφθηκε η συκοφαντία που είχε υποστεί στο Πατριαρχείο
Αλεξανδρείας.
Το 1894 ο Αγιος Νεκτάριος
διορίστηκε Διευθυντής της Ριζαρίου Σχολής. Η φωτογραφία που συνοδεύει το
κείμενο έχει τραβηχτεί στον περίβολο της Σχολής εκείνη την εποχή. Ο Άγιος
διεύθυνε τη Σχολή με υποδειγματικό τρόπο και απεριόριστη αγάπη για τους
σπουδαστές της. Όσο ήταν ακόμη διευθυντής στη Σχολή, αγόρασε ένα μικρό και
παλαιό μοναστήρι στην Αίγινα. Με πολλούς κόπους κατάφερε να αναστηλώσει και να
μεγαλώσει το μοναστήρι αυτό.
Το 1908, και αφού είχε διευθύνει
την Ριζάρειο για 14 συνεχή έτη, παραιτήθηκε από τη θέση του Διευθυντή για
λόγους υγείας. Ο Άγιος Νεκτάριος συνέχισε τον βίο του στο μοναστήρι της
Αίγινας. Ταπεινός και απλός όπως ήταν, λάμβανε στο μοναστήρι, μέρος σε κάθε
ασχολία, βοηθώντας ακόμη και τους εργάτες στις εργασίες τους. Παράλληλα με τις
ασχολίες του αυτές, μελετούσε βιβλία και συνέγραφε. Επιγραμματικά αναφέρουμε το
έργο του «Περί του Σχίσματος», τριάντα Τριαδικούς ύμνους, εκατόν πενήντα
τέσσερις ύμνους για την Θεοτόκο καθώς και πολλούς εκκλησιαστικούς λόγους.
Στη μονή έζησε ο Άγιος Νεκτάριος
ως το 1920 που δημιουργήθηκε ένα πρόβλημα στον προστάτη του και αρρώστησε.
Υποφέροντας από φρικτούς πόνους μεταφέρθηκε στο Αρεταίειο Νοσοκομείο Αθηνών.
Στις 9 Νοεμβρίου του 1920 παρέδωσε το πνεύμα του σε ηλικία 74 ετών. Κατά τη
διάρκεια της ζωής του όπως και μετά το πέρας αυτής, ο Άγιος έκανε πολλά
θαύματα. Είναι ο νεότερος Άγιος της Εκκλησίας μας και η μνήμη του τιμάται στις
9 Νοεμβρίου.
ΑΙΓΙΝΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το όνομα Αίγινα: Η Αίγινα ήταν κόρη του θεού Ασωπού και
της Μετώπης (κόρη του ποταμού Λάδωνα). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, την απήγαγε
και την μετέφερε για να γλιτώσει από την Ήρα σε ένα ερημονήσι του Σαρωνικού,
την Οινώνη ή Οινοπία, η οποία στη
συνέχεια ονομάστηκε Αίγινα.
Το 650 π.Χ. : η Αίγινα
μιμούμενη την Μίλητο, κόβει πρώτη στον ευρωπαϊκό χώρο νόμισμα, τη χελώνα.
Ταυτόχρονα μαζί με άλλες ελληνικές πόλεις φτιάχνει εμπορικό ναύσταθμο στην
Αίγυπτο.
6ος αιώνας : Η Αίγινα
καταλαμβάνει τις Κυδωνίες (Χανιά) όπου είχαν εγκατασταθεί εξόριστοι
δημοκρατικοί Σάμιοι, για να μπορεί ανενόχλητη να χρησιμοποιεί τον εμπορικό
ναύσταθμο στην Αίγυπτο.
Το 516-480 π.Χ. : Η Αίγινα
ανενόχλητη μετά την κατάληψη της Σάμου από τους Πέρσες (516 π.Χ.) και την
καταστροφή της Μιλήτου κατά την Ιωνική Επανάσταση, πρωταγωνιστεί στο
εμπόριο και πλουτίζει. Ο πληθυσμός της φθάνει τους 40.000 ελεύθερους κατοίκους
και 400.000 (!) δούλους.
Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα οι
Αιγινήτες μετακινούνται απ΄ το εσωτερικό του νησιού, τη σημερινή Παλαιοχώρα,
προς τα παράλια. Η μετακίνηση είχε ως επακόλουθο την ανάπτυξη της ναυτιλίας και
του εμπορίου. Εκείνη την εποχή αναγείρονται κάποια από τα πιο σημαντικά
κτίσματα του οικισμού, όπως ο Πύργος του Μαρκέλλου, που την περίοδο
1826-1827 θα χρησιμοποιηθεί ως έδρα της ελληνικής κυβέρνησης , το
σπίτι του Μιχάλη Μοίρα, που χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως Κυβερνείο του
Καποδίστρια, το σπίτι της Φανερωμένης, κατοικία του επισκόπου, η «μαγαζάρα»,
μια μεγάλη αποθήκη που στεγάστηκε αργότερα το εθνικό τυπογραφείο και η
Μητρόπολη, που η κατασκευή της ολοκληρώθηκε το 1806. Στην Αίγινα που τότε είχε
συνολικά 120 σπίτια δεν κατοικούσαν Τούρκοι ούτε υπήρχαν τουρκικές Διοικητικές
Αρχές.
Οι
μυήσεις των Αιγινητών στη Φιλική Εταιρία
αρχίζουν τον Αύγουστο του 1818. Κάποιοι από τους μυημένους ή, σύμφωνα με την
οικεία ορολογία, «κατηχημένους» Αιγινήτες είναι οι παρακάτω : ο Γεώργιος
Λιβερόπουλος, έμπορος που καταγόταν από τη Ναυπακτία, ο Σπύρος Μαρκέλλος,
έμπορος ,πρόκριτος και από τους αρχηγούς της Επανάστασης στην Αίγινα, οι
αδελφοί Αναστάσιος, Μιχαήλ και Κυριάκος Μούρτζης από την Πέρδικα, οι
οικογένειες Μοίρα και Λογιωτατίδη, ο Κύριλλος Λαμπαδάριος, ηγούμενος της μονής
της Χρυσολεόντισσας, καθώς και ο Γεώργιος Τσελεπής ή Τσελέπης, οπλαρχηγός του
αιγινήτικου στρατού, που έδωσε το όνομά του στην ομώνυμη ακτή του Πειραιά. Οι
κατηχημένοι ορκίζονταν στην παλιά εκκλησία των Ταξιαρχών στην Παχιοράχη, στην
οποία, σύμφωνα με την παράδοση, υψώθηκε η σημαία της τοπικής Επανάστασης.
Η Επανάσταση στο νησί κηρύχθηκε κατά τα τέλη
Μαρτίου του 1821. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αλλά και της υπεράσπισής της
από τους ισχυρούς στόλους της Ύδρας και των Σπετσών. Η Αίγινα προσφέρθηκε
πολλές φορές ως καταφύγιο προσφύγων. Ενδεικτικό της πληθώρας προσφύγων στην
Αίγινα είναι το παρακάτω στατιστικό στοιχείο : Το 1821 η Αίγινα είχε 3.500
κατοίκους, ενώ το 1829 οι κάτοικοί της ήταν 10.900, δηλαδή μόνο το 1/3 ήταν
Αιγινήτες. Ως πρόσφυγες στην Αίγινα κατέφυγαν Αϊβαλιώτες, Μοσχονησιώτες,
Χιώτες, Γαλαξιδιώτες, Αθηναίοι, Στυλιδιώτες και κυρίως Ψαριανοί. Οι τελευταίοι
ήρθαν στην Αίγινα μετά την καταστροφή των Ψαρών το 1825.
Εγκαταστάθηκαν σε δικό τους συνοικισμό στην περιοχή του Μαραθώνα και αργότερα
μετοίκησαν μέσα στην πόλη της Αίγινας. Ψαριανοί πρόσφυγες αποτέλεσαν και την
πρώτη φρουρά του Καποδίστρια όταν ήρθε στο νησί. Μετά από προστριβές με τους
Αιγινήτες, για λόγους εμπορικού ανταγωνισμού, έφυγαν απ’την Αίγινα και
εγκαταστάθηκαν στην Ερμούπολη της Σύρου το 1830.
Η Αίγινα, παρότι είναι μεγάλο νησί, δεν μπόρεσε να
ενισχύσει την Επανάσταση με πολεμικά καράβια, γιατί τα Αιγινήτικα καράβια ήταν
μικρά και δεν προσφέρονταν για ναυμαχίες. Ωστόσο, τα Αιγινήτικα καράβια
χρησιμοποιήθηκαν πολύ σε μεταφορές στρατευμάτων και εφοδίων και μερικοί
Αιγινήτες ναυτικοί πολέμησαν μέσα στα καράβια των Ψαρών, της Ύδρας και των
Σπετσών. Μετά το 1825 η Αίγινα υπήρξε η ναυτική βάση του Ψαριανού στόλου.
Σημαντικότερη ήταν η συμβολή της Αίγινας στον πόλεμο της ξηράς. Το
εκστρατευτικό σώμα των Αιγινητών συνολικά υπολογίζεται σε 150 στρατιώτες.
Γενικός υπεύθυνος για τη στρατολόγηση ήταν ο Γεώργιος Λογιωτατίδης, που
αργότερα στα χρόνια της Ανεξαρτησίας διετέλεσε δήμαρχος και βουλευτής του
νησιού.
Η Αίγινα πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους
(Γενάρης 1828- Οκτώβρης 1829)
Στις 12 Ιανουαρίου 1828 φθάνει με το αγγλικό πλοίο
"Warspite" και 2 ακόμα συνοδευτικά πλοία (το Γαλλικό
"Ήρα" και το Ρωσικό "Ελένη") ο Ιωάννης Καποδίστριας στην
Αίγινα, αφού λίγες μέρες πιο πριν είχε περάσει από το Ναύπλιο. Η υποδοχή
και στην Αίγινα ήταν θριαμβευτική. Εκεί ήταν μάλιστα συγκεντρωμένος ο
μεγαλύτερος αριθμός προσφύγων, χηρών, ορφανών και αναπήρων του Αγώνα.
Γράφει ο Γ. Τερτσέτης στα «Απόλογα για τον
Καποδίστρια», αποδίδοντας με το κείμενό του την αφήγηση του ίδιου του
Κυβερνήτη: «είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν
έφθασα εδώ εις την Αίγιναν, δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το
ιδεί? Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας, εφώναζαν γυναίκες
αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά κατεβασμένα από τες
σπηλιές. Δεν ήτο το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. (?)
Μαυροφορεμένες, γέροντες μου ζητούσαν να αναστήσω τους αποθαμένους τους,
μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω, και
ότι δεν τους απέμεναν παρά εκείνα και εγώ».
Ο Κασομούλης όμως, που ήταν παρών στην υποδοχή, είδε
μια λεπτομέρεια που δεν την αντιλήφθηκε ο Καποδίστριας: «Ενύκτωσε,
και η νυξ της 11ης Ιανουαρίου απέρασεν με ευφροσύνη όλου του λαού και
μελαγχολίαν μόνον μερικών προκρίτων αριστοκρατών».
Στις 26 Ιανουαρίου 1828 ο Καποδίστριας ορκίστηκε στο
Μητροπολιτικό ναό της Αίγινας ώς πρώτος κυβερνήτης της
Ελλάδας και η Αίγινα έγινε η πρώτη Πρωτεύουσα του νεοσύστατου
κράτους, έγινε το διοικητικό, εμπορικό και πνευματικό κέντρο του.
Ο πληθυσμός της αυξήθηκε αλματωδώς και υπολογίζεται
ότι έφθασε τα 100.000 άτομα, αν και η "Γενική Εφημερίς της Ελλάδος" ,
τους υπολόγιζε λιγότερους.
Την εποχή αυτή στην Αίγινα ανεγέρθηκαν περίλαμπρα κτίρια είτε για να χρησιμοποιηθούν
σαν κατοικίες αρχόντων και άλλων πλουσίων είτε για να χρησιμοποιηθούν ως δημόσια κτίρια και ιδρύματα.