Λίγο πιο πάνω από τη Χαλανδρίτσα του τ.
Δήμου Φαρρών και τωρινή έδρα του Δήμου Ερυμάνθου, στην περιοχή Σάπια Βρύση και
στο δρόμο προς Ρακίτα, πριν από 12 χρόνια, μια ευλαβής γυναίκα, η Βασιλική
Σκόνδρα, που έχει κτήματα εκεί, αποφάσισε να κτίσει ένα μικρό ξωκκλήσι
αφιερωμένο στο ΑΓΙΟ ΜΑΝΛΗΛΙΟ.
Το 2002 έγιναν τα
θυρανοίξια και από τότε και μετά λειτουργείται συνεχώς την 16η Αυγούστου,
ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία μας τελεί την ανάμνηση της μεταφοράς της
αχειροποιήτου εικόνος του Σωτήρος Χριστού από την Έδεσσα της Συρίας στην
Κωνσταντινούπολη.
Ενώ το
ξωκκλήσι δεν βρίσκεται κοντά σε κάποιο χωριό, είναι απομεμονωμένο και σε
υψόμετρο 1.000 περίπου μέτρων, εν τούτοις κάθε χρόνο, συγγενείς της οικογένειας
των κτιτόρων, άνθρωποι που παραθερίζουν εκεί κοντά, κάτοικοι της Χαλανδρίτσας,
αλλά και εκ Πατρών, έρχονται να εκκλησιασθούν και να ζητήσουν την βοήθεια
της αχειροτεύκτου εικόνος του Κυρίου μας.
Η ιστορία της αχειροποιήτου εικόνος του κυρίου μας, όπως την παρουσιάζει ο
Ρώσος Θεολόγος και αγιογράφος Λεωνίδας Ουσπέσκυ έχει ως εξής:
"Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας,
σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ εἰκόνες
ἀποτελοῦν ἕνα ἀδιάσπαστο στοιχεῖο
τοῦ Χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου ἀμέσως
μὲ τὴν ἔναρξή
του, ἐκφράζεται
ἐπίσης
στὴν παράδοση, ἡ ὁποία βεβαιώνει ὅτι ἡ
πρώτη εἰκόνα τοῦ
Χριστοῦ ἐμφανίσθηκε κατὰ τὴ
διάρκεια τῆς
ζωῆς του στὴ γῆ. Στὴ Δύση, αὐτὴ ἡ εἰκόνα ἐκαλεῖτο «τὸ Ἅγιο Μανδήλιο». Στὴν Ἀνατολὴ
καλεῖται «Ἀχειροποίητος», ἡ εἰκόνα ποὺ δὲν ἔγινε
ἀπὸ
χέρι ἄνθρωπου. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν παράδοση, ὁ ἴδιος
ὁ Χριστὸς ἔστειλε
τὴν εἰκόνα
Του στὸν Ἄβγαρο τὸν
Ε' Ukhama, πρίγκηπα τῆς Ὀσροηνῆς, μιᾶς
μικρῆς χώρας ἀνάμεσα στὸν
Τίγρη καὶ τὸν Εὐφράτη, ποὺ
βρισκόταν τὴν ἐποχὴ
ἐκείνη
ἀνάμεσα
στὴ Ρωμαϊκὴ καὶ τὴν Παρθικὴ αὐτοκρατορία.
Πρωτεύουσά της ἦταν ἡ
πόλη Ἐδεσσα, ἡ σημερινὴ
Orfu ἤ Rogais. Πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι
τὸ
χρονικό της πόλης αὐτῆς ἀναφέρει
τὴν ὕπαρξη
Χριστιανικοῦ ναοῦ ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ἀρχαῖος τὸ
ἔτος
201 ὅταν καταστράφηκε ἀπὸ πλημμύρα. Τὸ
βασίλειο τῆς Ἔδεσσας ἦταν
ἡ
πρώτη πολιτεία στὸν
κόσμο ποὺ ἔγινε Χριστιανικὴ
πολιτεία (μεταξὺ 170 καὶ 214, ὑπὸ τὴν ἡγεμονία τοῦ Ἀβγάρου τοῦ
Θ').
|
Η παράδοση του αγίου Μανδηλίου στον Αύγαρο |
Ἡ ἱστορία τῆς
πρώτης εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, ἐπιβεβαιοῦται,
πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ἀπὸ τὰ
κείμενα τῆς λειτουργικῆς ἀκολουθίας πρὸς
τιμὴ τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου (16 Αὐγούστου).
Μιὰ πιὸ
λεπτομερὴς διήγηση τῆς ἱστορίας ὑπάρχει
στὸ Μηναῖο τοῦ Αὐγούστου. Μπορεῖ νὰ συνοψισθεῖ ὡς ἀκολούθως:—
Ὁ
βασιλιὰς τῆς Ἔδεσσας, Ἄβγαρος,
ἦταν
λεπρός. Ἄκουσε
γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔστειλε
πρὸς Αὐτὸν τὸν ἀρχειοφύλακά του, Ἀνανία, μὲ ἐπιστολὲς
στὶς ὁποῖες παρακαλοῦσε
τὸ
Χριστὸ νὰ πάει στὴν Ἔδεσσα
νὰ τὸν θεραπεύσει. Ὁ Ἀνανίας
ἦταν
ζωγράφος, γι’ αὐτὸ ὁ Ἄβγαρος τὸν ἐπιφόρτισε
νὰ φτιάξει τὸ
πορτραῖτο τοῦ Σωτήρα σὲ
περίπτωση ποὺ ὁ Χριστὸς ἀρνεῖτο
νὰ
πάει. Ὁ Ἀνανίας
βρῆκε τὸ Χριστὸ
περιστοιχισμένο ἀπὸ ἕνα μεγάλο πλῆθος
καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν πλησιάσει. Γι’ αὐτὸ ἀνέβηκε
σ’ ἕνα βράχο ἀπὸ ὅπου μποροῦσε
νὰ τὸν
βλέπει καλύτερα.
Προσπάθησε νὰ φτιάξει ἕνα πορτραῖτο
τοῦ Σωτήρα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε
«ἐξ αἰτίας τῆς ἀπερίγραπτης
δόξας τοῦ προσώπου Του, τὸ ὁποῖο ἄλλαζε διὰ τῆς χάριτος». Βλέποντας ὅτι ὁ Ἀνανίας
ἤθελε
νὰ
φτιάξει τὸ πορτραῖτο Του, ὁ
Χριστὸς ζήτησε
νερό, νίφτηκε, σκούπισε τὸ πρόσωπο Τοῦ σ’
ἕνα
κομμάτι λινὸ ὕφασμα, καὶ τὰ χαρακτηριστικά του ἔμειναν
ἀποτυπωμένα
σ’ αὐτὸ τὸ λινὸ ὕφασμα. Εἶναι
γι’ αὐτὸ
ποὺ ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι
ἐπίσης
γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα Μανδήλιον. ( Ἡ Ἑλληνικὴ
λέξη μανδήλιον προέρχεται ἀπὸ τὴ
σημιτικὴ λέξη mindil). Ὁ Χριστὸς τὸ ἔδωσε
στὸν Ἀνανία,
καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὸ πάρει, μὲ μία ἐπιστολή,
στὸ πρόσωπο ποὺ τὸν εἶχε
στείλει. Στὴν ἐπιστολή, ὁ
Χριστὸς ἀρνεῖτο νὰ πάει ὁ ἴδιος
στὴν Ἔδεσσα, ἐπειδὴ εἶχε μιὰ ἀποστολὴ νὰ ἐκπληρώσει.
Ὑπόσχετο
στὸν Ἄβγαρο ὅτι,
ὅταν
θὰ ἐκπληρώνετο αὐτὴ ἡ ἀποστολή, θὰ ἔστελλε
ἕνα ἀπὸ τοὺς
μαθητές Του πρὸς αὐτόν.
Ὅταν ὁ Ἄβγαρος πῆρε
τὸ
πορτραῖτο, θεραπεύθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια του, ἀλλὰ ἔμειναν στὸ
πρόσωπό του ἀρκετὰ σημάδια. Μετὰ τὴν Ἀνάληψη,
ὁ ἀπόστολος
Ἅγιος
Θαδδαῖος, ἕνας
ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα,
πῆγε
στὴν Ἔδεσσα καὶ
θεράπευσε τὸ βασιληὰ πλήρως προσηλυτίζοντάς τον στὸ
Χριστιανισμό. Πάνω στὸ θαυματουργὸ
πορτραῖτο τοῦ
Χριστοῦ, ὁ Ἄβγαρος ἔγραψε
αὐτὰ τὰ
λόγια: «Ὢ Χριστὲ Θεέ, αὐτὸς
ποὺ ἐλπίζει σὲ Σένα δὲν θὰ
πεθάνει.» Ἀφαίρεσε ἕνα εἴδωλο ἀπὸ τὸ κοίλωμά του πάνω ἀπὸ
μία πύλη τῆς
πόλης καὶ τὸ ἀντικατέστησε μὲ τὴν ἁγία
εἰκόνα. Ὁ Ἄβγαρος
ἔκανε
πολλὰ γιὰ τὴ
διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στοὺς ὑπηκόους του. Ἀλλὰ ὁ
δισέγγονός του ἐπέστρεψε
στὴν εἰδωλολατρεία καὶ ἤθελε
νὰ
καταστρέψει τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου
Μανδηλίου. Γι’ αὐτὸ ὁ ἐπίσκοπος
τῆς
πόλης τὴν ἐντείχισε στὸ
κοίλωμα ἀφοῦ προηγουμένως τοποθέτησε μία ἀναμμένη κανδήλα μπροστά της. Ἔτσι
ἡ εἰκόνα
διασώθηκε.
Πρὶν τὸν
πέμπτο αἰώνα, οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς δὲν
κάμνουν καμιὰ ἀναφορὰ στὴν
εἰκόνα
τοῦ ἁγίου Μανδηλίου. Ἡ
πρώτη φορὰ ποὺ γίνεται ἀναφορὰ σ’
αὐτὸ εἶναι
στὸν πέμπτο αἰώνα,
σ’ ἕνα κείμενο γνωστὸ σὰν «Τὸ Δόγμα τοῦ
Addai». Ὁ Addai ἦτο
ἐπίσκοπος
τῆς Ἔδεσσας
(†541) πού, στὸ ἔργο
του (ἐὰν αὐτὸ τὸ ἔργο εἶναι
αὐθεντικό),
ἀναμφίβολα
χρησιμοποίησε εἴτε κάποια τοπικὴ παράδοση εἴτε
κείμενα τὰ ὁποῖα ἐμεῖς δὲν
γνωρίζουμε.
|
Το εξωκκλήσι του Αγίου Μανδηλίου |
Ὁ πιὸ παλαιὸς ἀδιαμφισβήτητος
συγγραφέας ποὺ ἀναφέρει τὴν εἰκόνα
ποὺ στάληκε
στὸν Ἄβγαρο εἶναι
ὁ Εὐάγριος
(ἕκτος
αἰώνας)·
στὸ ἔργο του « Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία» (1) ὀνομάζει
τὸ
πορτραῖτο «ἡ εἰκόνα ποὺ
κατασκευάσθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ»
«Θεότευχτος εἰκών». Ἐν πάσει περιπτώσει, ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα ἐπανεμφανίσθηκε τὸ
544 ἡ
545, Ὅταν ὁ Πέρσης βασιληᾶς
Χοσρόης πολιόρκησε τὴν Ἔδεσσα. Ὁ ἐπίσκοπος Εὐλάλιος δι’ ὁράματος
ἀνακάλυψε
τὸ
μέρος τοῦ κοιλώματος ὅπου εἶχε κρυβεῖ ἡ εἰκόνα. Τὴν ἀπεκάλυψε
καὶ εἶδε τὴν κανδήλα νὰ
καίει ἀκόμη
μπροστά της. Μὲ τὴ
χάρη τῆς εἰκόνας, ἡ
πόλη σώθηκε. Ἡ εἰκόνα ὄχι μόνο ἦταν
ἀνέπαφη,
ἀλλὰ εἶχε ἐπίσης ἐκτυπωθεῖ στὴν ἐσωτερικὴ
πλευρὰ τῆς πλάκας ποὺ τὴν ἀπέκρυβε.
Σὲ ἀνάμνηση
αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἐμφανίσθησαν
δύο διαφορετικὲς εἰκόνες τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου μιὰ ὅπου
τὸ
πρόσωπο τοῦ Σωτήρα παριστάνεται σ’ ἕνα κομμάτι λινοῦ ὑφάσματος, καὶ
μία ἄλλη ὅπου τὸ Ἅγιο Πρόσωπο παριστάνεται σὰν νὰ ἦταν ἀποτυπωμένο πάνω σὲ
κεραμίδι, κεράμιον. Ἡ ἀρχικὴ
εἰκόνα,
δηλ. τὸ λινὸ ὕφασμα
πάνω στὸ ὁποῖο τὸ πρόσωπο τοῦ
Κυρίου ἀποτυπώθηκε, διατηρήθηκε στὴν Ἔδεσσα γιὰ πολὺ
καιρὸ σὰν ὁ πιὸ πολύτιμος θησαυρὸς τῆς
πόλης. Τὸ 630 οἱ Ἄραβες κατέλαβαν τὴν Ἔδεσσα ἀλλὰ δὲν ἀπαγόρευσαν
τὴν
προσκύνηση τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου, τὸ ὁποῖο ἦτο πολὺ
γνωστὸ στὴ Δύση καὶ πρὸς
τιμὴ τοῦ ὁποίου, τὸν ὄγδοο
αἰώνα,
οἱ
Χριστιανοὶ σὲ
πολλὲς χῶρες καθιέρωσαν ἑορτή,
ἀκολουθώντας
τὸ
παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἐδεσσας. Κατὰ τὴν
περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ὁ Ἅγ. Ἰωάννης
ὁ
Δαμασκηνὸς ἀναφέρει τὴ θαυματουργὸ εἰκόνα, καὶ τὸ
787 οἱ Πατέρες τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἀναφέρονται
σ’ αὐτὴν πολλὲς
φορές. Ὁ Λέων, ἀναγνώστης στὸν
καθεδρικό τῆς Ἁγίας
Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἦταν παρὼν
στὴν Ἕβδομη Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο, διηγεῖται
πὼς ὁ ἴδιος
προσκύνησε τὸ Ἅγιο
Μανδήλιο κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Ἐδεσσα.
Τὸ
944 οἱ Βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες Κωνσταντῖνος
Πορφυρογένητος καὶ Ρωμανὸς ὁ Α' ἀγόρασαν τὴν ἁγία
εἰκόνα
ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα
ἀντὶ
200 Σαρακηνῶν αἰχμαλώτων καὶ
12.000 ἀργυρῶν
δηναρίων καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεση
ὅτι
τὰ αὐτοκρατορικὰ
στρατεύματα οὐδέποτε θὰ ἐνοχλοῦσαν
τὴν Ἔδεσσα
καὶ τὶς γύρω περιοχές. Ἀκολούθησε
λαϊκὴ ἐξέγερση. Ἐν τούτοις τὸ Ἅγιο
Μανδήλιο μεταφέρθηκε μὲ πομπὴ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τοποθετήθηκε στὴν ἐκκλησία
τῆς
Παρθένου τοῦ Φάρου. Ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Πορφυρογένητος τὴν ἐξύμνησε
σὲ
κήρυγμά του σὰν τὴν προστάτιδα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ λειτουργία τῆς ἑορτῆς
ποὺ πανηγυρίζουμε στὶς 16 Αὐγούστου,
δηλ. τῆς μεταφορᾶς
τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου στὴν
Κωνσταντινούπολη, πιθανὸ νὰ χρονολογεῖται, τουλάχιστο ἐν
μέρει, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη.
Γιὰ τὴν εἰκόνα
ποὺ ἀποτυπώθηκε στὸ
κεραμίδι, ξέρουμε μόνο ὅτι βρέθηκε στὴν Ἱεράπολη (Mabbug) στὴ
Συρία. Ὁ Αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς
(963-969), ἀκολουθώντας
τὸ
παράδειγμα τοῦ Ρωμανου τοῦ Α', κατὰ τὴν ἐκστρατεία
τῶν στρατευμάτων του στὴ
Συρία (τὸ 965 ἡ τὸ
968) μετάφερε τὴν εἰκόνα αὐτὴ στὴν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ τὴ
λεηλασία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204, τὰ ἴχνη
τῶν
δύο εἰκόνων χάνονται. Εἰκάζεται ὅτι
οἱ
Σταυροφόροι μετάφεραν τὸ Ἅγιο
Μανδήλιο στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη, μερικοὶ
λένε στὸ Παρίσι, ἄλλοι
στὴ Ρώμη. Τίποτε τὸ
συγκεκριμένο δὲν εἶναι γνωστό.
Ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου
Μανδηλίου, βεβαίως, ἀντιγράφτηκε πολλὲς
φορές. Μερικοὶ αὐτόπτες
μιλοῦν γιὰ ἕνα ἀντίγραφο ποὺ ἔγινε
ἀπὸ τὸν
βασιλέα τῆς Περσίας. Μέχρι
πρόσφατα ἐπιστεύετο ὅτι οἱ παλαιότερες σωζόμενες ἀναπαραστάσεις
ἦσαν
μερικὲς
μικρογραφίες τοῦ ἑνδέκατου αἰώνα
καὶ νωπογραφίες τοῦ δωδέκατου αἰώνα
(ἐκκλησία τοῦ
Σωτῆρος τῆς Νερεδίτσας). (4) Ἀλλὰ πρόσφατα στὴ
Γεωργία ἀνακαλύφθηκε μία
ἐγκαυστικὴ εἰκόνα
τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου ποὺ
χρονολογεῖται ἀπὸ τὸν ἕκτο ἤ τὸν
ἕβδομο
αἰώνα,
δηλ. ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα
ἦταν
ἀκόμη
στὴν Ἐδεσσα.
Ἀπὸ τὸν ἔνατο αἰώνα
παραμένει μία ἐνδιαφέρουσα εἰκόνα φτιαγμένη σὲ
τέσσερα τμήματα ποὺ
τώρα βρίσκονται στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας
Αἰκατερίνης
στὸ Ὄρος Σινᾶ. Τὸ ἄνω τμῆμα τῆς εἰκόνας παριστάνει, στὴ
μία πλευρά, τὸν Ἀπόστολο Θαδδαῖο
καί, στὴν ἄλλη
πλευρά, τὸν βασιληὰ Ἄβγαρο νὰ
παίρνει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἀνανία
τὸ
λινὸ μὲ τὴν Ἁγία
Μορφή.